Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016

H Τροία δε θα παρθεί αν δεν πολεμήσει ο Αχιλλέας

Απ’ τον γάμο του ήρωα Πηλέα με τη θεϊκιά νεροκόρη Θέτιδα, γεννήθηκε ένα αγόρι.
Μια προφητεία είχε πει:
«Ο γιος θα γίνει απ’ τον πατέρα δυνατότερος». Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για τη μητέρα. Η Θέτιδα λαχταρούσε για τον κανακάρη της κάτι περισσότερο, την αθανασία. Γι’ αυτό βούτηξε τον μικρό Αχιλλέα στα φοβερά νερά της Στυγός, κρατώντας τον απ’ τη φτέρνα. Έτσι, όλο το κορμί του έγινε απείραχτο απ’ τη φθορά κι απ’ το θάνατο. Όλο, εκτός απ’ τη φτέρνα.
Έπειτα, η Θέτιδα παράτησε τα γήινα παλάτια της και ξαναγύρισε στο νερένιο βασίλειο, κοντά στον πατέρα της, το θαλάσσιο γέροντα και τις αδελφές της τις Νηρηίδες. Μα κι από κει δεν έπαψε να νοιάζεται για το παιδί της.
Ο Πηλέας πήρε το γιο του και τον ανέβασε στο Πήλιο, εκεί που ήταν η σπηλιά του σοφού Κενταύρου Χείρωνα, το μεγάλο σχολειό των Ελλήνων ηρώων. Ο δάσκαλος είδε με χαρά τον παλιό μαθητή του και πήρε απ’ το χέρι το παιδί.
Ο Αχιλλέας ανατράφηκε με πολλή φροντίδα. Εντόσθια λιονταριού και κάπρου και μεδούλι αρκούδας ήταν η τροφή του, έτσι λένε. Γι’ αυτό, απόχτησε δύναμη αφάνταστη κι ακαταδάμαστο θάρρος. Έμαθε γράμματα, μουσική και γιατρική. Έμαθε ακόμα, το πιο σπουδαίο, να σέβεται τους θεούς, να περιφρονεί την καλοπέραση και ν’ αγαπά τη δικαιοσύνη. Έγινε δηλαδή ένας τέλειος ήρωας.
Απαρόμοιαστη η δεξιοσύνη του στο κυνήγι. Τα καλά του πατέρα του. Μα τον ξεπέρασε τον Πηλέα. Πάλευε με τα λιοντάρια και τους έπαιρνε τα μικρά, κυνηγούσε τ’ αγριογούρουνα. Στο τρέξιμο μπορούσε να παραβγεί με τα γρηγορότερα ελάφια και τα ’πιανε ζωντανά.
Στο μεταξύ, η Ελλάδα, χρόνια τώρα, ετοίμαζε τις δυνάμεις της, καράβια και στρατεύματα για τη μεγάλη εκστρατεία. Μα ο μάντης Κάλχας, με τ’ όνομα, το διαλάλησε, πως η Τροία δε θα παρθεί αν δεν πολεμήσει ο Αχιλλέας.
Όταν έμαθε η μάνα Θέτιδα το χρησμό, πήρε τον γιο της, παλικαράκι πια, τον έντυσε με γυναικεία ρούχα και τον πήγε στη Σκύρο. Εκεί τον παρουσίασε στο βασιλιά Λυκομήδη σαν κορίτσι και τον παρακάλεσε να τον αναθρέψει, μαζί με τις κόρες του. Γιατί η θεϊκιά μητέρα το ’ξερε, πως αν ο γιος της πήγαινε στην Τροία, δεν ήτανε γραφτό του να γυρίσει. Μα ποιος μπορεί να ξεφύγει τη βουλή της μοίρας; Το παιχνίδι δε βάσταξε πολύ.
Ακούστηκε λόγος στις ελληνικές πολιτείες πως ο νεαρός ήρωας κρύβεται στην αυλή του Λυκομήδη. Στείλανε λοιπόν οι βασιλιάδες στη Σκύρο τον πονηρότερο απ’ τους Έλληνες, τον Οδυσσέα. Κι αυτός τα κατάφερε μια χαρά.
Πέρασε από το παλάτι, τάχατε γυρολόγος, πραματευτής. Οι βασιλοπούλες τον τριγυρίσανε να καμαρώσουν τις πραμάτειες και να διαλέξουνε. Κι αυτός τούς έδειχνε στολίδια κάθε λογής, ακριβά υφάσματα και φανταχτερά πετράδια. Ανάμεσα σ’ αυτά είχε ανακατώσει και όπλα. Ο Αχιλλέας δε δίστασε στιγμή. Άπλωσε το χέρι του και διάλεξε ένα σπαθί και μιαν ασπίδα.
Είχε ξυπνήσει μέσα του η ορμή του πολεμιστή.
Τότε φανερώθηκε η αλήθεια. Ο Αχιλλέας άκουσε τη μεγάλη είδηση για τη μακρινή εκστρατεία κι ακολούθησε τον Οδυσσέα και τη μοίρα του.
Όταν γύρισε στη Φθία, τη χώρα των ονομαστών Μυρμιδόνων, ο νεαρός ήρωας σύναξε το στράτευμά του. Ο ίδιος πήρε από τα χέρια της μάνας Θέτιδας θαυμαστά όπλα. Πήρε ακόμα από τον πατέρα του τα δυο αθάνατα άλογα, τον Βάλιο και τον Ξάνθο, που του είχε δωρίσει ο Ποσειδώνας την ημέρα του γάμου του. Έτσι, παντοδύναμος κίνησε για την Αυλίδα, ο Αχιλλέας, με τα πενήντα καράβια του. Πλάι του, στήριγμα της καρδιάς στις δύσκολες ώρες, οδηγός και φίλος, ο Πάτροκλος. Αξεχώριστα τα ονόματά τους στον θρύλο.
από το βιβλίο: Γιώργος Γεραλής, Ιλιάδα, Εκδόσεις «Κένταυρος» Ο.Ε., 1962

http://www.eikonografies.com/h-tria-de-tha-parthi-den-polemisi-o-achilleas/