Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

«ΟI ΚΟΥΖΟΥΛΟI ΤHΝ ΚAΝΑΝΕ AΘAΝΑΤΗ ΤHΝ ΚΡHΤΗ…» (Δ. Νατσιός) «Αὐτὴ ἡ κουζουλάδα, ἡ “παλαβὴ φλέβα”, ποὺ ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μᾶς λείπει».

xanthoudidis_Antonios_ 
Γράφει ὁ Δημ. Νατσιός  Δάσκαλος-Κιλκίς 

Σ’ ἕνα παλιὸ τεῦχος τοῦ πάντα ἐξαιρετικοῦ περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ» ἐντόπισα ἕνα κείμενο, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ δὲν τὰ ἀφήνεις ὕστερα ἀπὸ τὴν πρώτη ἀνάγνωση,
ἀλλά, σκέφτεσαι, ὅτι πρέπει νὰ μοιραστεῖς καὶ μὲ ἄλλους τὴν συγκίνηση καὶ τὸ μεγαλεῖο ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ αὐτά. Πρωτίστως, ἔχω τὴν συνήθεια, νὰ τὰ «δωρίζω» στοὺς μαθητές μου, διότι τοῦτες οἱ γενεὲς δὲν γνωρίζουν τὴν Πατρίδα τους – ὡς προσανάμματα πατριδογνωσίας– ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀναπληρώσω τὶς νερόβραστες καὶ ἄνοστες τιποτολογίες ποὺ περιέχουν τὰ ἐν χρήσει σχολικὰ ἐγχειρίδια.

Τὸ κείμενο, στὸ ὁποῖο ἀναφέρομαι, εἶναι «ἡ διαθήκη τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Ἀντωνίου Ζωγράφου-Ξανθουδίδη». (Τὸ πρωτότυπο φυλάσσεται στὸ ἱστορικὸ μουσεῖο Ἡρακλείου). Ὁ Ἀντώνιος Ξανθουδίδης (1819-1896) γεννήθηκε, ἔζησε καὶ πέθανε στὴν Κρήτη. Μεγάλη μορφή, «γενναῖος μετὰ φρονήσεως, ἀφιλοκερδής, τύπος χρηστοῦ καὶ μεγαλοψύχου πατριώτου», λεβέντης ὁπλαρχηγός, ἔλαβε μέρος στοὺς ἡρωικοὺς ἀγῶνες τῆς Κρήτης γιὰ ἀπελευθέρωση καὶ ἕνωση μὲ τὴν Πατρίδα. Διακρίθηκε κυρίως στὴν Μεγάλη Ἐπανάσταση τοῦ 1866-1869, «ἀρχαῖος ἄνθρωπος» ποὺ θὰ ἔλεγε καὶ ὁ Κόντογλου, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ «μοσχοβολοῦν σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο».

Ἀσχολήθηκε μὲ τὴν πολιτική, μὲ τὴν πρωταρχικὴ σημασία τοῦ ὅρου καὶ ὄχι μὲ τὴν κατεστημένη λωποδυσία τῆς ἐποχῆς μας- «ἦταν τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἔζων δι’ ἓν ἔπαινον καὶ πέθαινον δι’ ἕνα τραγούδι», ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀνδρέας Καρκαβίτσας. Ὑπῆρξε ἀκόμη καὶ ἁγιογράφος. Παραθέτω τὴν διαθήκη του – ὑποθήκη γιὰ τὴν Πατρίδα, γιὰ νὰ κατανοήσουμε τί λογῆς ἦταν οἱ Ἕλληνες, οἱ προκομμένοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι, ποὺ μᾶς χάριζαν λευτεριὲς καὶ προίκιζαν τοὺς ἀπογόνους «ἠθική, ἀρετή, σέβαση εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκείαν μας… γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ». (Μακρυγιάννης)


«Α) Ἀποθνήσκων τέκνον γνήσιον τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐντέλλομαι τοὺς υἱούς μου ἀγαπητούς, ἐμὰ τέκνα, ἵνα διατελῶσι πιστὰ καὶ ἀφωσιωμένα εἰς τὴν πάτριον αὐτῶν θρησκείαν, παραγγέλλω ἑπομένως αὐτῶν ἵνα ἀκριβῶς ἐκπληρώσωσι τὰ χριστιανικὰ καθήκοντά των καὶ διαφυλάττουν ἄμεμπτα τὰ χριστιανικὰ ἔθιμα τῆς Πατρίδος. Συνιστῶ δὲ ἐνθέρμως πρὸς παντὸς ἄλλου τὴν ἐλεημοσύνην… παραγγέλλω εἰς τὰ τέκνα μου νὰ βοηθῶσι τοὺς πτωχούς, παραδειγματιζόμενα ἀπὸ τοὺς γονεῖς αὐτῶν.

Β) Ἐντέλλομαι… ν’ ἀφοσιωθῶσιν εἰς τὴν δικαίωσιν τῆς Πατρίδος, ἀπωθοῦντες τὰς ἐγωϊστικὰς ἰδέας τοῦ συμφέροντος καὶ τοῦ ἀτομισμοῦ… …Ἂς ἔχωσιν ὑπ’ ὄψιν τὸ συμφέρον τῆς Πατρίδος, ὄντες ἤπιοι πρὸς τοὺς ἀντιθέτους καὶ ἀμνησίκακοι, διότι ἡ μνησικακία ἁρμόζει μόνον εἰς τὰ θηρία…

Δ) Παραγγέλλω τοὺς υἱούς μου νὰ ὁδηγήσουν τὸν εἰσέτι ἄγαμον ἀδελφόν των, Στέφανον, νὰ συζευχθῆ μετὰ Ἑλληνίδος Ὀρθοδόξου…

ϛ) Παρακαλῶ τὴν σύζυγόν μου, καὶ μετὰ τὸν θάνατον αὐτῆς, τὰ τέκνα μου, νὰ τελοῦν τὰ ἐτήσια μνημόσυνα κατὰ τὰ ἔθιμα τῆς Πατρίδος…

Ζ) Συνιστῶ εἰς τὰ τέκνα μου νὰ ἀποφεύγουσι τὴν σπατάλην καὶ τὴν φιλαργυρίαν, διότι ἀμφότερα τὰ ἐλαττώματα αὐτὰ εἶναι μισητά».

Ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικὴ ἀναδίδει ἡ διαθήκη τοῦ Κρητικοῦ καπετάνιου. Ξεκινᾶ μὲ ὁμολογία πίστεως, ὅπως πράττουν ὅλοι ὅσοι ζοῦν, ἀναπνέουν καὶ γεύονται τὰ καθάρια νάματα τῆς ἁγίας μας Ὀρθοδοξίας.

Ἡ φράση «τέκνον γνήσιον τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ», παραπέμπει σὲ μία παρόμοια τοῦ Ἀλ. Παπαδιαμάντη, ὅταν ἀπαντοῦσε στὸν αἱρετικὸ Μακράκη καὶ τοὺς ὀπαδούς του, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐγκαλοῦσαν περὶ ἀθεΐας –ποιόν; Τὸν Παπαδιαμάντη!– Ἔγραφε ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος: «Ἀλλὰ ποῦ ἀνακαλύψατε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἄθεος; Ἔχετε λοιπὸν καὶ πνεῦμα Πύθωνος, ὁλόκληρον λεγεῶνα ἔχετε; Ἐξωρκισμένοι νὰ εἶσθε. Ἐγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐκπροσωπουμένης ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων της». (ἐκδ. «Γιοβάνης», τόμ. 5ος, σελ. 365).

Πρώτη ἐντολὴ καὶ παραγγελία τοῦ μεγάλου Κρητὸς πρὸς τὰ ἀγαπητά του τέκνα –πέντε ἀγόρια– εἶναι ἡ ἀφοσίωση εἰς τὴν «πάτριον» πίστη, ἦθος κολοκοτρωναίικο «νὰ φυλάξετε τὴν πίστιν σας καὶ νὰ τὴν στερεώσετε» καταπῶς κανοναρχοῦσε τοὺς νέους τῶν Ἀθηνῶν καὶ ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ. Δὲν ἀπαριθμεῖ χρήματα, χωράφια, βιὸς καὶ λοιπὰ δολώματα ἁμαρτίας καὶ κωλύματα ἀρετῆς. «Αὐτὴ -ἡ τῶν χρημάτων περιουσία- κώλυμα πρὸς τὴν ἀρετὴν γίνεται… Αἱ γὰρ τρυφαὶ καὶ αἱ ἄτυποι ἡδοναὶ καὶ τὰ μυρία κακὰ ἐντεῦθεν τίκτεται». Ἡ χρηματικὴ περιουσία, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, γεννᾶ μύρια κακὰ τοὺς νέους. (ΕΠΕ, 5, 60-54). Ὁ λαός μας, ὅσο ζοῦσε τὴν ἔντιμον πενίαν του πρὶν τὴν ὀλέθρια ἀνάμειξή του μὲ τοὺς Φράγκους, καὶ τὰ δολοφονικὰ δάνεια, ἤθελε πρῶτα τὸ μέτωπο καθαρὸ καὶ «καλὴ καρδιά». («Καρδίαν καθαρὰ κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός»).

Ἡ φτώχεια κρατοῦσε τὴν ψυχή του σὲ κατάσταση ὑγείας. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔμαθε ὅτι ἡ ἀφοσίωση «εἰς τὴν πάτριον θρησκείαν» καὶ ἡ διαφύλαξη «τῶν χριστιανικῶν ἐθίμων τῆς Πατρίδος» δὲν συνάδουν μὲ τὸν ἐξευρωπαϊσμό του, ἀπαρνήθηκε «τιμημένα πρωτοτόκια» καὶ ἐνδύθηκε τὶς παρδαλὲς κουρελοῦδες τοῦ γραικυλισμοῦ, τῆς ὑποτέλειας καὶ τῆς ξενολατρίας. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ξεπουλήθηκε ἡ Πατρίδα μας, μέσῳ τῶν ἐγκληματικῶν «μνημονίων», ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας, ἀφοῦ προηγήθηκε ἡ ψευτοευημερία τῶν εὐρώ, ἀλλὰ κυρίως ὁ πνευματικὸς ὑποσιτισμὸς τοῦ λαοῦ μας «Ἡ ὑποτέλεια καὶ ἡ διαφθορὰ παύουν, τὸ αἴσθημα τοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τὸν ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ συμφέροντος ζῆλον, καὶ φέρουν ἀναποφεύκτως τὴν ἰδιοτέλειαν καὶ (καθιστοῦν τοὺς ἀνθρώπους) ἐπιρρεπεῖς εἰς τὰς κοινὰς προδοσίας», ἔγραφε ὁ σπουδαῖος Φλαμιάτος. (Κ. Σαρδελῆ, «Ἡ προδομένη παράδοση», α´ τόμος, σελ. 15, ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»).

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κρητικὸς ἥρωας «συνιστᾶ ἐνθέρμως» στὰ παιδιά του, νὰ ἀποφεύγουν τὴν σπατάλη καὶ τὴν φιλαργυρία, νὰ εἶναι ἀμνησίκακοι, ταπεινοί, ἤπιοι καὶ ἐλεήμονες «παραδειγματιζόμενοι ἀπὸ τοὺς γονεῖς αὐτῶν». Σπουδαῖα παραγγέλματα, ὀρθόδοξα, πατερικά. «Παράδειγμα τοῖς τέκνοις παρέχειν», προέτρεπε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἡ βασιλικὴ ὁδὸς γιὰ μία σωστὴ καὶ ἀρχοντικὴ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν.

Ἐντύπωση προκαλεῖ ἡ Δ´, ἡ τέταρτη παραγγελία τοῦ ἀγωνιστῆ πρὸς τοὺς υἱούς του. Νὰ συζευχθεῖ, ὁ ἄγαμος Στέφανος -λαμπρὸς ἀρχαιολόγος ἀργότερα- μεθ’ Ἑλληνίδος Ὀρθοδόξου. Σήμερα, ἕνα «γνήσιον τέκνον» τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μας προσανατολισμοῦ, αὐτὸ θὰ τὸ χαρακτήριζε ρατσισμό. Κάτι παραπάνω ἤξερε ὁ λαός, ὅταν θυμόσοφα ἔλεγε: «παπούτσι ἀπ’ τὸν τόπο σου καὶ ἂς εἶναι μπαλωμένο».

Ἀξιοσημείωτη καὶ ἡ ἐντολὴ διαφύλαξης «ἀμέμπτως», καὶ μάλιστα δύο φορὲς στὸ κείμενο, τῶν χριστιανικῶν ἐθίμων τῆς Πατρίδος. Αὐτὸ τὸ ξέρουμε ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο. Μετὰ τὸ ὁμόθρησκον καὶ τὸ ὁμόγλωσσον, ἀκαταγώνιστο φυλακτήριο τῆς ἐθνικῆς συνείδησης εἶναι τὸ ὁμότροπον, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα ποὺ δροσίζουν καὶ εὐκλεΐζουν τὸν βίο τοῦ λαοῦ.

Στὴν Κρήτη ἔλεγαν μία ὡραία μαντινάδα

«Νοικοκυριοὶ καὶ φρόνιμοι
δὲν ζοῦν στὸν Ψηλορείτη
οἱ κουζουλοὶ τὴν κάνανε
ἀθάνατη τὴν Κρήτη».

Αὐτὴ ἡ κουζουλάδα, ἡ «παλαβὴ φλέβα», ποὺ ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μᾶς λείπει. Οἱ Τουρκοκρατίες ὅμως καὶ οἱ Φραγκοκρατίες δὲν φεύγουν μὲ φρονιμάδα καὶ «ἄψογη στάση». Ἄνθρωποι σὰν τὸν Κολοκοτρώνη, τὸν Παῦλο Μελᾶ καὶ τὸν Ἁντ. Ξανθουδίδη ἀφυπνίζουν, μὲ τὴν «τρέλλα» τους, τοὺς λαούς.