Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Βλέποντας τη Γη από τον Ουρανό

ALAIN DUREL

Μετά το μεγαλειώδη εορτασμό των Θεοφανείων, ας προσγειωθούμε για λίγο στην καθημερινή ζωή, για να δούμε κάποια στοιχεία της, πού μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη φαίνονται τόσο ουσιώδη όσο τά πνευματικά, αποτελούν όμως το γόνιμο έδαφος πάνω στο όποιο ανθίζει ή ζωή της θεωρίας.

Τί τρώγαμε στον Άθω; Ή πρώτη απάντηση πού μου έρχεται αυθόρμητα είναι αρνητική: δεν τρώγαμε ποτέ κρέας. Το μενού ακολουθούσε τις λειτουργικές εναλλαγές. Αναλόγως της εορτής και του είδους της νηστείας -επειδή στο ορθόδοξο ημερολόγιο υπάρχουν πολλές νηστείες και το τυπικό ποικίλλει- ή τράπεζα μπορεί να έχει από... τίποτε έως τά πάντα. Τρώγαμε λοιπόν ψωμί, φασόλια, ζυμαρικά, ρύζι, πατάτες, ψάρι, θαλασσινά, σαλάτες, σούπες λαχανικών, ένα ποτήρι κρασί τις γιορτινές μέρες και ένα σωρό άλλα φαγητά πού τελικά αποδεικνύονταν απροσδόκητα γευστικά. Θα έλεγε κανείς ότι ή ορθόδοξη εκκλησία, ανά τούς αιώνες, υποχρέωσε τις νοικοκυρές αλλά και τούς μοναχούς να αναπτύξουν μεγάλη επινοητικότητα. 'Υπήρχε λοιπόν ή «σαρακοστιανή» κουζίνα, μια μαγειρική πού μέ
ευελιξία παρέκαμπτε τά «απαγορευμένα», για να βολέψει τις μέρες της νηστείας.

Όσο έμεινα στη Μονή Σταυρονικήτα, είδα να περνάνε από το διακόνημα του μάγειρα πολλοί μοναχοί. Τούς άλλαζε ό πατήρ Βασίλειος γιατί μαγείρευαν τόσο καλά πού, αντί να σκεπτόμαστε το Θεό, σκεπτόμασταν το επόμενο γεύμα! Στη μοναστική ζωή, ή τροφή παίζει ουσιαστικό ρόλο. Μάς ενώνει μέ τη γη, μέ τη μάνα μας, μέ την κοιλιά μας, μέ τά πάθη μας είναι ό σύνδεσμος μέ ότι πιο ζωώδες παραμένει μέσα μας. Ή νηστεία εκπαιδεύει το ακόρεστο θηρίο πού λέγεται κοιλία. Ή λέξη αυτή προσδιορίζει τόσο το στομάχι όσο και τά γεννητικά όργανα, αφού ή κατάχρηση της τροφής συμβάλλει στο ξύπνημα της σάρκας. Αν μέ τη νηστεία δαμάσεις την κοιλία, δίνεις στον εαυτό σου τά μέσα για μια ζωή πιο νηφάλια και πιο ελεύθερη.
Από πού προμηθεύονται τά τρόφιμα στο Όρος; Αυτομάτως τίθεται και το ερώτημα: Ποιά είναι τά μέσα επιβίωσης των μονών του Αγίου Όρους και ποιό είναι το νομικό του καθεστώς;

Τά μικρά μοναστήρια όπως το «δικό μου» δεν είχαν παρά ένα κήπο μέτριου μεγέθους, ικανό ωστόσο να παρέχει λαχανικά και φρούτα σε αρκετή ποσότητα. Ή εργασία εκεί ήταν απ’ τις πιο ευχάριστες έκτος από τις πολύ ζεστές μέρες του καλοκαιριού, οπότε αποκτούσε χαρακτήρα αυτοθυσίας. Ή Μονή Σταυρονικήτα είναι κοντά στη θάλασσα, μια θάλασσα πλούσια σε αλιεύματα, οπότε οι μοναχοί ασχολούνταν μέ το ψάρεμα και αντάλλασσαν αρκετά «γαλλικά» μέ τούς ψαράδες πού έμπαιναν στα «χωρικά ύδατα» της μονής. Αλλά το λιμάνι χρησίμευε και για το ξεφόρτωμα προϊόντων πρώτης ανάγκης πού τά είχαν παραγγείλει στην Ούρανούπολη ή στις Καρυές. Έτσι, το καράβι πού θα ξεφόρτωνε λάδι η πετρέλαιο έπιανε τακτικά στο λιμανάκι.

Το νομικό καθεστώς του Αγίου Όρους, αναγνωρισμένο από τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923, ορίζεται από το ελληνικό σύνταγμα του 1926, το όποιο του αποδίδει την εσωτερική του αυτονομία. Το κράτος διορίζει έναν πολιτικό Διοικητή, ό όποιος ασχολείται μέ τά διοικητικά και νομικά ζητήματα. Οι μοναχοί, Έλληνες και ξένοι, έχουν ίσα δικαιώματα, ενώ οι τελευταίοι αποκτούν αυτομάτως την ελληνική υπηκοότητα. Το 'Άγιο Όρος απαλλάσσεται από την καταβολή φόρων και οι μοναχοί δεν υπόκεινται σε απογραφή. Όταν ή Ελλάδα συνδέθηκε μέ την Ευρωπαϊκή Ένωση, το καθεστώς αυτό αποτέλεσε αντικείμενο ειδικού άρθρου της συνθήκης σύνδεσης, εξασφαλίζοντας έτσι ότι ό Άθως θα διατηρούσε και στα πλαίσια της Ευρώπης τά προνόμια πού του εξασφάλιζε ή Ελλάδα.

Σε κάθε περίπτωση, ας μην ξεχνάμε ότι το Όρος Άθως αποτελούσε μια δημοκρατία, κυβέρνηση της όποιας ήταν ή Ιερά Επιστασία, μέ έδρα τις Καρυές. Ό ρόλος αυτοί τού πολύ ευέλικτου «θεσμού» ήταν, εκτός των άλλων, και οικονομικός, αφού εξασφάλιζε την αλληλεγγύη μεταξύ των μονών. Ορισμένες από αυτές κατέχουν μεγάλη περιουσία στον Άθω- να αλλά και στον κόσμο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στα Βαλκάνια. Οι άγρομισθώσεις αυτές απέφεραν σημαντικά εισοδήματα στις μεγάλες μονές. Το ασαφές της προέλευσης κάποιων εισοδημάτων προέρχεται από το γεγονός ότι, καθώς στην Ελλάδα ή εκκλησία δεν έχει χωριστεί από το κράτος, ή εκκλησιαστική περιουσία απολάμβανε σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις. Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς ότι τά προνόμια αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν πειρασμό, αν όχι προσωπικού πλουτισμού, τουλάχιστον εύκολου πλουτισμού κοινοτήτων πού ενδεχομένως στερούνται άλλων πόρων.

Τά πιο ταπεινά όμως μοναστήρια, όπως ή Μονή Σταυρονικήτα, έπρεπε να αναπτύξουν τη φαντασία τους. Ασφαλώς υπήρχαν δωρεές, αλλά δεν αρκούσαν για την επιβίωση της κοινότητας. Ό ηγούμενος της μονής, ό πατήρ Βασίλειος, άνδρας λόγιος και γλωσσομαθής, πέτυχε συμβάσεις μέ διάφορα ιδρύματα, ελληνικά και ευρωπαϊκά, μέ σκοπό να διασώσει μια πνευματική κληρονομιά της ανθρωπότητας. Και δεν υπερβάλλω. Μέ τά χρήματα αυτά πραγματοποιήθηκαν εργασίες ανακαίνισης των κτιρίων, κυρίως όμως έγινε το λεπτό έργο τού καθαρισμού των υδατογραφιών, έργων τού Θεοφάνους τού Κρητός, πού, στο πέρασμα τών αιώνων, είχαν καλυφθεί από ένα παχύ στρώμα καπνιάς και ρύπων. Είχα τη χαρά, πού άλλοι πριν από μένα στερήθηκαν, να ατενίσω αποκαταστημένες και ακέραιες τις νωπογραφίες πού συγκαταλέγονται ανάμεσα στα μεγαλύτερα αριστουργήματα της βυζαντινής τέχνης.

Πώς τρώγαμε στον ’Άθωνα; Τά γεύματα ήταν δύο, το μεσημεριανό και το δείπνο. Πρωινό δεν υπήρχε στο Άγιο Όρος και τις ήμερες της νηστείας υπήρχε μόνον ένα γεύμα την ημέρα. Κατά κανόνα, έκτος γευμάτων δεν τρώει κανείς, επειδή ή μετάληψη της τροφής εδώ εκλαμβάνεται λειτουργικά, μέ το κοινό γεύμα, στην κοινή τράπεζα, παρουσία τού ηγουμένου. Εξάλλου, ή τράπεζα ήταν προέκταση τού παρεκκλησίου• μετά τον Ευχαριστιακό Άρτο, άκολουθεί ή συμμετοχή στις «Αγάπες» της Πρώτης Εκκλησίας. Και καθώς τις νωπογραφίες στην τράπεζα της Σταυρονικήτα τις έχει ιστορήσει και πάλι ό Θεοφάνης ό Κρής, ή συνέχεια είναι άπόλυτα φυσική.
Το γεύμα άρχιζε και τελείωνε μέ μακρές ευχές ευλογίας και κυλούσε εν σιωπή, ενώ ένας μοναχός, πίσω από ένα αναλόγιο, διάβαζε κάποιο πνευματικό βιβλίο, συνήθως πατερικό. Τά πιάτα και τά κύπελλα ήταν μεταλλικά μέ το προφανές πλεονέκτημα ότι δεν υπήρχε φόβος να σπάσουν όταν ή λάντζα ήταν το διακόνημά σου (όπως συνέβαινε μ’ εμένα). Ή θέση τού καθενός στην τράπεζα ήταν συνάρτηση της αρχαιότητας του. Μπορεί λοιπόν να χρειαζόταν να περάσεις ένα μεγάλο μέρος της ζωής σου απέναντι σε κάποιον μοναχό πού εξ αρχής δε σου είχε γεμίσει το μάτι. ’Έτσι κι εμένα μού έτυχε για συνδαιτυμόνας ένας πανύψηλος, σωματώδης Κρητικός, ώριμης ηλικίας, μέ κάτι τεράστιες μπότες (πού δεν τον είχα δει να τις βγάζει ποτέ), επιβλητικό άσπρο μουστάκι -πού το έστρωνε κάθε τόσο μέ μια χειρονομία πού θύμιζε Μεξικανούς γκερίλος- και μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι. Αυτός ό καλός πατήρ Εύγένιος, έτρωγε άτσαλα, ρουθούνιζε, γενικά δε μοσχοβολούσε (παρ’ όλο που ή μονή μας ήταν φημισμένη για την καθαριότητα των μοναχών της• (ό πατήρ Βασίλειος είχε πράγματι απαιτήσει να κάνουν μπάνιο μια φορά την εβδομάδα!). Αλλά μήπως σ’ αυτήν ακριβώς την αποδοχή του άλλου, πού δεν τον έχεις διαλέξει, αλλά τον δέχεσαι μέ τη διαφορετικότητα και τις αιχμές του, δεν παίζεται όλο το παιχνίδι της αληθινής πνευματικής ζωής;

Στο κεφάλαιο της καθημερινής ζωής, πρέπει να εντάξω, επειδή το έζησα, και μια πτυχή της άθωνιτικής ζωής πού ονομάζεται ξενιτειά. Θέλω να μιλήσω για την καινούρια γλώσσα πού περιβάλλει, αποκαλύπτει και φανερώνει τά πράγματα κάτω από ένα άλλο φώς. Ό κόσμος μάς δόθηκε μέσα από τη γλώσσα και μόνο δι’ αυτής έχουμε πρόσβαση στα όντα. Ή γλώσσα δίνει μια μορφή στην πραγματικότητα, σχεδιάζει το πρόσωπο μέ το όποιο την άναγνωρίζου- με, μέ τέτοιο τρόπο ώστε από τη μια γλώσσα στην άλλη δε ζούμε στον ίδιο κόσμο. Το γεγονός ότι ή γλώσσα είναι δημιουργός, μπορείς να το συνειδητοποιήσεις όταν βιώνεις την «κλιματική αλλαγή» πού συνεπάγεται ή αλλαγή του ιδιώματος. Για μένα, ή μαθητεία στην ελληνική γλώσσα, πρώτα στη σύγχρονη και μετά στη βυζαντινή, υπήρξε ένας εκπληκτικός διανοητικός και πνευματικός πλουτισμός, αρχικά επειδή μέ βοήθησε να επικοινωνήσω μέ τούς Αγιορείτες μοναχούς και να ακούσω τη διδασκαλία τους, αλλά και επειδή μου επέτρεψε την πρόσβαση στην Καινή Διαθήκη και στούς Πατέρες της Εκκλησίας.

Μέ κίνδυνο να φανώ ξιπασμένος, μου φαίνεται σήμερα ότι το Ευαγγέλιο δε θα μπορούσε να έχει ακουστεί παρά μόνο σ’ αυτή τη γλώσσα, κι ότι όλες οι μεταφράσεις, ακόμα και οι πιο ακριβείς, δεν είναι παρά ή παραμορφωμένη ηχώ τού αρχικού ποιητικού θάμβους. Αρκεί να αφήσεις να αντηχήσει μέσα σου ή λέξη «λόγος», για να καταλάβεις ότι κάθε «parole» και κάθε «verbe» δεν αποτελούν παρά χλωμή αντανάκλαση, στενεμένη στις διαστάσεις μιας αιτίας πού ως πρώτη της κλήση φαίνεται ότι έχει μάλλον να αιτιολογήσει το πραγματικό παρά να το σαγηνεύσει. Για ένα Γάλλο, ή σχέση του μέ τά ελληνικά αποκτά γενεαλογικό χαρακτήρα. ’Αν ή λατινική είναι ή μητέρα μας, ή ελληνική είναι ή γιαγιά μας (και ίσως ή σανσκριτική να είναι ή προγιαγιά μας).

Μαθαίνοντας ελληνικά, φαίνεται ότι, μακράν του να αποκτούμε μια νέα γνώση, ξαναθυμόμαστε -μέ την καθαρά πλατωνική έννοια- μια γλώσσα πού, σ’ ένα λησμονημένο παρελθόν, υπήρξε δική μας. Μαθαίνω ελληνικά σημαίνει γίνομαι αρχαιολόγος, σκάβω κάτω από τά γαλλικά και ανακαλύπτω, θαμμένα κάτω από στρώματα σκόνης και λησμονιάς, απομεινάρια της δικής μας ιστορίας. Αν ό Θεός δημιούργησε τά όντα, ανέθεσε στον Αδάμ το έργο να τά κατονομάσει. Μα ή όνοματοδοσία αυτή δεν είναι άραγε ένας τρόπος να ολοκληρωθεί ή δημιουργία; Κατονομάζω σημαίνει κάνω να «συμβεί» ένας κόσμος. Όμως ό κόσμος στον όποιον λες «νερό», «ψωμί», «θάλασσα», δεν είναι ίδιος μ’ εκείνον όπου λες “eau”, “pain”, “mer” ή “water”, “bread”, “sea”. Και δε θα πρόκειται ποτέ για το ίδιο νερό, για το ίδιο ψωμί, για την ίδια θάλασσα. Ζούμε κάτω από διαφορετικούς ουρανούς, φτιαγμένους από άγνωστες λέξεις.

Πέρα όμως απ’ αυτά τά θαυμαστά, που διά των λέξεων αποκτούμε πρόσβαση σε μια νέα διάσταση της πραγματικότητας, πρέπει να αναφερθώ και στις ιδιαίτερα εκφράσεις του Αγίου Όρους, οι όποιες, όταν γύρισα στη Θεσσαλονίκη, κάποιες φορές μου κόστισαν την ειρωνεία κάποιες άλλες μου εξασφάλισαν τη συμπάθεια. Έτσι λοιπόν στο Όρος δε λένε ποτέ «καλημέρα». Αντί για το συνηθισμένο αυτό χαιρετισμό, πρέπει να πεις «ευλογείτε!.. και ό άλλος να σου απαντήσει «ό Κύριος». Δε λένε «ευχαριστώ», αλλά «Θεός σχωρέσει σε» κι όταν χτυπούν μια πόρτα για να μπουν, δε ρωτάνε «μπορώ να μπω;», άλλο «δι’ εύχών των αγίων Πατέρων ημών».
Ούτε λένε «σύμφωνοι», αλλά «να είναι ευλογημένο».
Φθάνοντας στο 'Άγιο Όρος, παρατήρησα, χωρίς αρχικά να δώσω σημασία, ότι το ρολόι της Μονής Ιβήρων πήγαινε μία ώρα μπροστά σε σχέση μέ το δικό μου ρολόι, πού ήταν ρυθμισμένο σε ώρα Γκρήνουιτς. Και μόνον όταν έφθασα στη Μονή Σταυρονικήτα, ή έκπληξή μου πήρε διαστάσει. ανησυχίας. Το ρολόι εδώ πήγαινε μια ώρα πίσω. Αρχικά σκέφθηκα ότι έφταιγε το δικό μου ρολόι, μετά ότι μάλλον το ρολόι του μοναστηριού ήταν χαλασμένο.

Όταν όμως ρώτησα ένα μοναχό, κι υστέρα άλλον έναν, τί ώρα είναι αυτοί μου απάντησαν την ώρα πού έδειχνε και το ρολόι της μονής. Μα, αν το ρολόι μου πήγαινε καλά, τότε πηγαίνοντας από το ένα μοναστήρι στο άλλο, πήγαινα ανάποδα στο χρόνο. Αυτό ήταν για να τρελαίνεσαι. Ή λογική είναι ότι, όταν ό επισκέπτης χάνει την αίσθηση της κανονική• χρονικότητας, αποκόπτεται από την πραγματικότητα από την όποια προέρχεται. Μου εξήγησαν ότι όπως όλοι στο μοναστήρι εσύ και ο χρόνος ωφέλει να δείχνει υπάκουη στο προϊστάμενο του μοναστηριού και ότι αυτός είναι που καθορίζει κατά την προαίρεση του την ώρα συμφωνά με την οποία πορεύεται η κοινότητα. Άλλη γλώσσα άλλος χρόνος.


ALAIN DUREL. Η ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. 

http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2016/02/alain-durel.html