Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

«Εσύ, άμα έχεις, να δίνεις...»

Ήταν Ιούλιος –πριν από αρκετά χρόνια- όταν  ξεκίνησα να πάω στη λαϊκή. Είχα στο πορτοφόλι μου ένα χαρτονόμισμα των 20 Ευρώ και κάτι ψιλά.
Αυτό ήταν το ποσό που μπορούσαμε να διαθέσουμε για την αγορά των φρούτων και λαχανικών της εβδομάδας.

Φτάνοντας εκεί είδα σε απόσταση μερικών μέτρων ένα ζητιάνο που καθόταν στο πεζοδρόμιο έχοντας μπροστά του ένα κουτί. Πρόσεξα ότι και τα δυο του χέρια ήταν κομμένα από τους αγκώνες. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω να του αγοράσω ένα δροσερό χυμό και να πάρω κι ένα καλαμάκι για να μπορέσει να τον πιεί.

Όταν έβαλα μπροστά του το ποτήρι, τον είδα να σηκώνει το βλέμμα του και να με κοιτάζει με τα μάτια δακρυσμένα από ευγνωμοσύνη. Την ίδια στιγμή πρόσεξα ότι το κουτάκι που είχε μπροστά του είχε μέσα μόνο μερικά ασήμαντα κέρματα.

Αυθόρμητα σκέφτηκα, πόσες ώρες θα έπρεπε να κάθεται μέσα στο λιοπύρι για να συγκεντρώσει ένα κάπως σημαντικό ποσό και να μπορέσει να φύγει, να πάει στο σπίτι του ή όπου αλλού έμενε. Χωρίς δεύτερη σκέψη άνοιξα το πορτοφόλι μου και πήρα το εικοσάρικο. Το έβαλα απλά στο κουτάκι χωρίς να τον κοιτάξω και έφυγα. Είχαμε κάποια φρούτα και λαχανικά από την προηγούμενη βδομάδα, κάπως θα τα βόλευα...

Έφτασα στο σπίτι νιώθοντας όμορφα γι΄αυτό που είχα κάνει και αποφασισμένη να μην πω τίποτα στον σύζυγό μου για να μην το χαλάσω. Μπαίνοντας, άκουσα το τηλέφωνο να χτυπά. Ήταν η αδελφή μου, που ήθελε να μου πει πως παράλαβε με το ταχυδρομείο μία επιταγή που προοριζόταν για μένα. Είχα κάνει στο παρελθόν κάποια συνεργασία με ένα φίλο, πράγμα που θεωρούσα αυτονόητο ότι αποτελούσε φιλική εξυπηρέτηση. Δεν είχα μπει καν στον κόπο να σκεφτώ οποιαδήποτε  αμοιβή.

Η εταιρία , όμως, για την οποία εργαζόταν, με είχε υπολογίσει σαν συνεργάτιδα ανάμεσα σε τόσους άλλους συνεργάτες και μου έστειλε την αμοιβή μου. Η επιταγή των 500 ευρώ με περίμενε στο σπίτι των γονιών μου, δεκαπέντε λεπτά αφότου έδωσα το μοναδικό μου χαρτονόμισμα στον συνάνθρωπό μου...
Τότε θεώρησα ότι έπρεπε να πω την ιστορία για να διδαχθούν κι άλλοι. Κι όταν μετά από χρόνια μιλούσα με τον Γέροντά μου για το θέμα της ελεημοσύνης, έχοντας ξεχάσει το συγκεκριμένο περιστατικό, αυτά που μου είπε με έκαναν να το θυμηθώ ξανά:

«Εσύ, άμα έχεις, να δίνεις κι ο Θεός θα κρίνει και σένα που θα τα δώσεις  κι αυτόν που τα ζήτησε, αν τα είχε ή  δεν τα είχε πραγματική ανάγκη!»


Δάφνη