Έζησαν τον 3ο αιώνα μ.Χ., στα χρόνια του διώκτη των Χριστιανών Δεκίου. Αφού μοίρασαν όλα τα υπάρχοντά τους στους πτωχούς, μπήκαν σε μια σπηλιά και παρακάλεσαν τον Θεόν να τους πάρη κοντά του και να μην επιτρέψη να παραδοθούν στον ειδωλολάτρη βασιλέα.
Ο Δέκιος όταν ήλθε στην Έφεσο, ζήτησε να παρουσιαστούν μπροστά του και να θυσιάσουν στα είδωλα. Όταν πληροφορήθηκε ότι “απέθαναν” σε μια σπηλιά, διέταξε να φράξουν το στόμιό της. Έτσι έμειναν να κοιμούνται τόσα πολλά χρόνια και όταν εξύπνησαν νόμισαν ότι είχαν κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Εξύπνησαν κατά τα χρόνια της βασιλείας Θεοδοσίου του μικρού, τότε που μια αίρεση υποστήριζε ότι δεν υπάρχει ανάσταση νεκρών. Έτσι, ο Θεός φανέρωσε με το θαύμα αυτό, ότι κατά τον ίδιο τρόπο θα αναστηθούν όλοι οι κεκοιμημένοι κατά την ημέρα της Κρίσεως, στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου.
Εδώ θα πρέπη να σημειωθή ότι τα χαρακτηριστικά τους δεν αλλοιώθηκαν καθόλου από τον χρόνο, αλλά ούτε και τα ρούχα τους είχαν υποστή την παραμικρή φθορά από την υγρασία της σπηλιάς.
Όταν ξύπνησαν από τον βαθύ αυτόν ύπνο, αισθάνθηκαν να πεινούν και ένας από αυτούς βγήκε, αφού εν τω μεταξύ είχε αποφραχθή το στόμιο του σπηλαίου, και κατέβηκε στην Έφεσο να ψωνίση τρόφιμα. Τότε έγινε κάτι το ασυνήθιστο. Τον περικύκλωσαν πολλοί από τους κατοίκους της πόλεως και ζητούσαν να μάθουν που βρήκε αυτόν τον θησαυρό. Γιατί από τα χρήματα που κρατούσε, νόμισαν ότι βρήκε θησαυρό από αρχαία νομίσματα και τον έσυραν στις Αρχές για ανάκριση. Τελικά, μετά την ανάκριση και τις έρευνες έγινε γνωστόν το συγκλονιστικό αυτό γεγονός και έτρεξαν όλοι στο σπήλαιο, γεμάτοι δέος και θαυμασμό, για να τους δούν όλους από κοντά. Και ενώ συνομιλούσαν, οι επτά Παίδες είπαν ότι νυστάζουν και θέλουν να κοιμηθούν. Και πράγματι έγειραν το κεφάλι και κοιμήθηκαν μέχρι την ημέρα της κοινής Αναστάσεως.
Τα ονόματά τους είναι: Μαξιμιλιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος (ή Ιωάννης), Κωνσταντίνος και Εξακουστοδιανός.
διαβάστε εκτενέστερο συναξάρι των αγίων εδώ
***************************************************************************************
ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, όπως άλλωστε και ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος.
Η συγκλονιστική ιστορία των επτά παίδων στην Έφεσο φανερώνει την αλήθεια ότι ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, όπως άλλωστε και ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος. Ο Χριστός κατήργησε τον θάνατο, αλλά επέτρεψε να υπάρχη ο πρόσκαιρος χωρισμός της ψυχής από το σώμα, από μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία, για να μη γίνη το κακόν αθάνατο. Και όπως οι επτά Παίδες εξύπνησαν από τον ύπνο, στον οποίον είχαν παραδοθεί κατά παραχώρηση του Θεού, τριακόσια εβδομηνταδύο χρόνια, έτσι όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Στο “Μικρό Ευχολόγιο” της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπάρχει “Ευχή των Επτά Παίδων εις ασθενή και μη υπνούντα”, η οποία διαβάζεται από τον Ιερέα σε όσους έχουν προβλήματα με τον ύπνο, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής: “Αλλά και τους αγίους σου και ενδόξους επτά Παίδας, ομολογητάς και μάρτυρας της σής επιφανείας αναδείξας, εν ταις ημέραις Δεκίου του βασιλέως και αποστάτου, και τούτους κοιμήσας εν σπηλαίω έτη τριακόσια εβδομήκοντα δύο, ωσεί βρέφη θάλποντα εν τη νηδύϊ της αυτών μητρός, και μηδόλως υπομείναντας φθοράν, εις έπαινον και δόξαν της φιλανθρωπίας σου, εις ένδειξιν και βεβαίωσιν ημών της παλιγγενεσίας και αναστάσεως πάντων…” (Έκδ. Απ. Διακ., 1974, σελ. 278).
Η βίωση του τρόπου ζωής που διδάσκει η Εκκλησία οδηγεί στην προσωπική κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, και στην υπέρβαση του θανάτου στα όρια της προσωπικής ζωής. Τότε ο άνθρωπος, όχι μόνον δεν φοβάται τον θάνατο, αλλά όπως ο Απόστολος Παύλος “επιθυμεί αναλύσαι και σύν Χριστώ είναι”.
Εδώ θα πρέπη να σημειωθή ότι τα χαρακτηριστικά τους δεν αλλοιώθηκαν καθόλου από τον χρόνο, αλλά ούτε και τα ρούχα τους είχαν υποστή την παραμικρή φθορά από την υγρασία της σπηλιάς.
Όταν ξύπνησαν από τον βαθύ αυτόν ύπνο, αισθάνθηκαν να πεινούν και ένας από αυτούς βγήκε, αφού εν τω μεταξύ είχε αποφραχθή το στόμιο του σπηλαίου, και κατέβηκε στην Έφεσο να ψωνίση τρόφιμα. Τότε έγινε κάτι το ασυνήθιστο. Τον περικύκλωσαν πολλοί από τους κατοίκους της πόλεως και ζητούσαν να μάθουν που βρήκε αυτόν τον θησαυρό. Γιατί από τα χρήματα που κρατούσε, νόμισαν ότι βρήκε θησαυρό από αρχαία νομίσματα και τον έσυραν στις Αρχές για ανάκριση. Τελικά, μετά την ανάκριση και τις έρευνες έγινε γνωστόν το συγκλονιστικό αυτό γεγονός και έτρεξαν όλοι στο σπήλαιο, γεμάτοι δέος και θαυμασμό, για να τους δούν όλους από κοντά. Και ενώ συνομιλούσαν, οι επτά Παίδες είπαν ότι νυστάζουν και θέλουν να κοιμηθούν. Και πράγματι έγειραν το κεφάλι και κοιμήθηκαν μέχρι την ημέρα της κοινής Αναστάσεως.
Τα ονόματά τους είναι: Μαξιμιλιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Αντωνίνος (ή Ιωάννης), Κωνσταντίνος και Εξακουστοδιανός.
διαβάστε εκτενέστερο συναξάρι των αγίων εδώ
***************************************************************************************
ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, όπως άλλωστε και ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος.
Η συγκλονιστική ιστορία των επτά παίδων στην Έφεσο φανερώνει την αλήθεια ότι ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος, όπως άλλωστε και ο ύπνος είναι ένας μικρός θάνατος. Ο Χριστός κατήργησε τον θάνατο, αλλά επέτρεψε να υπάρχη ο πρόσκαιρος χωρισμός της ψυχής από το σώμα, από μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία, για να μη γίνη το κακόν αθάνατο. Και όπως οι επτά Παίδες εξύπνησαν από τον ύπνο, στον οποίον είχαν παραδοθεί κατά παραχώρηση του Θεού, τριακόσια εβδομηνταδύο χρόνια, έτσι όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν κατά την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Στο “Μικρό Ευχολόγιο” της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπάρχει “Ευχή των Επτά Παίδων εις ασθενή και μη υπνούντα”, η οποία διαβάζεται από τον Ιερέα σε όσους έχουν προβλήματα με τον ύπνο, στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής: “Αλλά και τους αγίους σου και ενδόξους επτά Παίδας, ομολογητάς και μάρτυρας της σής επιφανείας αναδείξας, εν ταις ημέραις Δεκίου του βασιλέως και αποστάτου, και τούτους κοιμήσας εν σπηλαίω έτη τριακόσια εβδομήκοντα δύο, ωσεί βρέφη θάλποντα εν τη νηδύϊ της αυτών μητρός, και μηδόλως υπομείναντας φθοράν, εις έπαινον και δόξαν της φιλανθρωπίας σου, εις ένδειξιν και βεβαίωσιν ημών της παλιγγενεσίας και αναστάσεως πάντων…” (Έκδ. Απ. Διακ., 1974, σελ. 278).
Η βίωση του τρόπου ζωής που διδάσκει η Εκκλησία οδηγεί στην προσωπική κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, και στην υπέρβαση του θανάτου στα όρια της προσωπικής ζωής. Τότε ο άνθρωπος, όχι μόνον δεν φοβάται τον θάνατο, αλλά όπως ο Απόστολος Παύλος “επιθυμεί αναλύσαι και σύν Χριστώ είναι”.
Πηγή