Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ


ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Τὰ πιὸ ἀρχαῖα μνημεῖα τῆς βυζαντινῆς τέχνης ποὺ ἔχουμε στὴν Ἑλλάδα, βρίσκουνται στὴ Θεσσαλονίκη.


Στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τῶν Βυζαντινῶν, ἡ Θεσσαλονίκη ἤτανε ἡ δεύτερη Κωνσταντινούπολη. Μὰ κι ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν Ρωμαίων ἤτανε πολὺ τιμημένη, κι ἀπὸ τότε στέκεται ἀκόμα ἡ ἁψίδα τοῦ Γαλερίου. Φαίνεται πὼς αὐτοῦ τοῦ ἴδιου αὐτοκράτορα μαυσωλεῖο ἤτανε κι ἡ παράξενη ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ θέλουνε νὰ τὴ δώσουνε οἱ δικοί μας στοὺς Τούρκους γιὰ νὰ τὴν κάνουνε τζαμί! Αὐτὸ τὸ σεβάσμιο χτίριο στέκεται χίλια ἑξακόσα πενῆντα ἑφτὰ χρόνια.


Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τῆς Θεσσαλονίκης ἔχει στρογγυλὸ σκέδιο. Στὸ κάτω μέρος τὸν ζώνει ἕνας φαρδύτερος τοῖχος, ἕνα εἶδος στοά, χωρὶς παράθυρα. Παράθυρα ἔχει κάτι μικρὰ στὸ ἀπάνω μέρος, λίγο παρακάτω ἀπὸ τὴ σκεπή. Ἀπὸ μέσα ἔχει ὀχτὼ χιβάδες ἀνοιγμένες μέσα στὸν χοντρὸ τοῖχο, ποὺ μοιάζουνε μ’ ἐκκλησάκια. Τὸν καιρὸ ποὺ ἔγινε ἐκκλησία, χτίσανε κατὰ τὸ ἀνατολικὸ μέρος ἕνα Ἅγιο Βῆμα μὲ τὴ χιβάδα, ὅπως συνηθίζεται στὶς ἐκκλησιές μας. Αὐτὸ τὸ αὐστηρὸ καὶ σκυθρωπὸ χτίριο ἀπὸ μέσα δὲν ἔχει ἄλλο στολίδι, παρεκτὸς ἀπὸ μιὰ ζώνη ἀπὸ ψηφιδωτά, ποὺ εἶναι κι αὐτὰ αὐστηρὰ καὶ μονότονα, κι ἔχουνε ρωμαϊκὸν χαραχτήρα, μ’ ὅλο ποὺ παριστάνουνε ἁγίους. Στέκουνται ὄρθιοι μὲ τὰ χέρια ἀνοιχτὰ σὲ στάση δεήσεως, ντυμένοι φαρδιὰ ρωμαϊκὰ κι ἀνατολίτικα ροῦχα. Ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸν καθέναν εἶναι γραμμένο τ’ ὄνομά του κι ἡ ἡμερομηνία ποὺ ἑορτάζεται. Αὐτοὶ οἱ ἅγιοι εἶναι μικροὶ καὶ χάνουνται μπροστὰ στὰ ὑψηλὰ χτίρια ποὺ ὀρθώνουνται ἀπὸ πίσω τους, χτίρια πολύπλοκα, σὰν ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ζωγραφισμένα στὴν Πομπηία, χτίρια ρωμαϊκὰ κι ἀνατολίτικα μαζί, ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ παράξενα ποὺ σώζουνται στὴ Συρία, στὴν Παλμύρα, στὴν Πέτρα τῆς Ἀραβίας κι ἀλλοῦ. Ὅλη ἡ ζώνη εἶναι χωρισμένη σὲ ὀχτὼ χωρίσματα, καὶ στὸ κάθε χώρισμα παριστάνεται ἕνα χτίριο, ποὺ ἔχει στὴ μέση μιὰ μεγάλη πόρτα ἢ χιβάδα καὶ στὰ πλάγια ἄλλα ὅμοια χτίρια μὲ ἀετώματα, μὲ κολόνες, μὲ θυρίδες. Ἀπὸ πάνω ἔχει ἄλλο ἕνα πάτωμα μὲ παρόμοια χτίρια, ὅλα καταστολισμένα καὶ πλουμισμένα μὲ λογῆς-λογῆς χρυσὰ κεντίδια καὶ μὲ χτυπητὰ χρώματα. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ μπέρδεμα τῆς ἀρχιτεκτονικῆς, οἱ ἅγιοι δὲν φαίνουνται καλά-καλά. [...]


Μιὰ φορὰ ποὺ πήγαμε ὣς τὴ Θεσσαλονίκη, μποροῦμε νὰ ρίξουμε μιὰ ματιὰ καὶ σὲ κάποιες ἄλλες ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες ἐκκλησιὲς ποὺ βρίσκουνται σ’ αὐτὴ τὴ θρησκευτικὴ πολιτεία.


Πρώτη καὶ καλύτερη εἶναι ὁ Ἅγιος Δημήτριος, ποὺ κάηκε μόλις πήραμε τὴ Θεσσαλονίκη, καὶ χρειαστήκανε πολλὰ χρόνια ὣς νὰ τὸν ξαναχτίσουνε ὅπως ἤτανε, χωρὶς νὰ παραμορφωθεῖ καθόλου· μοναχά, ἀντὶ γιὰ τὴν ξύλινη σκεπὴ ποὺ εἶχε, τὴν κάνανε ἀπὸ τσιμέντο, μὰ τόσο ἐπιτυχημένα, ποὺ δὲν παραλλάζει ἀπὸ ξύλο. Κατὰ καλὴ τύχη, ἡ φωτιὰ δὲν πείραξε τὶς θαυμαστὲς ψηφιδωτὲς εἰκόνες, κι ἔτσι στολίζουνε πάλι τὸν ναό, ποὺ ἀληθινὰ ξαναζωντάνεψε σὰν τὸν φοίνικα ἀπὸ τὴ στάχτη του.


Ἄλλη ἐπίσημη ἀρχαία ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἁγία Σοφία, στολισμένη κι αὐτὴ μὲ ψηφιδωτὰ ποὺ σκεπάζουνε τὸν τροῦλο της. Δὲν παριστάνουνε τὸν Παντοκράτορα δορυφορούμενον ἀπὸ τὶς ἀρχαγγελικὲς δυνάμεις κι ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ὅπως εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο, ἀλλὰ τὴν Ἀνάληψη. Σὲ πολλὲς ἀρχαῖες ἐκκλησίες συνηθίζανε νὰ βάζουνε στὸν τροῦλο αὐτὴ τὴν «ὑπόθεσιν», δηλαδὴ τὴν Ἀνάληψη, γιατὶ ἔρχεται πολὺ καλὰ στὸ σκέδιό του.


Στὸ κέντρο παριστάνεται πάλι ὁ Χριστός, ἀλλὰ ὄχι ἕως τὸ στῆθος, ὅπως ὁ Παντοκράτωρ, ἀλλὰ ὁλόσωμος, μέσα σ’ ἕναν φωτεινὸν κύκλο, τὴ «δόξα». Μὲ τὸ δεξὶ χέρι εὐλογᾶ, καὶ μὲ τὸ ἄλλο βαστᾶ τυλιγμένο χαρτί. Τὸ σχῆμα του εἶναι κοντόφαρδο, μὲ μεγάλο ἀνατολίτικο κεφάλι, αὐστηρὰ καὶ μεγάλα μάτια, κοντὰ πόδια. Δυὸ ἄγγελοι σηκώνουνε τὸν Κύριο πετώντας κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, μὲ σώματα μακριὰ καὶ λυγερά, ὁλότελα διαφορετικὰ ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι σὰν μαζεμένος. Γύρω, ἐπάνω στὸ λεγόμενο «τύμπανον», δηλαδὴ στὸ στεφανωτὸ μέρος τοῦ τρούλου ποὺ βάζουνε τὰ παράθυρα (ἡ Ἁγία Σοφία δὲν ἔχει παράθυρα), στέκουνται οἱ Δώδεκα Ἀπόστολοι ἔχοντας στὴ μέση τὴν Παναγία, ποὺ τὴ δορυφοροῦνε δυὸ ἄγγελοι. Ἡ Παναγία στέκεται ἴσια-ἴσια κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, κι ἔχει τὰ χέρια της ἀνοιχτά, κοιτάζοντας πρὸς τ’ ἀπάνω. Ἀπὸ τοὺς δυὸ ἀγγέλους ὁ ἕνας δείχνει τὸν Χριστὸ ποὺ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, κι ὁ ἄλλος εὐλογᾶ. Ἀνάμεσα στοὺς ἀποστόλους εἶναι κι οἱ τέσσερες Εὐαγγελισταὶ καὶ βαστᾶνε τὰ Εὐαγγέλια. Ἄλλος κοιτάζει κατὰ τὸν οὐρανὸ κάνοντας ἴσκιο μὲ τὸ χέρι του, ἄλλος δείχνει τὸν δάσκαλό του ποὺ φεύγει ἀπὸ τὴ γῆ. Οἱ περισσότεροι ἔχουν γυρισμένο τὸ κεφάλι τους πρὸς τ’ ἀπάνω. Μοναχὰ ὁ ἕνας στέκεται σκυφτός, μὲ τὸ χέρι στὸ πρόσωπό του, καὶ κοιτάζει χάμω σὰν νὰ κλαίγει, γιατὶ ἀποχωρίζεται τὸν γλυκό του διδάσκαλο. Τὰ σώματά τους εἶναι ὅλα ὑψηλά, λιγνόβεργα σὰν τὰ κυπαρίσσια ποὺ εἶναι ζωγραφισμένα ἀνάμεσά τους, χωρίζοντας τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ ποὺ μ’ αὐτὰ θέλησε ὁ τεχνίτης νὰ παραστήσει τὰ ἐλαιόδεντρα ἀπάνω στὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Ὅλοι εἶναι ντυμένοι μὲ ἄσπρα ροῦχα, κι οἱ δίπλες τους εἶναι γραμμένες μὲ ἐλαφρὰ χρωματιστὰ ἰσκιώματα, ποὺ σκεδιάζουνε τὰ σώματα ποὺ εἶναι τυλιγμένα μ’ αὐτά. Μοναχὰ οἱ διπλὲς λουρίδες ποὺ τὰ στολίζουνε εἶναι γραμμένες μὲ ζωηρὰ χρώματα ἀπάνω στ’ ἄσπρα ροῦχα. Ἡ γῆς εἶναι ὅλο βράχους ποὺ πετιοῦνται στρογγυλοὶ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν ἀποστόλων, κι ἀπὸ τοὺς ἁρμοὺς ξεφυτρώνουνε τὰ δέντρα ἴσια σὰν κολόνες κι ἔχοντας στὴν κορφή τους ἀπὸ μιὰ φούντα χρυσὰ φύλλα.


Σὲ κεῖνον ποὺ βλέπει τὴν Παναγία, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀποστόλους, στεκόμενος στὸ ἴσιο ποὺ πατᾶνε, φαίνουνται τὰ σώματα πολὺ μακρόστενα, μάλιστα ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω εἶναι παρὰ φύση τραβηγμένα. Ἡ κοιλιὰ καὶ τὰ πόδια εἶναι περισσότερο ἀπὸ τέσσερες φορὲς ὅσο εἶναι τὸ στῆθος. Τῆς Παναγίας ἡ μέση εἶναι λίγο παρακάτω ἀπὸ τὸν λαιμό της, τὰ χέρια της κοντὰ σὰν σακάτικα. Τὸ ἴδιο καὶ στ’ ἄλλα πρόσωπα. Μὰ σὰν κοιτάζει ὁ προσκυνητὴς ἀπὸ κάτω, θὰ βλέπει τὰ σώματα μὲ τὶς κανονικὲς ἀναλογίες. Ὁ τεχνίτης τὰ δούλεψε ἔτσι ξέροντας πώς, ἂν τὰ σκεδίαζε κανονικὰ ἐκεῖ ψηλὰ ποὺ βρίσκουνται, ἀπὸ κάτω θὰ φαινόντανε κοντοπόδαρα, ἐπειδὴς ὁ τοῖχος εἶναι γυριστὸς στὸ ἀπάνω μέρος καὶ δείχνει μακρὺ τὸ σῶμα ἀπὸ τὸ στῆθος κι ἀπάνω, ἐνῷ ἡ κοιλιὰ καὶ τὰ πόδια κονταίνουνε, ἐπειδὴ στὸ κάτω μέρος ὁ τοῖχος κατεβαίνει ἴσιος, καὶ τὸ μάτι ξεγελιέται. Ὁ ἴδιος ὁ τεχνίτης ἔκανε τὸν Χριστὸ κοντοπόδαρον γιατὶ εἶναι στὴ μέση του τρούλου, ποὺ ἀνοίγει ἡ ματιὰ καὶ μακραίνουνε τὰ σχήματα.


Αὐτὰ κι ἄλλα πρέπει νὰ τά ’χουνε στὸν νοῦ τους κάποιοι ποὺ κάνουνε τὸν προφέσορα καὶ κατηγοροῦνε τοὺς Βυζαντινοὺς τεχνίτες, πρὶν ἀκόμα πάρουνε εἴδηση πῶς δουλεύανε αὐτοὶ οἱ μαστόροι, ποὺ ἤτανε οἱ πιὸ δυνατοὶ σκεδιαστές. Γιατὶ σκέδιο δὲν εἶναι τὸ νὰ ζωγραφίζει κανένας φυσικά, ἀλλὰ μαστορικά. «Ὁ νοῶν νοείτω».


Στὶς ἐκκλησιὲς τῆς Θεσσαλονίκης, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ψηφιδωτά, ὑπάρχουνε καὶ πολλὲς τοιχογραφίες, δηλαδὴ εἰκόνες ζωγραφισμένες μὲ ἀσβεστοχρώματα. Οἱ περισσότερες εἶναι ζωγραφισμένες κατὰ τὸ σύστημα ποὺ τὸ λένε οἱ ἀρχαιολόγοι «ἑλληνιστικό», δηλαδὴ μὲ πολλὰ καὶ ζωηρὰ χρώματα, μὲ ροδαλὰ πρόσωπα, μὲ σώματα γερὰ καὶ πολλὲς φορὲς βαριά, κι ὄχι μὲ λίγα χωματένια χρώματα, μὲ λεπτὰ κι ἀσκητικὰ κορμιά, μὲ πρόσωπα ἡλιοκαμένα, γεμάτα μυστήριο. Σ’ αὐτὴ τὴν τέχνη ἔχει δουλέψει «ὁ ἐκ Θεσσαλονίκης λάμψας πανήλιος ὁ Πανσέληνος, ὅστις λάμπων ποτε εἰς τὴν ζωγραφικὴν ἐπιστήμην ὡσὰν ἄλλος ἥλιος καὶ χρυσολαμπροκίνητος σελήνη, ὑπερηκόντισε καὶ κατεκάλυψε μὲ τὴν θαυμαστὴν τέχνην του ὅλους τοὺς παλαιοὺς καὶ νέους ζωγράφους».


Ἡ Θεσσαλονίκη ἔβγαλε πλῆθος φημισμένους ζωγράφους ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ὣς τὸ πάρσιμό της ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἡ Ἀθήνα γέννησε τοὺς πιὸ ξακουσμένους γλύπτες. Ἡ Θεσσαλονίκη ἔβγαλε τοὺς πιὸ λαμπροὺς ζωγράφους.


Τί μᾶς λείπει καὶ πᾶμε στὰ Παρίσια καὶ στ’ ἄλλα μέρη τῆς Εὐρώπης γιὰ νὰ μάθουμε τέχνη, χωρὶς νὰ μαθαίνουμε τίποτα; Νὰ δοῦμε πότε θ’ ἀνακαλύψουμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες τὴν Ἑλλάδα, ὅπως ἀνακάλυψε τὴν Ἀμερικὴ ὁ Κολόμβος!


ΠΗΓΗ : Φώτη Κόντογλου, Ἡ πονεμένη ρωμιοσύνη, ἐκδ. Ἄγκυρα