Και μπροστά σ’ αυτό το πλήθος, στεκόμουν και γώ. Απέναντι από μένα βρισκόταν ένας γίγαντας, ένας δαιμόνιος άνθρωπος, ένας φοβερός κατήγορος, έτοιμος να κατηγορήσει, και να τους καταδικάσει όλους, με επιχειρήματα σατανικά. Επιχειρήματα που του έδιδε αυτό το πλήθος. Το αξιοπερίεργον λοιπόν ήτο, ότι όλο αυτό το πλήθος, ήταν βουβό, είχαν μεν όλοι στόματα, όπως και μάτια και τα λοιπά και πρόσωπο, αλλά το στόμα τους ήταν κλειστό. Ήταν όλοι τους μουγγοί.
Διότι όλοι τους ήσαν αναπολόγητοι σ’ αυτή την κρίση που γινόταν, σ’ αυτό το δικαστήριο. Και τώρα τι θα γίνει; Τι πρέπει να κάνω εγώ; Και αμέσως του λέγω θαρρετά -ο γέροντας, λέει θαρρετά, στον δαιμόνιο αυτόν άνθρωπο-: "Δεν μπορείς να τους καταδικάζεις όλους αυτούς τους ανθρώπους εσύ, επειδή συ έτσι το θέλεις!"
Εκεί τότε εκείνο το φοβερό δαιμόνιο, άρχισε να κατηγορεί τον καθέναν χωριστά, για τα αμαρτήματά του. Και πρώτον, διότι δεν είχε κανείς μετάνοια. Το επαναλαμβάνω σε όλους. Δεν είχε κανείς μετάνοια!
Δεύτερον, τρίτον, τέταρτον, πέμπτο, έκτο, έβδομο, όγδοο, ένατο, δέκατο, θα απαριθμήσω μερικά απ’ αυτά. Ο ένας ήταν κλέπτης. Ο άλλος, μέρα νύχτα έλεγε ψέματα. Ο άλλος ήταν υπερήφανος. Και για να μη λέω ο άλλος, ο άλλος, λέω, εγωιστής, κενόδοξος, πόρνος, μοιχός, παιδεραστής, ομοφυλόφιλος, φονιάς, πατροκτόνος, μητροκτόνος, εκτρώσεις, αρσενοκοιτία, μέθυσοι χαρτοπαίκτες, λίδοροι, μαλακοί, δειλοί, φιλάργυροι, οργίλοι, θυμώδεις, κατακριτές, κουτσομπόληδες, αργολόγοι, αιμομίχτες, φθονεροί, ζηλιάρηδες, άδικοι, άρπαγες, δόλιοι, πονηροί, χωρίς προσευχή, χωρίς εκκλησιασμό, χωρίς εξομολόγηση και μετάνοια, χωρίς Θεία Κοινωνία, ανελεήμονες, άσπλαχνοι, άστοργοι, ασεβείς προς τους γονείς και μεγαλυτέρους, κακούργοι, αναρχικοί, ανήθικοι, αργόσχολοι, σκληροτράχηλοι, αγνώμονες, αχάριστοι, θέλετε να πω και άλλα; Και γώ, λέει ο γέροντας, τους υπερασπιζόμουν όλους αυτούς.
Να τι κάνει το κομποσχοινάκι σας! Να τι κάνει η προσευχή. Να τι κάνει η αγιασμένη ζωή, να τι κάνει η παρρησία προς το Θεό! Υπερασπίζεσαι τον άνθρωπο που είναι αμετανόητος. Και τους δίδεις φώς! Και θείον φόβον! Για να έρθουν στη μετάνοια!
Κι ενώ συνεχώς μαχόμουν μαζί του, λέγοντας αυτός τα δικά του, και ’γω αντιλέγοντας, υπερασπιζόμενος όλους αυτούς, ακριβώς τότε, από τις πολλές φορές, που έλεγε κείνος και έλεγα κι εγώ, ήλθα εις εαυτόν.
Και ερχόμενος εις εαυτόν, είπα: «Και τώρα τι γίνεται; Παναγία μου!», φώναξα μέσα στο κελί μου: «Χριστέ μου! σε τι μέρες ζούμε; Χάνονται εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ψυχές. Χριστέ μου, πού πάμε; Πού πάμε; Πού πάμε;»
«Η ώρα του θανάτου έρχεται, οι άνθρωποι και μείς μαζί τους περπατάμε αδιάφοροι. Μας κατέλαβε όλους μια απέραντη πνευματική νάρκη και ραθυμία. Ούτε πίστις, ούτε Θεός, ούτε αγάπη, ούτε έλεος προς τον πλησίον, ούτε συμμετοχή στα άγια μυστήρια, ούτε προσευχή, ούτε μετάνοια, ούτε δάκρυα. Πώς θα σώσουμε την ψυχή μας, Χριστέ μου; Πώς;»
http://hellasforce.com