Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

Γιατί η προφητεία συσκιάσθηκε με ασάφεια

Ο προφητικός λόγος είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο μέσα στην Χριστιανική Πίστη.
Είναι είδος θρησκευτικού θεόπνευστου λόγου που συναντούμε κυρίως στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Λειτουργεί σαν το φως του λυχναριού που βοηθά να πλησιάσουμε στον Ήλιο της Δικαιοσύνης, τον Χριστό. «Και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον, εις τον οποίον κάμνετε καλά να προσέχητε ως εις λύχνον φέγγοντα εν σκοτεινώ τόπω, εωσού έλθη η αυγή της ημέρας και ο φωσφόρος ανατείλη εν ταις καρδίαις υμών» (Β’ Πέτρου, 1:19). Στο συγκεκριμένο απόσπασμα από τα «Αμφιλόχια» του Μ. Φώτιου, ο άγιος αναφέρεται στο θέμα της «ασάφειας» των προφητειών και εξηγεί πολύ απλά τον διπλό ρόλο της προφητείας, όσον αφορά την αποδοχή της εκ μέρους του ανθρώπου. Όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν την ίδια πρόθεση και δεν τοποθετούνται όλοι ορθά απέναντι στα πράγματα του Θεού. «Η πίστις  δεν υπάρχει εις πάντας» (Β’ Θες/κεις, 3:2). Η προφητεία αποκαλύπτεται από τον Θεό και δεν ανακαλύπτεται με την ανθρώπινη σοφία. Και ενώ είναι ασαφής σε αυτούς που χλευάζουν, γίνεται σαφής στους αξίους που θα τις σεβαστούν!


«Επειδή ρωτάς και θέλεις να μάθεις, γιατί τέλος πάντων η προφητεία έχει συσκιασθεί με ασάφειες, σου απαντώ με συντομία. Επειδή η προφητεία δεν είναι ιστορία. Γιατί περισσότερο από κάθε άλλο αρετή της ιστορίας είναι να μιλάει με σαφήνεια και να μην κάνει περίπλοκες διατυπώσεις. Γιατί διδάσκει γεγονότα που έγιναν μέσα στον κόσμο και που τα ήξεραν όλοι όμοια και σπουδαίοι και κοινοί άνθρωποι τον καιρό που γίνονταν, και τώρα δεν εμποδίζονται να τα γνωρίζουν.

Αντίθετα στην προφητεία, που έργο της είναι να αποκαλύπτει στους αξίους τα άγνωστα, και στους βέβηλους να τα κάνει απρόσιτα, αρμόζει κυρίως η συσκιασμένη και αινιγματική και συμβολική έκφραση και διατύπωση, από τα οποία, νομίζω λύθηκε η απορία σου, ότι αν δεν έπρεπε να μάθουμε κάποια, δεν έπρεπε να μας τα πει καθόλου, αν όμως κρίθηκε ότι έπρεπε να τα μάθουμε, να μην είναι η προφητεία ασαφής, και ίσως θα έπρεπε σχεδόν ούτε και να ειπωθούν.

Γιατί από όσα ειπώθηκαν φάνηκε ότι και έπρεπε να τα μάθουν οι άνθρωποι, και ήταν ανάγκη να μην ειπωθούν με τρόπο βέβηλο και κοινό, αλλά στους μυημένους να λεχθούν με σαφήνεια, ενώ στους αμύητους να διατηρηθούν κρυφά και απρόσιτα».



(ΕΠΕ 3, έργα Μ. Φώτιου, σελ. 243).