Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Γιατί το τουρκικό κράτος επείγεται να καταστρέψει τις αυτοδιοικητικές δομές των Κούρδων

Νίκος Μούδουρος
 
Η Μεριέμ Σουνέ, 53 χρονών και μητέρα επτά παιδιών, ήταν μία από τους οκτώ ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους από πυροβολισμούς των ειδικών αστυνομικών στην κουρδική επαρχία Τζίζρε της Τουρκίας.
Σκοτώθηκε στη διάρκεια ισχύος του νόμου «απαγόρευσης κυκλοφορίας» στις αρχές του προηγούμενου Σεπτέμβρη. Το μόνο που ζήτησε η οικογένεια της Μεριέμ ήταν να διοργανώσει μια κανονική τελετή ταφής… Λόγω του νόμου, οι αρχές του τουρκικού κράτους δεν έδωσαν άδεια. Οι συγγενείς αναγκάστηκαν να «φυλάξουν» το πτώμα της πολυαγαπημένης τους στον αποθηκευτικό χώρο-καταψύκτη με τα κοτόπουλα του διπλανού μπακάλικου, μέχρι να λήξει ο περιορισμός στην απαγόρευση κυκλοφορίας. Κάπως έτσι τελειώνουν οι τραγικές ιστορίες των ανθρώπων που βιώνουν αυτή την περίοδο ένα πραγματικό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Ένα συγκεκριμένο καθεστώς το οποίο επιβάλλεται από το τουρκικό κράτος ως μέθοδος καταστολής του κουρδικού κινήματος και που απλώνεται καθημερινά στον γεωγραφικό χώρο της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Το πρακτικό πρόσωπο του καθεστώτος εξαίρεσης ονομάζεται «νόμος απαγόρευσης κυκλοφορίας».

«Με στόχο τη σύλληψη των μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης, αλλά και τη διασφάλιση της ασφάλειας της ζωής και προστασίας της περιουσίας του λαού μας, στις 4 Σεπτεμβρίου 2015 από η ώρα 20:00 μέχρι και τη δημοσιοποίηση δεύτερης οδηγίας, ανακηρύσσεται απαγόρευση κυκλοφορίας στην επαρχία Τζίζρε». Τα λόγια αυτά ακούστηκαν από τα μεγάφωνα των ειδικών σωμάτων της αστυνομίας που στήθηκαν στα γραφεία του Δήμου της Τζίζρε μία ώρα πριν την εφαρμογή του νόμου. Η τραγική ειρωνεία του αιτιολογικού της ανακοίνωσης περί της «διασφάλισης της ζωής και προστασίας της περιουσίας» έγκειται στο ότι οι ειδικοί αστυνομικοί το είχαν παραβιάσει λίγα λεπτά πριν. Έσπασαν τις πόρτες και τα παράθυρα των δημοτικών γραφείων, κατέλαβαν τον χώρο με τα όπλα, απείλησαν και εκδίωξαν τους εργαζομένους… μετά εγκατέστησαν τα μεγάφωνα. Συνήθως με αυτό τον τρόπο ξεκινά η διαδικασία «επαναφοράς της τάξης» στις κουρδικές περιοχές, η οποία τις επόμενες λίγες μέρες μετατρέπεται σε κόλαση για τους κατοίκους της περιοχής.

Ένας νόμος…  μια πραγματική πολιορκία
Είναι από τις περιπτώσεις εκείνες που ο τίτλος του νόμου -«απαγόρευση κυκλοφορίας»- δεν αντικατοπτρίζει πλήρως την υλική πραγματικότητα και τις συνέπειες της εφαρμογής του. Με την επιβολή του, ειδικά τμήματα της αστυνομίας, του στρατού και της χωροφυλακής περικυκλώνουν μια συγκεκριμένη περιοχή, πόλη, επαρχία, ακόμα και γειτονιά. Διασφαλίζουν ότι διακόπτεται κάθε είδους μετακίνηση εντός και εκτός της περιοχής. Η απαγόρευση αφορά τόσο σε ανθρώπους, όσο και σε προϊόντα. Στις αμέσως επόμενες ώρες, ο έλεγχος των ειδικών σωμάτων του κράτους επεκτείνεται βίαια και στο εσωτερικό της συγκεκριμένης περιοχής. Ένοπλοι άντρες και τεθωρακισμένα μεριμνούν ώστε ο πληθυσμός να απομονωθεί στα σπίτια του. Σχολεία και νοσοκομεία αναστέλλουν τη λειτουργία τους, ενώ τα καταστήματα κλείνουν μέχρι να ακουστεί η «δεύτερη ανακοίνωση». Ελικόπτερα του τουρκικού στρατού και μη επανδρωμένα αεροσκάφη παρακολουθούν από ψηλά την εφαρμογή του νόμου. Σε περιπτώσεις «παραβίασης», που αυτή μπορεί να είναι ακόμη και ένας πεζός στον δρόμο, είτε βομβαρδίζουν, είτε στέλνουν αμέσως το μήνυμα για την έναρξη «χερσαίων επιχειρήσεων». Οι πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας στις οποίες αυτή την περίοδο επιβάλλεται ο εν λόγω νόμος, ουσιαστικά «σφραγίζονται» και πολιορκούνται, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Αποτελούν μικρά και μεγάλα καθεστώτα εξαίρεσης, για τα οποία το τουρκικό κράτος αποφασίζει την αναστολή ολόκληρης της κοινωνικής δραστηριότητας.
Το βασικό δικαιολογητικό του κράτους είναι η κατάργηση των δομών αυτοδιοίκησης και αυτοάμυνας που δημιουργεί το ΡΚΚ και η οργανωμένη νεολαία των Κούρδων στις πόλεις. Στο σημείο αυτό άλλωστε βρίσκεται η μεγάλη ανατροπή στην πορεία του Κουρδικού προβλήματος, με την ανάπτυξη νέων δυναμικών τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια. Η δημιουργία της αυτοδιοικούμενης περιοχής της Ροζιάβα στα βόρεια εδάφη της Συρίας, ως αποτέλεσμα της σταθερής πορείας ενίσχυσης του κουρδικού κινήματος, ήταν ουσιαστικά το πρώτο μέχρι στιγμής πετυχημένο πείραμα τοπικής κουρδικής εξουσίας σύμφωνα με τις ιδεολογικές αναζητήσεις του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Το «συριακό πείραμα» των Κούρδων σε συνδυασμό με την ιστορική επιτυχία του Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) να ξεπεράσει το όριο του 10% και να εισέλθει στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, στις 7 Ιουνίου 2015, δημιούργησαν τις δυναμικές εισαγωγής αυτής της νέας μορφής κουρδικής αυτοδιοίκησης και στη νοτιοανατολική Τουρκία. Σε πόλεις προπύργια του κουρδικού πολιτικού και ένοπλου κινήματος, όπως οι Τζίζρε, Σιλόπι, Σίλβαν, Λίτζε, Γιουκσέκοβα, Σουρ, Νουσάιμπιν, Βάρντο και Ίντιλ, έχει εφαρμοστεί για μικρά χρονικά διαστήματα το συγκεκριμένο μοντέλο αυτοδιοίκησης. Λόγω της κρατικής βίας, η αυτοδιοίκηση διευρύνθηκε σταδιακά και σε νέες μορφές τοπικής αυτοάμυνας και προστασίας του πληθυσμού.
Στη βάση αυτών των εξελίξεων, το τουρκικό κράτος εντατικοποίησε την πολιτική καταστολής με την ενεργοποίηση στρατιωτικών μέτρων, μέσα από αποφάσεις του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας ήδη από τον Οκτώβριο του 2014. Πέραν από την έναρξη μαζικών συλλήψεων υπόπτων για συμμετοχή στο ΡΚΚ, η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) προχώρησε στην επανέναρξη των αεροπορικών βομβαρδισμών εναντίον θέσεων της οργάνωσης στο Βόρειο Ιράκ, καθώς και στην εφαρμογή του νόμου απαγόρευσης κυκλοφορίας. Παράλληλα, από τον Ιούλιο του 2015, το υπουργικό συμβούλιο αποφασίζει σε τακτά χρονικά διαστήματα για τη μετατροπή αγροτικών περιοχών αλλά και μικρών αστικών κέντρων σε «ειδικές στρατιωτικές περιοχές ασφάλειας». Σε τέτοιες περιοχές, ο αρμόδιος έπαρχος έχει την εξουσία κινητοποίησης του στρατού και της αστυνομίας για την ολοκληρωτική καταστολή «κοινωνικών αναταραχών». Από τον Ιούλιο μέχρι σήμερα, 145 περιοχές μετατράπηκαν σε «στρατιωτικές περιοχές ασφάλειας». Τα στοιχεία του Συνδέσμου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Τουρκίας σε σχέση με την εφαρμογή του νόμου απαγόρευσης κυκλοφορίας είναι ενδεικτικά αυτού του ιδιότυπου καθεστώτος εξαίρεσης στη νοτιοανατολική Τουρκία. Συγκεκριμένα, από τις 16 Αυγούστου μέχρι και τις 11 Δεκεμβρίου 2015, ο νόμος επιβλήθηκε σε 17 επαρχίες, εφαρμόστηκε συνολικά 54 φορές με διαφορετική χρονική διάρκεια και επηρέασε καθοριστικά περισσότερους από 1,2 εκατομμύρια ανθρώπους. Από τις 7 Ιουνίου 2015 μέχρι και σήμερα, η διάρκεια της εφαρμογής του νόμου ξεπέρασε τις 160 μέρες. Για παράδειγμα, στην πόλη Νουσάιμπιν η πολιορκία διήρκεσε 14 συνεχόμενες μέρες, στη Σίλβαν 12 μέρες και στην Τζίζρε 9 μέρες. Από τις 14 Δεκεμβρίου 2015, η Τζίζρε και η Σιλόπι βρίσκονται και πάλι υπό το καθεστώς πολιορκίας για έκτη φορά τους τελευταίους πέντε μήνες.

Η αλλαγή της πολιτικής γεωγραφίας
Παράλληλα, ίσως και στον ίδιο βίαιο βαθμό, η επιβολή του νόμου αυτού αλλάζει την πολιτική γεωγραφία της Τουρκίας, με άγνωστες επιπτώσεις για το άμεσο μέλλον. Στις πολιορκούμενες περιοχές, οι κάτοικοι καλούνται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους με την προσωρινή κατάπαυση του πυρός. Το δίλημμα των κατοίκων όμως είναι πολύ συγκεκριμένο: είτε θα ακολουθήσουν την προτροπή για προσφυγοποίηση, είτε θα παραμείνουν έγκλειστοι με κίνδυνο για την ίδια τους τη ζωή. Η τακτική αναγκαστικής μετακίνησης και η εκκένωση των κουρδικών περιοχών δεν είναι νέο φαινόμενο. Αποτελεί ουσιαστικό μέρος του πολέμου που διεξάγει το τουρκικό κράτος ενάντια στο ΡΚΚ από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η εκκένωση κουρδικών χωριών και αγροτικών περιοχών κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1990, με αποτέλεσμα την τετραετία 1990-1994 περίπου τρία εκατομμύρια Κούρδοι να εξαναγκαστούν σε εκτοπισμό. Η σημερινή νέα φάση, όμως, φαίνεται να διευρύνεται και να αγγίζει καθοριστικά τα αστικά κέντρα της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Από τον Ιούλιο μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2015, περίπου 20 χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Σίλβαν, μια πόλη των 100 χιλιάδων κατοίκων. Συνεπώς η πολιτική εκκένωσης, την οποία εφαρμόζει το τουρκικό κράτος, ακολουθεί παράλληλη πορεία με τη νέα «κοινωνιολογία» του κουρδικού ένοπλου κινήματος. Τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 το ΡΚΚ επικρατούσε στην αγροτική ύπαιθρο. Σήμερα και ιδιαίτερα μετά τις ανακατατάξεις που προκάλεσε η κρίση στη Συρία το ΡΚΚ διευρύνει σταδιακά την επιρροή του σε κουρδικές πόλεις και επαρχίες.

Aνυπέρβλητα προβλήματα επιβίωσης
«Κάθε βράδυ, βάζω βαμβάκια στα αφτιά της μικρής μου κόρης για να μην ξυπνά από τους πυροβολισμούς. Εδώ και μέρες, το κορίτσι μου ξυπνούσε συνεχώς, έτρεμε από τον φόβο, έκλαιγε γοερά…». Τα λόγια της μάνας από την πόλη Νουσάιμπιν, είναι χαρακτηριστικά της κατάστασης μέσα στην οποία αναγκάζονται να ζουν τόσοι πολλοί άνθρωποι το τελευταίο διάστημα. Η συγκεκριμένη κατάσταση έφτασε ήδη στο σημείο όπου η ανθρώπινη απώλεια καταντά συνήθεια. Ο βουλευτής του HDP Ιντρίς Μπαλούκεν αποκάλυψε πρόσφατα ότι 78 άνθρωποι σκοτώθηκαν στο καθεστώς πολιορκίας που εφαρμόζεται. Στην πόλη Νουσάιμπιν, στις 14 μέρες της απομόνωσης, εννέα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο ένας από αυτούς αυτοκτόνησε γιατί δεν μπόρεσε να μεταφέρει την άρρωστή του μητέρα στο νοσοκομείο της περιοχής… Οι Αρχές δεν έδωσαν άδεια για «παραβίαση» του νόμου. Είναι γεγονός ότι πέραν της απώλειας ανθρώπινων ζωών, η βίαιη δημιουργία θυλάκων μέσα από την κρατική καταστολή οδηγεί ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού στην απομόνωση και την περιθωριοποίηση. Αναλόγως της χρονικής διάρκειας των απαγορεύσεων, παρουσιάζονται αντίστοιχα πολλά ανυπέρβλητα προβλήματα επιβίωσης. Διακόπτεται η παροχή ηλεκτρισμού και νερού, εξαντλούνται αγαθά πρώτης ανάγκης όπως το ψωμί και το γάλα. Εξαφανίζεται η ιατρική περίθαλψη. Σχεδόν μια ολόκληρη γενιά νέων αποκόπτεται από την εκπαίδευση, τόσο λόγω της κατάρρευσης του εκπαιδευτικού συστήματος στις περιοχές αυτές, όσο και λόγω της στρατιωτικοποίησης της κοινωνικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, μόνο στην επαρχία Σίλβαν, 5-6 χιλιάδες μαθητές δεν θα έχουν για το επόμενο χρονικό διάστημα πρόσβαση στην εκπαίδευση.

Τα διλήμματα του τουρκικού κράτους
Αυτό που βιώνεται σήμερα σε μια σειρά από πόλεις τις νοτιοανατολικής Τουρκίας είναι ένα νέο στάδιο του κουρδικού προβλήματος που φέρει μαζί του συνέχειες και ρήξεις με το παρελθόν σε ότι αφορά τόσο στην οργάνωση του ΡΚΚ, όσο και στη κουρδική συνείδηση. Το μοντέλο αυτοδιοίκησης και αυτοάμυνας που επιδιώκει να καταστείλει το κράτος μέσα από τη δημιουργία πολιορκημένων θυλάκων, φαίνεται να είναι προϊόν συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών που προηγήθηκαν. Το ΡΚΚ στη σημερινή συγκυρία δημιουργεί νέους πυρήνες στρατιωτικής και πολιτικής επιρροής εντός των πόλεων, οι οποίοι δεν υπήρχαν τα προηγούμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, μέσα από τις τοπικές δομές εξουσίας, προσπαθεί να σταθεροποιήσει αυτή τη νέα του παρουσία, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές εξελίξεις και ιδιαίτερα αυτές στη Συρία.
Στις σημερινές συνθήκες έκτακτης ανάγκης, το μοντέλο αυτοδιοίκησης δεν μπορεί να φανερώσει δημόσια όλες του τις πτυχές. Όμως είναι γεγονός ότι η κουρδική θεσμική οικοδόμηση, μέσα από τα εμπόδια και τις δυσκολίες που προκαλεί ο νόμος απαγόρευσης κυκλοφορίας, αποτελεί την ίδια στιγμή μια «αντιπολίτευση» ενάντια στη συγκεκριμένη μονοπώληση της εξουσίας από το τουρκικό κράτος και μια ιδιότυπη πρόταση αποκέντρωσης. Δεν αποτελεί μόνο μια έκφραση της ιδεολογικής και πολιτισμικής απόστασης που χωρίζει ένα μέρος του κουρδικού πληθυσμού από το κράτος. Είναι παράλληλα και μια προσπάθεια δημιουργίας εναλλακτικής πολιτικής εξουσίας σε ένα γεωγραφικό χώρο. Οι συνελεύσεις της γειτονιάς, οι συνελεύσεις της πόλης και η ενεργοποίηση παράλληλων τοπικών δομών δικαιοσύνης, αποτελούν εκφράσεις της προσπάθειας ξεπεράσματος της κρατικής καταστολής. Η ζωή πίσω από τα οδοφράγματα που στήνουν οι νεαροί Κούρδοι για να υπερασπιστούν τις αυτοδιοικούμενες περιοχές, επεκτείνεται από την προσπάθεια δημιουργίας οικονομικών συνεταιρισμών και την διεύρυνση των εξουσιών του δήμου μέχρι και την εμφάνιση έκτακτων εθελοντικών ιατρείων πρώτων βοηθειών.
Έτσι, η κρατική βία που εκπροσωπείται με την πολιορκία αυτών των πόλεων, ουσιαστικά στοχεύει στο να αποδυναμώσει ή να ακυρώσει τις προοπτικές εμφάνισης μια εναλλακτικής οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης κουρδικής έμπνευσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το τουρκικό κράτος, προσπαθεί να εξοστρακίσει τις προοπτικές εισαγωγής του παραδείγματος των βόρειων εδαφών της Συρίας, αλλά και να προκαλέσει ζημιά στους ιδεολογικούς δεσμούς του κουρδικού ένοπλου και πολιτικού κινήματος που επικρατούν στην τουρκοσυριακή μεθόριο. Αυτή τη στιγμή η απάντηση της Άγκυρας στην εμφάνιση μιας «πρώιμης» κουρδικής τοπικής εξουσίας στα τουρκικά εδάφη, είναι η πολιορκία και η καταστολή. Το δίλημμα όμως του τουρκικού κράτους παραμένει: αδύναμη ή ισχυρή, η κοινωνική στήριξη προς το μοντέλο τοπικής αυτοδιοίκησης και αυτοάμυνας στις κουρδικές πόλεις, υπάρχει. Μαζί με αυτή τη στήριξη φαίνεται να διαγράφεται στον ορίζοντα μια νέα, πιο έντονη πολιτική δραστηριότητα των φτωχότερων στρωμάτων των Κούρδων που συγκεντρώνονται σε αυτές τις περιοχές. Η ενίσχυση της κουρδικής ταυτότητας, είτε εγκρίνει τις μεθόδους της ένοπλης πτέρυγας είτε όχι, έχει πλέον επιβεβαιωθεί και μέσα από τις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις. Το τουρκικό κράτος λοιπόν θα καλεστεί στο επόμενο χρονικό διάστημα να διαχειριστεί, αλλά και να συνομιλήσει με την ενισχυμένη κουρδική συλλογικότητα. Επομένως το ερώτημα δεν είναι αν και πότε θα επαναρχίσουν οι συνομιλίες, αλλά ποια θα είναι πλέον τα αιτήματα του κουρδικού κινήματος στο νέο περιβάλλον ολόκληρης της περιοχής.

* O Νίκος Μούδουρος είναι δρ Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών.

Φιλελεύθερος
ΠΗΓΗ