του Γιεβγιένι Κρούτικωφ
Έχει γίνει κοινός τόπος να θεωρούμε ότι η μάχη για το Χαλέπι σχετίζεται αποκλειστικά με το μέγεθός και τη γεωγραφική του θέση. Πριν τον πόλεμο, το Χαλέπι, με τα περισσότερα από 2 εκατομμύρια κατοίκους, ήταν η μεγαλύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας, η οικονομική πρωτεύουσα, για να μην αναφέρουμε την πολιτιστική σημασία μιας από τις αρχαιότερες πόλεις του ανθρώπινου πολιτισμού. Λίγο πριν το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου το Χαλέπι, όπως, εξάλλου και όλη η Συρία, βίωνε ένα είδος «χρυσής εποχής». Είχε μάλιστα αναγνωριστεί και ως η «πρωτεύουσα του ισλαμικού κόσμου», παρά την πολυπολιτισμικότητα και πολυθρησκευτικότητά του.
Τώρα είναι ένας σωρός από ερείπια, στα οποία σε άθλιες συνθήκες ζουν (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λέξη) όχι περισσότεροι από 300-350 χιλιάδες άνθρωποι. Οικονομία στο Χαλέπι δεν υφίσταται, οι υποδομές έχουν καταστραφεί. Και ηχεί περίεργα το επιχείρημα ότι δήθεν η κατάληψη του ανατολικού ενός τρίτου του Χαλεπιού είναι αναγκαία για τον Άσσαντ για να ενισχύσει την οικονομία της χώρας και για να στρατολογήσει κόσμο για το στρατό του. Αντιθέτως, η επιστροφή του πλήρους ελέγχου του Χαλεπιού θα απαιτήσει τεράστιες επενδύσεις για την αποκατάσταση της πόλης, όπως συνέβη και με τις συνοικίες της Δαμασκού, οι οποίες καταλήφθηκαν εκ νέου από την κυβέρνηση αφού ήσαν για κάποια χρόνια υπό τον έλεγχο των τζιχαντιστών. Επίσης, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα υπάρξει μαζική επιστροφή στο Χαλέπι όλων των προσφύγων που το έχουν εγκαταλείψει. Πολλοί από αυτούς είναι ήδη στην Ευρώπη ή στην Τουρκία. Ο πληθυσμός δε, που για χρόνια έζησε υπό την εξουσία των τζιχαντιστών, πρέπει αρχικώς να «φιλτραριστεί» προσεκτικά, ενώ για καθαρά ψυχολογικούς λόγους δεν είναι σε θέση να συνεχίσει τον πόλεμο.
Στην αρχή, την άνοιξη του 2012, ομάδες των τζιχαντιστών και της αντιπολίτευσης πυροδότησαν τον πόλεμο γύρω από το Χαλέπι. Τότε έγιναν πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις από βομβιστές αυτοκτονίας, ενώ το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου άρχισαν οι οδομαχίες, αρχικώς στα προάστια και έπειτα στο ιστορικό κέντρο και στις γειτονιές των διαφόρων εθνοτήτων. Για την αντιπολίτευση, η οποία ήδη από τότε διέθετε βαρύ οπλισμό και τεθωρακισμένα, ο έλεγχος του Χαλεπιού και της Ιντλίμπ σήμαινε τη δημιουργία στα βόρεια της χώρας ενός συμπαγούς εφαλτηρίου, από το οποίο θα μπορούσε να προελάσει προς τη Δαμασκό. Επιπλέον, η διατήρηση ενός τέτοιου σημαντικού πληθυσμιακού κέντρου θα επέτρεπε τη δημιουργία κάθε είδους «κυβέρνησης», στο όνομα της οποίας και θα συνεχιζόταν ο πόλεμος με την κυβέρνηση Άσσαντ, λαμβάνοντας βοήθεια από το εξωτερικό. Ωστόσο, είχε μεγάλη διαφορά μια παρέα «απατεώνων» σε ένα εστιατόριο ξενοδοχείου στο Κατάρ από μια «κυβέρνηση» που δρα στην μεγαλύτερη πόλη της χώρας.
Ο διάδρομος επίσης από το Ιντλίμπ έως το Χαλέπι επέτρεπε να υπολογίζουν σε μια σταθερή δίοδο εφοδιασμού από τα τουρκικά σύνορα.
Το αποτέλεσμα ήταν στο Χαλέπι να δρα τώρα η ισχυρότερη και η πιο αξιόμαχη ομάδα των τζιχαντιστών και των «μετριοπαθών» της αντιπολίτευσης, αλλά εντελώς περικυκλωμένη και στερημένη προφανών οδών εφοδιασμού. Η μαχητική της ικανότητα επιβεβαιώνεται και από τις τακτικές απόπειρες άρσης του αποκλεισμού, μεταξύ αυτών και των γνωστών μαχών στα νοτιο-δυτικά της πόλης, όπου για την αναχαίτιση της επιχείρησης διάνοιξης διαδρόμου απαιτήθηκαν σοβαρές προσπάθειες των κυβερνητικών στρατευμάτων και της ρωσικής αεροπορίας. Περισσότερο ισχυρά, εμπειροπόλεμα και πειθαρχημένα στρατιωτικά τμήματα η αντιπολίτευση, όλων των αποχρώσεων, δεν διαθέτει σε όλη τη Συρία.
Η εξολόθρευση αυτής της ομάδας θα σημάνει αν όχι την νίκη στον εμφύλιο πόλεμο, σίγουρα τη ριζική στροφή του υπέρ της Δαμασκού. Και είναι κατανοητός ο πειρασμός του Συριακού Γενικού Επιτελείου να επιλύσει το πρόβλημα με ένα μόνο κτύπημα. Ο πόλεμος κράτησε πολύ καιρό, και η διάλυση των κύριων δυνάμεων των ανταρτών τώρα είναι μια προφανής ευκαιρία. Για τη Δαμασκό, για κάποιο χρονικό διάστημα, υπήρχε η δυνατότητα επιλογής. Μπορούσε να επιλέξει μια μακρύτερη διαδρομή. Για παράδειγμα, να προέλαυνε από την Παλμύρα στην Ντέιρ αλ Ζορ και στη συνέχεια να περικυκλώσει τη Ράκκα, ώστε να απέκλειε εντελώς τις δυνάμεις των τζιχαντιστών, αλλά το σχέδιο αυτό θα απαιτούσε την διενέργεια εχθροπραξιών για ακαθόριστο ακόμη διάστημα.
Το στρατιωτικό δυναμικό τζιχαντιστών και «μετριοπαθών» μετά από την εξολόθρευση της ομάδας στο Χαλέπι δεν πρόκειται ποτέ να ανακάμψει. Και ο κυβερνητικός στρατός με τη σειρά του, θα απελευθερώσει γιγαντιαίες, για τα τοπικά δεδομένα δυνάμεις, τις οποίες θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει σε οποιοδήποτε άλλο σημείο. Από πρακτικής απόψεως το αποτέλεσμα αυτό είναι αναπόφευκτο – δεν έχουν καμία πιθανότητα επιβιώσουν και να ξεφύγουν οι τρομοκράτες από το ανατολικό Χαλέπι.
Η συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου και των μόνιμων συνεπειών του έπιασαν εξ απήνης τους Δυτικούς και τη Τουρκία, γεγονός που οδήγησε στην εκρηκτική αύξηση της πολιτικής και στρατιωτικής δραστηριότητας για τη διάσωση της εγκλωβισμένης ομάδας. Η κατάληψη του Χαλεπιού θα οδηγήσει στην κατάρρευση όλου του συστήματος της «βόρειας ζώνης» και θα ανοίξει το δρόμο για τα κυβερνητικά στρατεύματα προς την Ιντλίμπ και στη συνέχεια στα τουρκικά σύνορα.
Στην πραγματικότητα, η Ιντλίμπ έχει μετατραπεί σήμερα στο επιτελικό κέντρο των τζιχαντιστών και των «μετριοπαθών» και ο δρόμος προς αυτή την πόλη ανοίγει μόνον μετά από την κατάληψη του Χαλεπιού. Οι παρατεινόμενες μάχες τον περασμένο χρόνο στην ορεινή περιοχή της Λαττάκειας και της Ιντλίμπ έδειξαν ότι η προώθηση από τον νότο προς το βορρά και την Ιντλίμπ τεχνικά είναι πολύ δύσκολη να πραγματοποιηθεί και συνεπάγεται σοβαρές ανθρώπινες απώλειες. Το Χαλέπι, μεταξύ άλλων, είναι ακόμη το διαμετακομιστικό κέντρο του βορείου τμήματος της Συρίας και σε αυτόν τον πόλεμο, όπως και στην εποχή των ναπολεόντειων εκστρατειών, οι δρόμοι παίζουν έναν κομβικό ρόλο.
Η εξολόθρευση του τζιχαντιστικού θύλακα στο ανατολικό Χαλέπι θα οδηγήσει και στην αποκατάσταση της επικοινωνίας με το συριακό Κουρδιστάν, κάτι που θα έχει και πολιτικές συνέπειες. Οι Κούρδοι δεν είναι πάντοτε ρεαλιστές στην επιλογή των συμμάχων τους, αλλά σε αυτήν την περίπτωση δεν θα έχουν επιλογή, παρά να στραφούν εκ νέου σε μια συμμαχία με την Δαμασκό. Και αυτό με τη σειρά του θα σημάνει ένα πλήγμα για τις ΗΠΑ.
Αλλά εκτός των προφανών στρατιωτικών και στρατηγικών συνεπειών η μάχη του Χαλεπιού έχει και ψυχολογική συνιστώσα. Η Δαμασκός επανειλημμένως δίστασε να επιλέξει στόχο για την κύρια επίθεση, και αρκετές φορές αστόχησε. Το 2015 έφερε αρκετές απογοητεύσεις με τη μορφή των αποτυχημένων προσπαθειών να καταστείλει τα μέτωπα στη Χάμα και στη Χομς, τη στασιμότητα μετά την απελευθέρωση της Παλμύρας και τις μάχες χαμηλής έντασης στα ορεινά. Μόνον το τελευταίο εξάμηνο η πλειοψηφία των δευτερευόντων σημείων αντιπαράθεσης έχουν εξαλειφθεί, κάτι που επέτρεψε να μιλάμε για την υπεροχή του κυβερνητικού στρατού. Αλλά ριζική στροφή του πολέμου ακόμη δεν έχει συμβεί. Απαιτείται κάτι χειροπιαστό, κάτι που να το επιδείξει στους αμφιταλαντευόμενους και σε όλον τον κόσμο. Και μετά την Παλμύρα τέτοια ζωντανή απόδειξη μπορεί να γίνει η απελευθέρωση του Χαλεπιού. Αν συμβεί αυτό δεν γίνεται καν λόγος για ανατροπή του Άσσαντ, και όλη η στρατηγική της Δύσης στη Συρία γίνεται θρύψαλα.
Η ομαδική υστερία που λαμβάνει χώρα τις τελευταίες ημέρες στους δυτικούς εταίρους συνδέεται αποκλειστικά με αυτήν την εξέλιξη. Οι αναφορές για την «ανθρωπιστική κρίση» και τα ατελείωτα ρεπορτάζ του CNN, στα οποία οπωσδήποτε θα υπάρχει κάποιο μωρό, κυρίως κοριτσάκι με κοτσίδες, οφείλεται αποκλειστικά σε αυτό το γεγονός. Ένα μεγάλο ποσοστό ανάμεσα στους Σύρους στρατηγούς, όπως και μεταξύ των συμμάχων τους, ήσαν ενοχλημένοι από τις συνεχείς παύσεις στην επίθεση στο Χαλέπι λόγω πολιτικών και ανθρωπιστικών λόγων. Πρόσφατα, το σύστημα των «διαδρόμων» θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξουδετέρωση του θύλακα των τζιχαντιστών στα ανατολικά προάστια της Δαμασκού, όμως η πλειοψηφία των μαχητών μεταφέρθηκε με την άνεσή της στα ιδεολογικά της αδέλφια στην Ιντλίμπ. Οι Σύροι στρατιωτικοί έχουν εξοργιστεί με αυτήν την εξέλιξη.
Με τη σειρά της η Δύση ήδη από τότε άρχισε να κατηγορεί τη συριακή κυβέρνηση για «απαράδεκτες τακτικές», που συμπεριελάμβαναν τον αποκλεισμό κατοικημένης περιοχής και εν συνεχεία την πρόταση για εθελοντική αποχώρηση των ανταρτών. Κατά τους Δυτικούς, το διάστημα που οι περικυκλωμένοι τρομοκράτες σκέφτονταν την πρόταση που τους είχε γίνει, υπέφερε ο άμαχος πληθυσμός. Δηλαδή αν είχε αρχίσει μετωπική επίθεση προς την κατοικημένη περιοχή, ο άμαχος πληθυσμός θα υπέφερε λιγότερο;
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων η μάχη για το Χαλέπι έχει αναχθεί σε αποφασιστική μάχη όχι μόνον για τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία αλλά και για την παγκόσμια αντιπαράθεση στην Μέση Ανατολή, στην οποία συμμετέχουν οι ισχυρότεροι παίκτες του πλανήτη. Από στρατιωτικής απόψεως το αποτέλεσμα είναι προφανές, ωστόσο τα πολιτικά και στρατηγικά παιχνίδια μπορούν να το αναπροσανατολίσουν. Οι ηττημένοι επιδιώκουν να καθυστερήσουν την βέβαιη έκβαση της μάχης, και ο κυβερνητικός στρατός με τους συμμάχους του έχουν εξαγριωθεί, μεταξύ άλλων, και για την υποκρισία της «ομάδας υποστήριξης» των αντιπάλων τους. Η κλασσική συνέργεια είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού πολλαπλών παραγόντων οι οποίοι στο Χαλέπι είναι εκατοντάδες φορές ισχυρότερος από τον κάθε παράγοντα χωριστά.
Οι «διπλωματικές
μάχες» γύρω από τη Συρία, που το τελευταίο διάστημα έχουν λάβει χαρακτήρα
εκτόξευσης συνεχών κατηγοριών της Δύσης εναντίον της Ρωσίας, έχουν σχέση με τις
στρατιωτικές μάχες που γίνονται στη χώρα...
Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους παρακολουθούν
την κατατρόπωση των Σύρων μαχητών στο Χαλέπι και γνωρίζουν ότι αυτό θα προκαλέσει
θεμελιώδεις ανατροπές και όχι μόνον στη συγκεκριμένη περιοχή.
Έχει γίνει κοινός τόπος να θεωρούμε ότι η μάχη για το Χαλέπι σχετίζεται αποκλειστικά με το μέγεθός και τη γεωγραφική του θέση. Πριν τον πόλεμο, το Χαλέπι, με τα περισσότερα από 2 εκατομμύρια κατοίκους, ήταν η μεγαλύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας, η οικονομική πρωτεύουσα, για να μην αναφέρουμε την πολιτιστική σημασία μιας από τις αρχαιότερες πόλεις του ανθρώπινου πολιτισμού. Λίγο πριν το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου το Χαλέπι, όπως, εξάλλου και όλη η Συρία, βίωνε ένα είδος «χρυσής εποχής». Είχε μάλιστα αναγνωριστεί και ως η «πρωτεύουσα του ισλαμικού κόσμου», παρά την πολυπολιτισμικότητα και πολυθρησκευτικότητά του.
Τώρα είναι ένας σωρός από ερείπια, στα οποία σε άθλιες συνθήκες ζουν (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη λέξη) όχι περισσότεροι από 300-350 χιλιάδες άνθρωποι. Οικονομία στο Χαλέπι δεν υφίσταται, οι υποδομές έχουν καταστραφεί. Και ηχεί περίεργα το επιχείρημα ότι δήθεν η κατάληψη του ανατολικού ενός τρίτου του Χαλεπιού είναι αναγκαία για τον Άσσαντ για να ενισχύσει την οικονομία της χώρας και για να στρατολογήσει κόσμο για το στρατό του. Αντιθέτως, η επιστροφή του πλήρους ελέγχου του Χαλεπιού θα απαιτήσει τεράστιες επενδύσεις για την αποκατάσταση της πόλης, όπως συνέβη και με τις συνοικίες της Δαμασκού, οι οποίες καταλήφθηκαν εκ νέου από την κυβέρνηση αφού ήσαν για κάποια χρόνια υπό τον έλεγχο των τζιχαντιστών. Επίσης, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα υπάρξει μαζική επιστροφή στο Χαλέπι όλων των προσφύγων που το έχουν εγκαταλείψει. Πολλοί από αυτούς είναι ήδη στην Ευρώπη ή στην Τουρκία. Ο πληθυσμός δε, που για χρόνια έζησε υπό την εξουσία των τζιχαντιστών, πρέπει αρχικώς να «φιλτραριστεί» προσεκτικά, ενώ για καθαρά ψυχολογικούς λόγους δεν είναι σε θέση να συνεχίσει τον πόλεμο.
Στην αρχή, την άνοιξη του 2012, ομάδες των τζιχαντιστών και της αντιπολίτευσης πυροδότησαν τον πόλεμο γύρω από το Χαλέπι. Τότε έγιναν πολλές τρομοκρατικές επιθέσεις από βομβιστές αυτοκτονίας, ενώ το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου άρχισαν οι οδομαχίες, αρχικώς στα προάστια και έπειτα στο ιστορικό κέντρο και στις γειτονιές των διαφόρων εθνοτήτων. Για την αντιπολίτευση, η οποία ήδη από τότε διέθετε βαρύ οπλισμό και τεθωρακισμένα, ο έλεγχος του Χαλεπιού και της Ιντλίμπ σήμαινε τη δημιουργία στα βόρεια της χώρας ενός συμπαγούς εφαλτηρίου, από το οποίο θα μπορούσε να προελάσει προς τη Δαμασκό. Επιπλέον, η διατήρηση ενός τέτοιου σημαντικού πληθυσμιακού κέντρου θα επέτρεπε τη δημιουργία κάθε είδους «κυβέρνησης», στο όνομα της οποίας και θα συνεχιζόταν ο πόλεμος με την κυβέρνηση Άσσαντ, λαμβάνοντας βοήθεια από το εξωτερικό. Ωστόσο, είχε μεγάλη διαφορά μια παρέα «απατεώνων» σε ένα εστιατόριο ξενοδοχείου στο Κατάρ από μια «κυβέρνηση» που δρα στην μεγαλύτερη πόλη της χώρας.
Ο διάδρομος επίσης από το Ιντλίμπ έως το Χαλέπι επέτρεπε να υπολογίζουν σε μια σταθερή δίοδο εφοδιασμού από τα τουρκικά σύνορα.
Όλα πήγαιναν σύμφωνα με
το σχέδιο. Όμως, το επιμελημένο σχέδιο χάλασε από την απροσδόκητα ισχυρή
αντίσταση μερικών τμημάτων του στρατού και των τοπικών πολιτοφυλακών, όπως για
παράδειγμα στην περιοχή του αεροδρομίου και της στρατιωτικής αεροπορικής βάσης Kweiris. Ο εφοδιασμός της πόλης και του
στρατού επανειλημμένως διακόπτεται. Τελικά οι μάχες για τον έλεγχο των στρατηγικών
οδών, που οδηγούν στο Χαλέπι, έγιναν καίριο τμήμα της μάχης για την ίδια την πόλη,
ακόμη και αν πραγματοποιούνταν αρκετές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Μια σημαντική
ιδιαιτερότητα του πολέμου στη Συρία
είναι ότι πάντοτε τα μεγέθη είναι μικρά –όλες οι πλευρές της σύγκρουσης
διαθέτουν περιορισμένους ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους, και γι’ αυτό στα
μέτωπα χρησιμοποιούνται μικρές μονάδες. Ως αποτέλεσμα αυτής της πραγματικότητας
απαιτείται μονίμως η μεταφορά σε κομβικά σημεία των μετώπων δυνάμεων από άλλες περιοχές.
Επιπλέον, ένα απόσπασμα μερικών δεκάδων ανθρώπων που έχει καταλάβει ένα ύψωμα
πάνω από το δρόμο, μπορεί να εγκλωβίσει μια πόλη ενός εκατομμυρίου. Έως και
πρόσφατα οι τζιχαντιστές μπορούσαν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, απ’ ότι οι
κυβερνητικές δυνάμεις, να δημιουργήσουν ομάδες κρούσης και, διατρέχοντας την
έρημο με τα κατάλληλα διαμορφωμένα αγροτικά τους αυτοκίνητα, να αποκλείουν τους
δρόμους. Έτσι, όμως, σταδιακά στο Χαλέπι αντλήθηκαν σημαντικές για τα τοπικά δεδομένα
δυνάμεις. Οι σκληρές οδομαχίες απαιτούσαν διαρκείς ενισχύσεις, και στη πόλη
άρχισαν να μεταφέρονται τμήματα τζιχαντιστών από την έρημο, από τη Ράκκα, την
Παλμύρα, ακόμη και από την Χάμα και την Χομς.
Το αποτέλεσμα ήταν στο Χαλέπι να δρα τώρα η ισχυρότερη και η πιο αξιόμαχη ομάδα των τζιχαντιστών και των «μετριοπαθών» της αντιπολίτευσης, αλλά εντελώς περικυκλωμένη και στερημένη προφανών οδών εφοδιασμού. Η μαχητική της ικανότητα επιβεβαιώνεται και από τις τακτικές απόπειρες άρσης του αποκλεισμού, μεταξύ αυτών και των γνωστών μαχών στα νοτιο-δυτικά της πόλης, όπου για την αναχαίτιση της επιχείρησης διάνοιξης διαδρόμου απαιτήθηκαν σοβαρές προσπάθειες των κυβερνητικών στρατευμάτων και της ρωσικής αεροπορίας. Περισσότερο ισχυρά, εμπειροπόλεμα και πειθαρχημένα στρατιωτικά τμήματα η αντιπολίτευση, όλων των αποχρώσεων, δεν διαθέτει σε όλη τη Συρία.
Η εξολόθρευση αυτής της ομάδας θα σημάνει αν όχι την νίκη στον εμφύλιο πόλεμο, σίγουρα τη ριζική στροφή του υπέρ της Δαμασκού. Και είναι κατανοητός ο πειρασμός του Συριακού Γενικού Επιτελείου να επιλύσει το πρόβλημα με ένα μόνο κτύπημα. Ο πόλεμος κράτησε πολύ καιρό, και η διάλυση των κύριων δυνάμεων των ανταρτών τώρα είναι μια προφανής ευκαιρία. Για τη Δαμασκό, για κάποιο χρονικό διάστημα, υπήρχε η δυνατότητα επιλογής. Μπορούσε να επιλέξει μια μακρύτερη διαδρομή. Για παράδειγμα, να προέλαυνε από την Παλμύρα στην Ντέιρ αλ Ζορ και στη συνέχεια να περικυκλώσει τη Ράκκα, ώστε να απέκλειε εντελώς τις δυνάμεις των τζιχαντιστών, αλλά το σχέδιο αυτό θα απαιτούσε την διενέργεια εχθροπραξιών για ακαθόριστο ακόμη διάστημα.
Το στρατιωτικό δυναμικό τζιχαντιστών και «μετριοπαθών» μετά από την εξολόθρευση της ομάδας στο Χαλέπι δεν πρόκειται ποτέ να ανακάμψει. Και ο κυβερνητικός στρατός με τη σειρά του, θα απελευθερώσει γιγαντιαίες, για τα τοπικά δεδομένα δυνάμεις, τις οποίες θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει σε οποιοδήποτε άλλο σημείο. Από πρακτικής απόψεως το αποτέλεσμα αυτό είναι αναπόφευκτο – δεν έχουν καμία πιθανότητα επιβιώσουν και να ξεφύγουν οι τρομοκράτες από το ανατολικό Χαλέπι.
Η συνειδητοποίηση του αναπόφευκτου και των μόνιμων συνεπειών του έπιασαν εξ απήνης τους Δυτικούς και τη Τουρκία, γεγονός που οδήγησε στην εκρηκτική αύξηση της πολιτικής και στρατιωτικής δραστηριότητας για τη διάσωση της εγκλωβισμένης ομάδας. Η κατάληψη του Χαλεπιού θα οδηγήσει στην κατάρρευση όλου του συστήματος της «βόρειας ζώνης» και θα ανοίξει το δρόμο για τα κυβερνητικά στρατεύματα προς την Ιντλίμπ και στη συνέχεια στα τουρκικά σύνορα.
Στην πραγματικότητα, η Ιντλίμπ έχει μετατραπεί σήμερα στο επιτελικό κέντρο των τζιχαντιστών και των «μετριοπαθών» και ο δρόμος προς αυτή την πόλη ανοίγει μόνον μετά από την κατάληψη του Χαλεπιού. Οι παρατεινόμενες μάχες τον περασμένο χρόνο στην ορεινή περιοχή της Λαττάκειας και της Ιντλίμπ έδειξαν ότι η προώθηση από τον νότο προς το βορρά και την Ιντλίμπ τεχνικά είναι πολύ δύσκολη να πραγματοποιηθεί και συνεπάγεται σοβαρές ανθρώπινες απώλειες. Το Χαλέπι, μεταξύ άλλων, είναι ακόμη το διαμετακομιστικό κέντρο του βορείου τμήματος της Συρίας και σε αυτόν τον πόλεμο, όπως και στην εποχή των ναπολεόντειων εκστρατειών, οι δρόμοι παίζουν έναν κομβικό ρόλο.
Η εξολόθρευση του τζιχαντιστικού θύλακα στο ανατολικό Χαλέπι θα οδηγήσει και στην αποκατάσταση της επικοινωνίας με το συριακό Κουρδιστάν, κάτι που θα έχει και πολιτικές συνέπειες. Οι Κούρδοι δεν είναι πάντοτε ρεαλιστές στην επιλογή των συμμάχων τους, αλλά σε αυτήν την περίπτωση δεν θα έχουν επιλογή, παρά να στραφούν εκ νέου σε μια συμμαχία με την Δαμασκό. Και αυτό με τη σειρά του θα σημάνει ένα πλήγμα για τις ΗΠΑ.
Αλλά εκτός των προφανών στρατιωτικών και στρατηγικών συνεπειών η μάχη του Χαλεπιού έχει και ψυχολογική συνιστώσα. Η Δαμασκός επανειλημμένως δίστασε να επιλέξει στόχο για την κύρια επίθεση, και αρκετές φορές αστόχησε. Το 2015 έφερε αρκετές απογοητεύσεις με τη μορφή των αποτυχημένων προσπαθειών να καταστείλει τα μέτωπα στη Χάμα και στη Χομς, τη στασιμότητα μετά την απελευθέρωση της Παλμύρας και τις μάχες χαμηλής έντασης στα ορεινά. Μόνον το τελευταίο εξάμηνο η πλειοψηφία των δευτερευόντων σημείων αντιπαράθεσης έχουν εξαλειφθεί, κάτι που επέτρεψε να μιλάμε για την υπεροχή του κυβερνητικού στρατού. Αλλά ριζική στροφή του πολέμου ακόμη δεν έχει συμβεί. Απαιτείται κάτι χειροπιαστό, κάτι που να το επιδείξει στους αμφιταλαντευόμενους και σε όλον τον κόσμο. Και μετά την Παλμύρα τέτοια ζωντανή απόδειξη μπορεί να γίνει η απελευθέρωση του Χαλεπιού. Αν συμβεί αυτό δεν γίνεται καν λόγος για ανατροπή του Άσσαντ, και όλη η στρατηγική της Δύσης στη Συρία γίνεται θρύψαλα.
Η ομαδική υστερία που λαμβάνει χώρα τις τελευταίες ημέρες στους δυτικούς εταίρους συνδέεται αποκλειστικά με αυτήν την εξέλιξη. Οι αναφορές για την «ανθρωπιστική κρίση» και τα ατελείωτα ρεπορτάζ του CNN, στα οποία οπωσδήποτε θα υπάρχει κάποιο μωρό, κυρίως κοριτσάκι με κοτσίδες, οφείλεται αποκλειστικά σε αυτό το γεγονός. Ένα μεγάλο ποσοστό ανάμεσα στους Σύρους στρατηγούς, όπως και μεταξύ των συμμάχων τους, ήσαν ενοχλημένοι από τις συνεχείς παύσεις στην επίθεση στο Χαλέπι λόγω πολιτικών και ανθρωπιστικών λόγων. Πρόσφατα, το σύστημα των «διαδρόμων» θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξουδετέρωση του θύλακα των τζιχαντιστών στα ανατολικά προάστια της Δαμασκού, όμως η πλειοψηφία των μαχητών μεταφέρθηκε με την άνεσή της στα ιδεολογικά της αδέλφια στην Ιντλίμπ. Οι Σύροι στρατιωτικοί έχουν εξοργιστεί με αυτήν την εξέλιξη.
Με τη σειρά της η Δύση ήδη από τότε άρχισε να κατηγορεί τη συριακή κυβέρνηση για «απαράδεκτες τακτικές», που συμπεριελάμβαναν τον αποκλεισμό κατοικημένης περιοχής και εν συνεχεία την πρόταση για εθελοντική αποχώρηση των ανταρτών. Κατά τους Δυτικούς, το διάστημα που οι περικυκλωμένοι τρομοκράτες σκέφτονταν την πρόταση που τους είχε γίνει, υπέφερε ο άμαχος πληθυσμός. Δηλαδή αν είχε αρχίσει μετωπική επίθεση προς την κατοικημένη περιοχή, ο άμαχος πληθυσμός θα υπέφερε λιγότερο;
Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων η μάχη για το Χαλέπι έχει αναχθεί σε αποφασιστική μάχη όχι μόνον για τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία αλλά και για την παγκόσμια αντιπαράθεση στην Μέση Ανατολή, στην οποία συμμετέχουν οι ισχυρότεροι παίκτες του πλανήτη. Από στρατιωτικής απόψεως το αποτέλεσμα είναι προφανές, ωστόσο τα πολιτικά και στρατηγικά παιχνίδια μπορούν να το αναπροσανατολίσουν. Οι ηττημένοι επιδιώκουν να καθυστερήσουν την βέβαιη έκβαση της μάχης, και ο κυβερνητικός στρατός με τους συμμάχους του έχουν εξαγριωθεί, μεταξύ άλλων, και για την υποκρισία της «ομάδας υποστήριξης» των αντιπάλων τους. Η κλασσική συνέργεια είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού πολλαπλών παραγόντων οι οποίοι στο Χαλέπι είναι εκατοντάδες φορές ισχυρότερος από τον κάθε παράγοντα χωριστά.