Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ

—Ένα πράμα μονάχα σας παρακαλώ, μην αφήσετε Φράγκο γιατρό να’ ρθεί κοντά μου. 
Ο Κολοκοτρώνης ξεσπά σε λυγμούς και μοιρολογά για ώρες, ωσάν γυναίκα, τον ήρωα της Ρούμελης. 
 
23 Απριλίου 1827
ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ
«Και δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη τιμή για τη μνήμη του, πως ενώ πολλοί άλλοι το μόνο που σκέφτηκαν ήταν πως να πλουτίσουν, ο Καραϊσκάκης πέθανε εξαιρετικά φτωχός»                             Blaquiere  
     Το πρωί της άλλης μέρας, της τελευταίας της ζωής του, 22 τού Απρίλη 1827, γράφει στον Τσώρτς γυρεύοντάς του να τού στεί­λει αμέσως τα εργαλεία, τις τροφές και τα πολεμο­φόδια που γύρεψε, για να μπορέσει να γίνει το κί­νημα το ίδιο κείνο βράδυ. Κι ο Τσώρτς τού στέλνει οχτώ κάσες φουσέκια, που δε φτάνανε, για τόσο στρατό, μήτε για δυο ώρες πόλεμο. Όταν τις είδε και σε ρώτημά του τού αποκρίθηκαν πως τούτα ήταν όλα κι όλα τα πολεμοφόδια που τον εφοδίαζε ο αρχιστράτηγος, τον συνεπήρε πάλι άγριος θυ­μός. Βεβαιώθηκε πια πως πίσω απ’ όλα αυτά κρυβό­ταν κάποιο σατανικό παιχνίδι των δυο Άγγλων — να σπρώξουν προς την καταστροφή το στράτευμα τού Πειραιά.
—Ωρέ Έλληνες, φωνάζει, ελάτε και πάρετε τις παλιοκάσες που μας έστειλε ο γαλαντόμος Καπετάν - Γολέτας και ρίξτε τις στη θάλασσα μαλάγρα για τα ψάρια!
Τις πήραν για να μην τις βλέπει και να ησυχάσει, μα δεν τις έριξαν βέβαια στη θάλασσα. Μακάρι όμως να το είχαν κάνει, γιατί, καθώς θα δούμε, κι αυτό το λίγο μπαρούτι που βρισκόταν μέσα σ’ αυ­τές ήταν χαλασμένο.
Ο Κασομούλης γράφει: «Ή από το προηγούμενο συμβάν[1], ή από την βραδύτητα οπού ήρχοντο τα πράγματα, ή από αυτήν την αγανάκτησιν των πολε­μοφοδίων — και διότι ενόμιζεν ότι επίτηδες αντε­νεργούν, πλάγια, εις το κίνημα — εταράχθη τόσον, ώστε εθερμάνθη και ολονέν εκραύγαζε από την σκη­νήν, κατά τού αρχιστρατήγου»[2].
Όταν μεσημέριασε κι έφαγε λίγο ψωμί ξάπλωσε στην κουρελού του να ησυχάσει λίγο. Είπε στον Ζαφείρη — στην Τουρκοπούλα Μαριώ δηλαδή — να σταθεί καραούλι έξω από τη σκηνή του και να μην αφήσει κανέναν να μπει, να τον ταράξει.
Πέρασε λίγη ώρα ησυχίας. Και ξάφνου ακούστηκαν να πέφτουν απανωτά ντουφέκια. Απόρησε όπως είχε δώσει διαταγή ν’ αποφύγουν οι δικοί μας κάθε σύγκρουση με τον εχθρό, γιατί τη νύχτα θα γινόταν το γενικό κίνημα. Όσο τα λεπτά περνούσαν τόσο αβγάτιζε και η φωτιά. Πετιέται πάνω, βγαίνει έξω από τη σκηνή του και ρωτά τι τρέχει.
Χτυπιούνται στο Βοϊδολίβαδο, αρχηγέ ! τού απο­κρίνονται.
Προστάζει να τού φέρουν τ’ άλογό του και να πάνε να πούνε στον Χατζημιχάλη να τον ακολουθήσει με την καβαλαρία. Όπως δεν είχε κανένα άρμα πάνω του, αρπάζει από τη μέση τού Γιαννάκη Λογοθέτη το σπαθί του, καβαλικεύει το άτι του και χύνεται καλπάζοντας προς το θάνατο.
Πως όμως είχε αρχίσει ο πόλεμος αυτός που στοί­χισε στην Ελλάδα, την κρίσιμη εκείνη ώρα, τον Καραϊσκάκη; Εκεί που βρισκόταν ως πριν ακόμα από ένα χρόνο το παλιό θέατρο τού Νέου Φαλήρου είχαν τα ταμπούρια τους οι Υδραίοι[3]. Αρχηγός τους ο συγγενής τού Κόχραν Άγγλος συνταγματάρ­χης Urquhart. Δίπλα τους οι Κρητικοί με τον Καλλέργη, στρατολογημένοι κι αυτοί από τον Κόχραν. Όταν κάθησαν το μεσημέρι να φάνε ψωμί ήπιανε μπόλικο κρασί, που πριν από λίγο τους το έστειλε δώρο ο στόλαρχος. Μέθυσαν και τότε βγήκανε στο ξέγναντο κι αρχίζουν να χτυπάνε τους Τούρ­κους, που μ’ αρχηγό τον Γκέντζιαγα ήταν ταμπουρωμένοι σε κάποια μάντρα.
Δυο ερωτήματα μπαίνουν: 1) Γιατί τούτη η γαλαντομία των Εγγλέζων να μοιράσουν τόσο κρασί που να μεθύσουν οι νησιώτες; 2) Γιατί ο Urquhart και οι άλλοι αξιωματικοί δεν προσπάθησαν να τους εμποδίσουν στον άκαιρο πόλεμο που άνοιξαν, αφού είχαν διαταγή να μην κινηθεί κανείς; Σε τέτοια ερωτήματα δεν υπάρχουν βέβαια απαντήσεις, παρά μονάχα υποθέσεις και υποψίες.
Σαν ήρθε επικουρία στους εχθρούς, παρατάνε τη μάντρα και ρίχνονται, πεζούρα και καβαλαρία, πάνω στους δικούς μας. Ο Νικηταράς, που το πόστο του βρισκόταν λίγο πιο πάνω, προς τον ανήφορο της Καστέλλας, βλέποντας σε ποιόν κίνδυνο πέσανε οι δικοί μας, τρέχει με τα παλικάρια του. Το παρά­δειγμά του ακολουθάνε κι άλλοι καπεταναίοι. Και σε λίγο βροντάνε τα κανόνια κι από τις δυο μεριές. Η αψιμαχία γινόταν τώρα μάχη. Ο Νικηταράς κάνει γιουρούσι πάνω στους εχθρούς, μα πληγώνε­ται στο σαγόνι. Πισωδρομάνε οι δικοί μας.
Μα να, φτάνει ο Καραϊσκάκης. Γκαρδιώνει τους Έλληνες, τους παρασέρνει και κυνηγάει τους ε­χθρούς. Πληγώνεται όμως τ’ άλογό του. Ξεπεζεύει και καβαλικεύει το πρώτο που βρέθηκε μπροστά του. Έλαχε νάναι τζαναμπέτικο και να μη θέλει να προ­χωρήσει. Ο Γιαννάκης Πανομάρας βλέποντας πως έτσι γινόταν στόχος, αρπάζει τα χαλινάρια τού αλό­γου και φωνάζει στον Καραϊσκάκη:
—  Κατέβα κάτω, αρχηγέ !
—  Τι κρένεις, ωρέ Γιαννούση; Άφησε τ’ άλογο να πάει ομπρός!
—  Κατέβα ή το σφάζω! του αποκρίνεται ο Πανομά­ρας αγγίζοντας με τη μύτη τού γιαταγανιού του την κοιλιά τού ζώου.
Πάνω στην ώρα φτάνει και η καβαλαρία μας με τον Χατζημιχάλη. Περιτριγυρίζει τον Καραϊσκάκη. Κατεβαίνει τέλος από το γρουσούζικο άλογο κι ανεβαίνει σ’ άλλο. Χύνεται τώρα με την καβαλαρία μας πάνω στους Τούρκους και τους αναγκάζει να γυρίσουν στα ταμπούρια τους. Περνάει «αναμεταξύ τού οχυρώματος τού Γκέντζιαγα και ενός όπου είχον οι Τούρκοι εις την εκβολήν τού Κηφισσού». Κυνηγώντας τους εχθρούς, ο Κακλαμάνος, υπασπιστής της καβαλαρίας μας, «διαμένων πλησίον τού Καραϊσκάκη εις όλους τους κινδύνους της ημέρας ταύτης, έδειξεν ηρωϊσμόν και τόλμην ασυνείθιστον μάλιστα όταν σφαίρα κανονιού τού αφαίρεσε την δεξιάν χείρα, αυτός χωρίς να δείξη διόλου δει­λίαν, εξακολούθησε την μάχην, λαβών με την αριστεράν του το σπαθίον, το οποίον εκράτει εις την κοπείσαν χείρα του»37.
Η καβαλαρία μας με τον Καραϊσκάκη ακράτητη πάντα προχωρεί ξεμπροστίζοντας τους Τούρκους ως εκεί όπου είναι τώρα το παλιό εργοστάσιο ηλεκτρισμού στο Νέο Φάληρο. Ήταν τέσσερεις το απόγευμα. Τότε ένα βόλι χτυπά τον ήρωα στο βουβώνα. Πέφτει από τ’ άλογο. Τρέχουν να τον συντρέξουν.
—  Δεν είναι τίποτα! φωνάζει και βρίσκει τη δύ­ναμη να ξανακαβαλικέψει για να μη δειλιάσουν τα παλικάρια του.
Αρχίζουν να πισωδρομάνε οι δικοί μας, μ’ όλη όμως την τάξη. Σαν έφτασαν εκεί που στήσανε, όταν λευτερώθηκε ο τόπος, το μνημείο του και βά­λανε σ’ αυτό τα λείψανα τού ήρωα, πίσω από το πο­δοσφαιρικό γήπεδο που φέρνει τώρα τ’ όνομά του, ο λαβωμένος αρχηγός δεν μπορεί πια να κρατηθεί στ’ άλογο και ξεπεζεύει. Πιάνεται από τον Κίτσο Τζαβέλα και περπατώντας σιγά τραβά προς τη θά­λασσα όπως αποφάσισαν να τον πάνε στα καράβια. Σε μια στιγμή τους λέει:
—Ένα πράμα μονάχα σας παρακαλώ, μην αφήσετε Φράγκο γιατρό να’ ρθεί κοντά μου. 
Ο Γκόρντον αποδίνει τούτα τα λόγια του στην εχθρότητα που είχε ενάντια στους ξένους γενικά38. Νομίζομε πως αυτό δεν είναι σωστό, γιατί πολλές φορές γύρεψε από ξένους γιατρούς να τον κοιτάξουν.
Τούτη τη φορά δεν ήθελε να πέσει στα χέρια τους όπως, καθώς θα δούμε, σχημάτισε την πεποίθηση πως δε χτυπήθηκε από τους εχθρούς, παρά από δι­κό μας, όργανο των ξένων.
Σαν έφτασαν στ’ ακρογιάλι για να τον βάλουνε σε βάρκα, τους λέει:
Αδέρφια μου, πάω να με κοιτάξουν οι γιατροί. Μα ποιος ξέρει· ίσως και να μη ζήσω. Ένα σας γυ­ρεύω· αν λάχει και πεθάνω να μην κιοτήσετε. Κι ούτε έχετε ανάγκη να σας οδηγάνε οι ξένοι στον πόλεμο. Τον ξέρετε καλύτερα από κάθε άλλον. Ο πόλεμος που κάνουμε είναι δίκαιος και χρειαζούμε­νος. Μη με λυπόσαστε, γιατί τιμή και καύχημα των παλικαριών είναι να τα λένε σφαγάρια κι όχι ψοφί­μια. Συχωρνάτε με, αδέρφια, όπως κι εγώ συχωρνάω μικρούς μεγάλους. Έχετε γειά άξια παλικάρια και κατακαημένοι σύντροφοί μου39.
Τα δάκρυα τρέχανε από τα μάτια των παλικαριών...
—  Καλό κατευόδιο, αρχηγέ, και γλήγορα να γειάνεις!
«Σύννεφον σκοτεινόν έπεσεν και μας πλάκωσεν», γράφει ο Κασομούλης40. Και η λαϊκή μούσα απαθανατίζει εκείνη τη σκηνή με τούτον εδώ τον τρόπο:
Τρία πουλάκια κάθονταν στον κάμπο της Αθήνας, είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα, είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτημένα. Από βραδύ μοιρολογούν και το ταχύ φωνάζουν Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη, Παρασκευή ξημέρωνε, να μ’ είχε ξημερώσει. Αφέντες έβαλαν βουλή τον πόλεμο να πιάσουν. Καραϊσκάκης φώναξε πάνου απ’ τ Άλογό του: «Πούστε μπρε Ρουμελιώτες μου, παιδιά μ’ αντρειωμένα; Γυμνώστε τ’ αλαφρά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια, βάλτε τους Τούρκους στα μπροστά και κόφτε και σκοτώστε». Ήρθε μεντάτι των Τουρκών, πεζοί και καβαλάροι, δεν ήταν λίγ' ουδέ πολλοί, ήταν εννιά χιλιάδες. Πρώτο γιουρούσι πούκαμαν, δεύτερο τράκο κάμαν. Λαβώνεται ο Καραΐσκος κι ο καπετάν Νικήτας. Κι ο Καραΐσκος φώναξε, ψιλή φωνούλα βγάζει: «Έλληνες μην κιοτέψετε, παιδιά μη φοβηθείτε, και πάρ' το γιούχα η Τουρκιά κι έρθει και μας χαλάσει. Σαν Έλληνες βαστάξετε και σα Γραικοί σταθείτε. Κι εγώ κι αν ελαβώθηκα, κι αν είμαι πληγωμένος, τώρα θα πάω στην Κούλουρη και στη Φανερωμένη πούναι παντοτινός γιατρός αυτός θα με γιατρέψει».
Τον ανεβάζουν στη γολέτα «Σπαρτιάτης». Με τον Γιωργάκη Βάγια, που τον συνόδεψε ως το κα­ράβι, στέλνει τούτο το μήνυμα στο στρατόπεδο:
—  Πάγαινε να χαιρετήσεις τ’ αδέρφια μου τους Ρουμελιώτες. Τους παραγγέλνω να μη φοβηθούν μα να βαστάξουν τα πόστα τους. Και πες τους πως θέλω να τους δω. 
Βλέπουν την πληγή του οι γιατροί και καταλα­βαίνουν πως ήταν θανάσιμα χτυπημένος. Έρχουνται να τον δουν ο Κόχραν κι ο Τσώρτς. Ο Κόχραν καθώς γράφει ο Howe, τού θυμίζει τα κατορθώματα του. Ο Καραϊσκάκης τον αντισκόβει απότομα και τού λέει:
—Ό,τι έκανα, έκανα, ό,τι γίνηκε, γίνηκε, τώρα να δούμε τα μελλούμενα41.
Ο Κόχραν, σαν έμαθε από τους γιατρούς πως ήταν καταδικασμένος, παίρνει τον Μαυροκορδάτο και βγαίνει στην ξηρά. Γυρεύει να συνταχτούν οι πιο σημαντικοί καπεταναίοι για να τους μιλήσει. «Ήτο η πρώτη φορά», λέει ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, «καθ’ ην έλειπεν ο γενναίος και συνετός Καραϊσκάκης από τού συμβουλίου, και η εκ της απουσίας τοιούτου πολεμάρχου κατήφεια εκάλυπτε τα πρόσω­πα όλων των παρόντων οπλαρχηγών, ειδότων ότι μετ’ ολίγας ώρας απεχωρίζοντο δια παντός αυτού»42.
Οι καπεταναίοι νομίζουν πως ο Κόχραν τους σύνα­ξε για να τους παρηγορήσει και να τους δώσει θάρ­ρος. Κατάπληχτοι τον ακούνε να τους ρωτά:
—  Είσαστε έτοιμοι να μπαρκαριστείτε σύμφωνα με το σχέδιο; 
Στη βουβαμάρα που απλώθηκε δίνει τέλος ο πιο νέος άπ’ όλους, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης.
—  Πες του, λέει στον Μαυροκορδάτο, πως εμείς θαρρούσαμε πως μας γύρεψε για να μας παρηγο­ρήσει. Ο Καραϊσκάκης ήταν δοξασμένος αρχηγός και το πάθημα έριξε το στράτευμα σε μεγάλη λύπη και συλλογή. 
Ο Κόχραν ρωτά και τους άλλους, που τού αποκρί­νονται:
—  Πως να κινηθούμε; Ο αρχηγός μας πεθαίνει και οι αγωνιστές τούτη την ώρα θάβουν τους σκοτωμένους και φροντίζουν τους λαβωμένους. 
Πετιέται πάνω ο Κόχραν και φωνάζει:
Ε, τότε παίρνω τα καράβια μου και φεύγω!43
Ο Gordon γράφει: «Το χειρότερο επακόλουθο τού θανάτου τού Καραϊσκάκη στάθηκε, πως κανείς δεν έμεινε νάχει τόσο σθένος που ν’ αντιταχθεί στα μοιραία σχέδια τού Κόχραν. Και οι αξιωματικοί που θα τα εκτελούσαν συσκέφθηκαν κι αποφάσισαν πως όσο κι αν ήταν αυτά αλλόκοτα, η τιμή τους υποχρέωνε να τα εκτελέσουν»44. Κι ο Κουτσονίκας λέει πως «μολονότι δεν επρόβλεπον αίσιον τέλος τού κινήματος τούτου, τα περιστατικά ταύτα και η φι­λοτιμία των τους ηνάγκασαν ν’ αποφασίσουν έσπευσαν δε να ειδοποιήσουν τον Κόχραν, ότι την επαύ­ριον αφεύκτως εκινούντο»[45].
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ (ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ)
   Στ’ αναμεταξύ ανέβηκαν στη γολέτα «Σπαρτιά­της» ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος κι ο Γαρδικιώτης Γρίβας.
—Ελάτε να σας φιλήσω, τους λέει μόλις τους είδε ο ετοιμοθάνατος αρχηγός. 
Κι αρχίζει «να τους παρηγορή με μύρια καλά λόγια»46. Μα εκείνοι δεν μπορούν να κρατήσουν τα δάκρυά τους.
—  Μην κλαίτε και μην απελπιζόσαστε. Εγώ πή­ρα κι άλλες πληγές και θα καταλάβω σε λίγο μόνος μου αν είναι η θανατερή. 
Σωπαίνει για λίγο κι έπειτα λέει:
— Ξέρω τον αίτιο κι αν ζήσω παίρνουμε χάκι47. «Ακούσαντες τούτο, εζήτησαν επιμόνως να ειπή τον άνθρωπον, και αυτός εσιώπησεν, υποθέτων τι ταραχή έμελλε να προκύψη αναμεταξύ μας, εάν τον ωνόμαζεν, είτε δικαίως είτε αδίκως»[48].
Κι ο Αινιάνας γράφει: «Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερεν εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζε τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον»[49].
    Για όποιον θα επιθυμούσε να συμβουλευθεί τα στοιχεία που υπάρχουν για το ιστορικό αυτό πρό­βλημα, αν ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε από βόλι τού εχθρού ή δολοφονήθηκε, όπως κι ο ίδιος σχημά­τισε τη γνώμη, τον παραπέμπω στη βιογραφία μου για τον Καραϊσκάκη, όπου αφιερώνω δυο ειδικά κε­φάλαια. Εδώ θ’ αναφέρω μονάχα τη γνώμη του Βλαχογιάννη. Στη βιογραφική αρχειακή μελέτη του για τον Καραϊσκάκη, που άρχισε να γράφει μα ποτέ δεν τέλειωσε, λέει: «Τριγύρω στο στρατόπεδο και γύ­ρω στη σκηνή του πολεμάρχου νικητή παίχτηκε καταχθόνιο παιχνίδι, που είχε τέλος τραγικό, τού στρατοπέδου την καταστροφή και του στρατηγού το θάνατο. Η τραγωδία αυτή θα φανεί στον τόπο που της πρέπει και διάπλατα θ’ αφηγηθεί[50].  Ο Μαυροκορδάτος μετά τη δίκη τού Καραϊσκάκη δεν επεθύμησε μονάχα το θάνατό του, δεν τον κήρυξε μονάχα χρήσιμο στο συμφέρο της πατρίδος, αλλά και ωργάνωσε καταχθόνιο σχέδιο για το θάνατό του. Η απόδειξη θα φανεί εκεί που πρέπει[51] [...]. Και γι’ αυτό άμα έπεφτε (ο Μαυροκορδάτος) επάνω σ’ άνθρωπο ανυπόταχτο κι ανίκανο να πέσει και να προσκυνήσει, έχανε τα λογικά του και γινόταν άξι­ος ακόμα και τού φόνου το μεγάλο κακό να βάλει εμπρός και να τελέψει, καθώς τόκανε με τον άτυχο Καραϊσκάκη»[52].
Η γνώμη αυτή τού Βλαχογιάννη κάθε άλλο παρά βρίσκεται μακριά από την αλήθεια. Την αποδέχομαι με τούτη εδώ την παραλλαγή: η συνωμοσία που οδήγησε στο φόνο τού Καραϊσκάκη και στην κατα­στροφή του στρατοπέδου τού Πειραιά στάθηκε αντάξια εκείνων των παραδόσεων που δημιούργησαν τη Βρεταννική αυτοκρατορία όταν σ’ αυτή ο ήλιος δε βασίλευε ποτέ. Λογαριάζω λοιπόν σαν πρωτεργά­τη της τον Κόχραν και συνεργάτες του τον Μαυροκορδάτο, τον Τσώρτς και ίσως και τον Μάσσον.
    Ξαναγυρνάμε όμως στον «Σπαρτιάτη», για ν’ αφηγηθούμε τις ύστατες ώρες ζωής τού Καραϊσκάκη.
— Όπως κι αν είναι, ξαναλέει στον Χατζηπέτρο και στον Γρίβα, εγώ θα πάω στην Αίγινα, όπου ίσως γιατρευτώ. Αν όμως πεθάνω... 
—  Μη μελετάς το θάνατο, τον αντικόβει ο Χατζηπέτρος, δεν είμαστε ακόμα εκεί. 
—  Αν όμως πεθάνω, ξαναλέει, σας γυρεύω να κρατήσετε καλά τις θέσεις σας και να δώσετε τέλος στην πολιορκία της Αθήνας. Εσείς προπάντων, οι παλιοί συναγωνιστές μου, να κοιτάξετε να μη ντροπιαστείτε[53].
Στ’ αναμεταξύ ανέβηκαν στη γολέτα η τουρκοπούλα Μαριώ και οι δυο έμπιστοί του μικροκαπεταναίοι, ο Μήτρος Σκυλοδημάκης κι ο Μήτρος Αγραφιώτης. Κάθησαν κι αυτοί κατάχαμα σταυρο­πόδι γύρω από τον ετοιμοθάνατο ήρωα, μη μπορών­τας να κρατήσουν τα δάκρυά τους.
—   Τώρα, είπε, γιατί ποιος ξέρει αν ζω ή πεθαίνω, θέλω ν’ αφήσω σ’ εσάς τις τελευταίες μου παραγγε­λίες. 
—   Σε παρακαλούμε ξανά, μην ονοματίζεις το θάνατο! του λέει ο Χατζηπέτρος. 
—   Όσο για μένα, τού αποκρίνεται, είτε ζήσω είτε πεθάνω το ίδιο μού κάνει. Εκείνο όπου μ’ αφήνει λύπη και θα μ’ αφήσει κι ύστερα από το θάνατό μου, είναι πρώτα τ’ αδύναμα παιδιά μου[54] — μα έχω όλη την πίστη πως θα τα συντρέξετε — κι έπειτα εσείς οι συναγωνιστές μου, που τόσα υποφέρατε μαζί μου. 
Πήρανε χαρτί κι άρχισαν να γράφουν τη διαθή­κη του, που σώθηκε και βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη[55]. Ο Blaquiere λέει: «Και δεν μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη τιμή για τη μνήμη του, πως ενώ πολλοί άλλοι το μόνο που σκέφτηκαν ήταν πως να πλουτίσουν, ο Καραϊσκάκης πέθανε εξαιρετικά φτωχός».
Αφού υπόγραψε τη διαθήκη του, τους ξαναλέει:
Ήθελα νάχω όλο το έθνος εδώ, μπροστά μου, για να τού πω το τι αξίζετε... Αυτό είναι που με κά­νει και λυπάμαι, είπε και δάκρυσε. Μια επιθυμία έχω ακόμα. αν πεθάνω να με θάψετε σε μεγάλη εκκλησιά. 
Σαν άκουσαν τούτα τα λόγια του, δεν κρατήθηκαν πια όλοι και ξέσπασαν σε δυνατά κλάματα.
«Αφού πάλιν καθησύχασεν ολίγον η ψυχή των», λέει στον Χατζηπέτρο και στον Γαρδικιώτη:
—  Πηγαίνετε τώρα εσείς στα πόστα σας. Να μου φιλήσετε όλους και να τους πείτε αύριο το πρωί ναρθούν, καθώς κι εσείς, για να σας ιδώ. 
Τον φίλησαν κι έφυγαν. Ήταν πια 9 ώρες το βρά­δυ. Έπειτα από λίγο άρχισε απότομα να βαραίνει.
Γύρεψε να φέρουν έναν παπά να ξομολογηθεί. Ύστερα πια παραμιλούσε. Άλλοτε γύρευε να γλι­τώσουν την Αθήνα, άλλοτε φώναζε ονόματα συναγω­νιστών του ή των πιο αγαπημένων του, άλλοτε παρακάλαγε να τον σκοτώσουν να μην πονά. 
—  Θε μου, έλεγε, εγώ δούλεψα την πατρίδα μου, λευτέρωσέ με από τους πόνους[56]. 
Στις 3 από τα μεσάνυχτα άρχισε το χαροπάλεμα και στις 4 το πρωί, στις 23 του Απρίλη, λίγο πριν ξημερώσει η μέρα της ονομαστικής γιορτής του, το μέγα τέκνο της πατρίδας έφυγε, για το ταξίδι όπου δεν έχει γυρισμό. 
«Εκείνος προς αν και η Στερεά Ελλάς εχρεώστει την απελευθέρωσίν της, και η λοιπή Ελλάς εστήριζε το πλείστον των κατά ξηράν ελπίδων της», γράφει ο Ορλάνδος, «ο αθάνατος Καραϊσκάκης έπαυσε τού ζην»57.
Μόλις ξεψύχησε, ο Κόχραν κι ο Τσώρτς πρόσταξαν να κατεβάσουν το κουφάρι του σε μια βάρκα και να το βγάλουν στη Σαλαμίνα για να τον θάψουν.
Ο θανάσιμος τραυματισμός τού Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο. (Λεπτομέρεια από τον πίνακα τον Αλέξανδρου Ησαΐα —Εθνικό Ιστορικό Μουσείο).
Τον κλαίει η Ρωμιοσύνη
    Όταν τα ξημερώματα μαθεύτηκε ο χαμός του στο( στρατόπεδο, ήταν ωσάν νάπλωνε πάνω απ’ αυτό ο θάνατος τα φτερά του. «Πικροτέραν στιγμήν και φαρμακωτέραν», λέει ο Κασομούλης, «εις καμμίαν περίστασιν δεν είχαμεν δοκιμάσει. Εμείναμεν εις την μέσην ικανήν ώραν, χωρίς να κινούμεθα ούτε εδώθεν, ούτε εκείθεν. Εσυλλογίσθημεν εις ποιον έπρεπεν να υπάγωμεν να μας παρηγορήση; Ποιον να παρηγορήσωμεν; Επιστρέψαμεν οπίσω, ειδοποιούντες και τους λοι­πούς να μείνουν εις την θέσιν, διότι ο Αρχηγός απέθανεν.
»—Απέθανεν! 
»Εφώναξαν όλοι, και σιγανά - σιγανά άλλος έπεσεν εδώθεν, άλλος έπεσεν εις ταις πέτραις, και έκλαιγαν την υστέρησίν του»58.
Ο αρχηγός της καβαλαρίας Χατζημιχάλης, ο ανδρείος των ανδρείων, εφώναξε:
—  Τι πάθαμε οι καημένοι! Τι πάθαμε! Τι θ’ ακο­λουθήσει τώρα; Πως θα σωθούμε;59 
Το καΐκι με το κουφάρι τού ήρωα έφτασε στ’ Αμπελάκια μόλις άρχισε να γλυκοχαράζει η αυγή της πικρής ανοιξιάτικης εκείνης μέρας. Σε λίγο η νεκρική πομπή ξεκίνησε για τη Σαλαμίνα. Να πως μας περιγράφει το ξόδι του ο Περραιβός που το παρακολούθησε:
«Η πικρά αυτή αγγελία διαχυθείσα εις Σαλαμίνα ανήγειρε θρήνους και οδυρμούς εις πάσαν ηλικίαν και γένος των τε κατοίκων, παροίκων και τυχόντων ξένων. Αφήσαντες όλοι τας οικίας των ανοικτάς έτρεχον τύπτοντες τα στήθη, ποτίζοντες την γην με θερμά και ακράτητα δάκρυα, αμιλλώμενοι τις να πρωτασπασθή και πρωτοραντίση με τα δάκρυά του τον ήρωα, κράζοντές τον οι μεν πατέρα, οι δε σωτήρα της Ελλάδος, άλλοι το φόβητρον των Τούρκων και άλλοι το αιώνιον καύχημα της Ελλά­δος. Με τοιαύτα και άλλα εγκώμια και κοπετούς συνωδεύετο το θύμα της πατρίδος από Αμπελάκια μέχρι τού χωρίου της Σαλαμίνος, το οποίον απέχει τρία τέταρτα της ώρας. Αρχιερείς και ιερείς, όσοι παρευρέθησαν εις την νήσον, ενδεδυμένοι τα ιερά άμφια έψαλλον την πένθιμον ακολουθίαν. Οι παρευρεθέντες στρατιώται, πολλοί δε και εκ των εν τω νοσοκομείω ελαφρώς πληγωμένων, δράξαντες τα όπλα συνώδευον το λείψανον μέχρι τού ναού του Αγίου Δημητρίου, όπου κατέθεσαν αυτό εν τω μέσω. Πληθύς γυναικών θρηνωδών περιεκάθησε, πλησιέστεραι δε ήσαν όσαι υιούς και συγγενείς απώλεσαν υπέρ πατρίδος. Αύται εθρηνώδουν τας ηρωϊκάς του πράξεις εκάστης μάχης, συμνημονεύουσαι εν τω μεταξύ και των συγγενών τον θάνατον, κατά την Ελληνικήν συνήθειαν. Μετά τριών ωρών θρηνολογίαν έθαψαν το λείψανον παρά την θύραν τού ναού εκ δεξιών, μόλις δύο βημάτων απεχούσης τού τάφου»60.
Όταν το θλιβερό άγγελμα έφτασε στη Συνέλευση της Τροιζήνας ήταν σα να τους χτύπησε αστροπελέ­κι. «Ουδείς ήνοιγε τα χείλη του», γράφει ο Ν. Δραγούμης, «ουδείς εύρισκε λόγους ίνα ερμηνεύση το άλγος της καρδίας αυτού, ουδείς είχεν ιδέαν τι έπρε­πε να γίνη μετά τον θάνατον τού μεγάλου στρατηγού [...]. Φωνή γοερά, φωνή ανδρών και γυναικών αντηχήσασα κατά την Τροιζηνίαν ακτήν, συνανεμίγη μετά των οδυρμών των απέναντι κατοίκων τού Πόρου, και ουδείς συγκατένευε να παρηγορηθή, προαισθανόμενος ίσως την προσεχή κατά το Φάληρον συμφοράν»61.
Ο Κολοκοτρώνης ξεσπά σε λυγμούς και μοιρολογά για ώρες, ωσάν γυναίκα, τον ήρωα της Ρούμελης. 
Στον Πόρο κάνουνε το μνημόσυνό του. Οι καπεταναίοι σηκώνουν στις πλάτες τους άδειο νεκροσέντουκο τυλιγμένο με μαύρο πανί και πάνω σ’ αυτό στεφάνι από δάφνη. Ακολουθάνε αρχιερείς, πολεμάρχες, αγωνιστές, λαός. Έπειτα από την επιμνημό­συνη ακολουθία ο Σπυρ. Τρικούπης εκφωνεί τον επικήδειο λόγο:
«Τότε είχε ψωμί και αυτός», είπε, «όταν είχαν και οι αγαπητοί του Έλληνες· η κλίνη του ήτον κλίνη απλού στρατιώτου.πρωταγωνιστής επαρουσιάζετο και την τιμήν τού αγώνος όλην την απέδιδεν εις άλ­λους· εθουσιασμένος δια την παλληκαριάν, ως παλληκάρι και ο ίδιος, την ετιμούσεν όπου την έβλε­πε, και την αντάμειβε πλουσιοπάροχα· τους γνω­στούς δια την ανδρείαν τους έκραζε κατ’ όνομα, όταν εξεσπάθωνεν εν καιρώ μάχης, δια να τον ακολουθήσουν έβγανε τα πιστόλια του από το ζωνάρι, και με αυτά, εις ανταμοιβήν παλληκαριάς, εστόλιζε τού παλληκαριού την μέσην έλυε την ζώνην του και έδινεν εις τας ανάγκας τού πολέμου το ύστερον νό­μισμα»62.
Σαν τέλειωσε ο Τρικούπης το λόγο του, βγαίνει ο Κολοκοτρώνης από την εκκλησιά και φωνάζει στους αγωνιστές:
—Ωρέ Έλληνες ντουφεκάτε τρεις φορές στη μνήμη τού Καραϊσκάκη! 
Και οι αγωνιστές αδειάζουν τα καριοφίλια τους στον αέρα και δάκρυα τρέχουνε από τα μάτια τους. 
Ναι, «εθρηνήθη παρά πάντων ως ουδείς άλλος»63.
Όταν οι Τούρκοι, από έναν Αράπη φυγάδα ιππο­κόμο τού Κολιό - Πασχούλη, μάθανε το ίδιο εκείνο πρωί το θάνατό του, μπήξανε φωνές χαράς και ρί­χνανε απανωτές μπαταριές στον αέρα. «Στο ελληνικό στράτευμα», γράφει ο Howe,«επικρατούσε η αποθάρρυνση και η απελπισία. Και αν χρειάζεται άλ­λος φόρος τιμής στη μνήμη του, τον απένειμαν οι Τούρκοι με τις χαρμόσυνες ομοβροντίες τους και τις κραυγές τους που φανέρωναν την ευτυχία τους για το θάνατο εκείνου, που τον φοβόνταν πιότερο απ’ όλους τους τιτλούχους Φιλέλληνες που αντιμε­τώπισαν»64.
Ο Κιουταχής έλεγε πως φοβάται πιότερο την αξιότητα τού Καραϊσκάκη απ’ όλο μαζί το Ρωμέικο μιλέτι65. Και οι Αρβανίτες ομολογούσαν στους δι­κούς μας, τους πολιορκουμένους στην Ακρόπολη, πως «ο σουλτάνος έχει ένα Ρεσίτ πασά66 και οι Ρωμιοί έναν Καραϊσκάκη. Δυο λιοντάρια πολεμούν ποιο θα νικήσει τ’ άλλο. Η Αρβανιτιά άλλον Ρωμιό καπετάνιο δε φοβάται εξόν από τον Καραϊσκάκη»67.
Ο Σπηλιάδης γράφει: «Δεν ανέστησεν η ολιγαρ­χία την Στερεά Ελλάδα, την ανέστησε ο Καραϊσκάκης [...]. Ότι άλλος δεν την ανέστησε θα το αποδείξει ο θάνατός του»68. Κι αλίμονο, φτάσανε εικοσιτέσσερεις μονάχα ώρες απ’ αυτόν για ν’ ακο­λουθήσει η συμφορά.
Αγ. Δημήτριος - Τάφος Καραϊσκάκη
Ο Ναός του Αγ. Δημητρίου είναι η πρώτη ενορία του νησιού. Η ανέγερση του τωρινού ναού έγινε το 1806 πάνω σε ερείπια παλαιότερου ναού του 17ου  αιώνα. Είναι βασιλικού ρυθμού μετά τρούλου και αποτελεί αντιγραφή της Μονής Φανερωμένης αλλά σε μικρότερη και απλούστερη μορφή. Το 1835, λόγω των αυξημένων ενοριακών αναγκών,  επεκτάθηκε ο ναός προς τα Δυτικά και προστέθηκε το καμπαναριό. Το δεξί κλίτος του ναού (αφιερωμένο στον Άγιο Ραφαήλ) είναι κτίσμα του 1973. Μέσα στο ναό βρίσκονται δύο έργα του Γιαννούλη Χαλεπά (ο Δεσποτικός Θρόνος και ο Άμβωνας) και οκτώ μεγάλοι πίνακες του Πολυχρόνη Λεμπέση. 
Βέβαια το ιστορικότερο κομμάτι του ναού είναι ο τάφος του οπλαρχηγού της Επανάστασης του 1821 Γεωργίου Καραϊσκάκη. Ο Καραϊσκάκης σε αυτό το ναό παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία  αφού θεωρούσε προστάτη του τον Αγ. Δημήτριο. Το ασημένιο πουκάμισο (κάλυμμα) της εικόνας του Αγ. Δημητρίου είναι αφιέρωμα του Καραϊσκάκη το 1824 από τις λιωμένες  πιστόλες και παλάσκες του.
Όταν τραυματίστηκε στο Φάληρο ζήτησε να επισκεφθεί το ναό του Αγίου για να γίνει καλά αλλα ήταν γραπτό του να μπεί στην εκκλησία πεθαμένος στις 23/4/1827. Η τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί στην εκκλησία του προστάτη Αγίου του, όπως και έγινε. Το 1835 ,  κατόπιν βασιλικού διατάγματος του Όθωνος έγινε ανακομιδή των λειψάνων του. Το μεγαλύτερο μέρος των οστών του πήγε στο Φάληρο σε κενοτάφιο και ένα μέρος του έμεινε στον Άγιο Δημήτριο.
Το 1996 απεκαλύφθει ο τάφος κατόπιν ενεργειών του τότε Δημάρχου Αθανασίου Μακρή και του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Στην αυλή του ναού υπάρχει η προτομή του αγωνιστή. Ο ναός βρίσκεται στο κέντρο της πόλης της Σαλαμίνας στην αρχή της ομώνυμης οδού.
Τηλέφωνο ναού.: 2104653972.
Εφημέριος : Πατήρ Ανάργυρος Ευδαίμων.
Δεν παραθέτουθε τις υποσημειώσεις και τις παραπομπές με σκοπό
να προωθήσουμε την αγορά αυτής της εξαιρετικής εργασίας του Δημ.Φωτιάδη
Από: «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 21» Β’ Έκδοση ‘Ν.ΒΟΤΣΗ’ 1977

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ:
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com