Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

π. Γε­ωρ­γί­ου Με­ταλ­λη­νοῦ
Ὁ­μο­τί­μου κα­θη­γη­τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν

Πολ­λοὶ ἔ­χουν πεῖ πῶς ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἦ­ταν ἕ­νας Εὐ­ρω­πα­ϊ­στής, ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ «ἤ­θε­λε νὰ με­τα­τρέ­ψει τοὺς Ρω­μη­οὺς σὲ Ἕλ­λη­νες», ἰ­σχύ­ει ὅ­μως κά­τι τέ­τοι­ο;
Τὸ 1819 γρά­φει στὸν Πα­τέ­ρα του:
«Εἶ­ναι ἔρ­γον μο­να­δι­κόν τῆς προ­στα­σί­ας τοῦ Θε­οῦ καὶ τῶν θαυ­μα­τουρ­γῶν Ἁ­γί­ων ποὺ ἀ­να­ξί­ως ἐ­πε­κα­λέ­σθην μὲ δά­κρυ­α εἰ­λι­κρι­νοῦς καρ­δί­ας καὶ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νης» προ­σθέ­τον­τας τὴν φρά­ση: «Πί­πτων εἰς τοὺς πό­δας τοῦ Θαυ­μα­τουρ­γοῦ Ἁ­γί­ου μας καὶ τῆς Ἀ­ει­παρ­θέ­νου Πλα­τυ­τέ­ρας (=Θε­ο­τό­κου)». Εἶ­ναι ἔκ­δη­λη ἡ ἡ­συ­χα­στι­κή του συ­νεί­δη­ση (βλ. τὶς ση­μει­ω­μέ­νες φρά­σεις) σὲ ἕ­να ἰ­δι­ω­τι­κὸ γράμ­μα ποὺ τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὰ μύ­χι­α τῆς καρ­δι­ᾶς του. Εἶ­ναι δὲ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἔ­βλε­πε τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ ὕ­παρ­ξη τοῦ Γέ­νους ζυ­μω­μέ­νη μὲ τὴν πί­στη.
Γρά­φει σὲ ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση: «Ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ Θρη­σκεί­α ἐ­συν­τή­ρη­σεν εἰς τοὺς Ἕλ­λη­νας καὶ γλῶσ­σα καὶ Πα­τρί­δα καὶ ἀρ­χαί­ας ἐν­δό­ξους ἀ­να­μνή­σεις καὶ ἐξα­να­χά­ρι­σεν εἰς αὐ­τοὺς τὴν πο­λι­τι­κὴν ὕ­παρ­ξιν τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι στύ­λος καὶ ἑ­δραί­ω­μα». Συν­δύ­α­ζε δη­λα­δὴ ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τὴν ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ συ­νέ­χει­α τοῦ Ἔ­θνους, ὄ­χι μὲ τὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ τὴν ὁ­ποι­α­δή­πο­τε βο­ή­θει­ά της, ἀλ­λὰ μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ Γέ­νους καὶ τὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­πο­θέ­μα­τά του. Ἀ­νά­λο­γα θὰ δη­λώ­σει καὶ στὸν J. B. Georges Bory de saint Vincent:  «Πρῶ­τα εἶ­μαι Ἕλ­λη­νας… γι­α­τί γεν­νή­θη­κα σὲ αὐ­τὴ τὴν χώ­ρα… Εἶ­μαι Ἕλ­λη­νας ἀ­πὸ πα­τέ­ρα καὶ μη­τέ­ρα. Εἶ­μαι μὲ τὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ πού μοῦ ἀ­νέ­θε­σε τὴν κυ­βέρ­νη­σιν αὐ­τοῦ τοῦ πτω­χοῦ λα­οῦ… Εἶ­μαι Ἕλ­λη­νας ἐκ γε­νε­τῆς, ἀ­πὸ κα­θα­ρὴ ἀ­γά­πη, ἀ­πὸ αἴ­σθη­μα, ἀ­πὸ κα­θῆ­κον καὶ ἀ­πὸ Θρη­σκεί­α».
Ἡ ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­σή του ἀ­πὸ τὸ φράγ­κι­κο πε­ρι­βάλ­λον τῆς γε­νέ­τει­ράς του εἶ­ναι τό­σο ἐμ­φα­νὴς τὸ 1815 ὥ­στε νὰ δι­και­ώ­νε­ται ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμός του ἀ­πὸ τὸν Π. Χρι­στό­που­λο ὡς «τα­ξι­κοῦ ἀ­πο­στά­του». Πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας: «Ἡ ἑ­νε­τι­κὴ πο­λι­τεί­α ἐ­κυ­βέρ­να τὰς Ἰ­ο­νί­ους νή­σους μὲ τὸ σύ­στη­μα τῆς δι­α­φθο­ρᾶς. Οἱ Ἀν­τι­πρό­σω­ποι ἐ­κλέ­γον­το ἐκ τῆς κλά­σε­ως (=τά­ξε­ως) τῶν εὐ­γε­νῶν ἀρ­χόν­των ἥτις ἦ­το ἡ εὐ­κα­τα­φρο­νε­στέ­ρα καὶ ἡ μᾶλ­λον δι­ε­φθαρ­μέ­νη δι᾿ ἀ­νη­θι­κό­τη­τα καὶ ἐ­λε­ει­νό­τη­τα… Ἡ πο­λι­τεί­α τῆς Βε­νε­τί­ας ἐ­φο­βεῖ­το τὸ ἔ­ξο­χον τῆς φυ­σι­κῆς με­γα­λο­φυ­ΐ­ας τῶν Ἑλ­λή­νων καὶ ἐ­προ­σπά­θει νὰ τὸ κα­τα­βά­λη μὲ τὴν ἀ­μά­θει­αν». Ἦ­ταν εὐ­γε­νὴς στὴν κα­τα­γω­γή, ἀλ­λὰ Ρω­μη­ὸς στὴν καρ­δι­ά!
Ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας γνώ­ρι­ζε καὶ τὶς ἀρ­ρώ­στι­ες τῆς Εὐ­ρώ­πης, κά­τι ποὺ θὰ τὸ ἐκ­φρά­σει σα­φέ­στε­ρα καὶ συ­χνό­τε­ρα κα­τὰ τὴν πο­λι­τι­κὴ του δρά­ση στὴν Ἑλ­λά­δα. Στὸ πρό­σω­πο τοῦ Μέτ­τερ­νιχ ἀν­τι­με­τώ­πι­σε τὴν με­σαι­ω­νι­κὴ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ τυ­ραν­νί­α, που προ­σπα­θοῦ­σε νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σει. Στὸ πρό­σω­πο τοῦ Βο­να­πάρ­τη καὶ τῆς με­τε­πα­να­στα­τι­κῆς Γαλ­λί­ας πο­λέ­μη­σε τὴν ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νη δη­μο­κρα­τί­α ποὺ ὡς ἀ­στι­σμὸς ὑ­πο­κα­τέ­στη­σε τὴν κλη­ρο­νο­μι­κὴ ὀ­λι­γαρ­χί­α μὲ τὴν οἰ­κο­νο­μι­κή. Αὐ­τὸ ἐκ­φρά­ζει τὸ 1815: «ἔ­χο­μεν ἤ­δη τὴν ἀ­πό­δει­ξιν τού­του εἰς τὰς τα­χεί­ας ἐ­πι­τυ­χί­ας τῆς κα­κο­ή­θει­ας καὶ τῆς δο­λι­ό­τη­τος τῶν Γάλ­λων. Δὲν εἶ­ναι εἷς μό­νον ἀ­νήρ, τὸν ὁ­ποῖ­ον ἡ Εὐ­ρώ­πη εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νὰ πο­λε­μή­σει. Εἶ­ναι μί­α γε­νε­ὰ ἀν­θρώ­πων χω­ρὶς Θρη­σκεί­αν, χω­ρὶς τι­μήν, χω­ρὶς Πα­τρί­δα, χω­ρὶς ἀρ­χάς, μί­α γε­νε­ὰ τὴν ὁ­ποία­ πρέ­πει νὰ τι­μω­ρή­σω­μεν καὶ νὰ δι­ορ­θώ­σω­μεν». Δι­α­τη­ρών­τας τὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κὴ ἀ­ρε­τὴ ποὺ δι­α­τυ­πώ­νει ὁ Πλά­των στὴν Ἐ­πι­νο­μί­δα του «ὅ,τι περ ἂν Ἕλ­λη­νες Βαρ­βά­ρων πα­ρα­λά­βω­σι, κάλ­λι­ον τοῦ­το εἰς τέ­λος ἀ­περ­γά­ζον­ται», προ­σέ­λα­βε ἐ­πι­λε­κτι­κὰ στοι­χεῖ­α ἀ­πὸ τὴν εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἀλ­λ᾿ ὄ­χι τὴν Εὐ­ρώ­πη στὸ σύ­νο­λό της.
Γι᾿ αὐ­τὸ θὰ ἐ­πι­δι­ώ­κει, ἡ νε­ο­λαί­α, ποὺ μὲ τὴν συν­δρο­μὴ του σπού­δα­ζε στὴν Ἑλ­βε­τί­α, «νὰ σχη­μα­τι­σθῇ πρῶ­τον ἑλ­λη­νι­στὶ καὶ ὄ­χι ἑλ­βε­τι­στὶ ἤ γαλ­λι­στί. Ἡ Ἑλ­λὰς πρέ­πει πρῶ­τον νὰ μορ­φώ­νῃ Ἑλ­λη­νι­κῶς τὴν ἁ­πα­λὴν ψυ­χὴν τῶν τέ­κνων της. Ἡ δὲ Εὐ­ρώ­πη νὰ τε­λει­ο­ποι­ῇ ὕ­στε­ρον τοὺς ἤ­δη ἐ­σχη­μα­τι­σμέ­νους νέ­ους». Ἡ αἰ­τί­α δη­λώ­νε­ται στὴν ἑ­πό­με­νη φρά­ση: «Οὕ­τω τὸ Ἔ­θνος φυ­λάτ­τει τὸν ἐ­θνι­κὸν χα­ρα­κτῆρα του, δὲν νο­θεύ­ε­ται». Ἂν δὲν γνω­ρί­ζα­με πὼς τὸ γράμ­μα ἀ­νή­κει στὸν Κα­ππο­δί­στρι­α, θὰ μπο­ροῦ­σε ἀ­βί­α­στα νὰ ἀ­πο­δο­θεῖ σὲ κά­ποι­ον ἀ­πὸ τοὺς Κολ­λυ­βά­δες Πα­τέ­ρες!!
Πα­ρ᾿ ὅ­λ’ αὐ­τά, ἔ­χει δι­α­τυ­πω­θεῖ ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι «ὁ φι­λε­λευ­θε­ρι­σμὸς» τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α «εἶ­χε πα­τρί­δα τὴν Ἀγ­γλί­α» καὶ ὅ­τι ἐ­πε­δί­ω­κε «νὰ με­τα­βά­λῃ πρῶ­τα ἀ­π᾿ ὅ­λα τοὺς Ρω­μι­οὺς σὲ Ἕλ­λη­νες Πο­λί­τες» καὶ «νὰ ἑ­νώ­σῃ τὴν Ἑλ­λά­δα μὲ τὴν Εὐ­ρώ­πη – ὄ­χι νὰ τὴν ἐ­πι­στρέ­ψῃ στὸ Βυ­ζάν­τι­ο». Εί­ναι ὅ­μως ἔτ­σι;
Ἤ­δη στὸ γνω­στὸ ὑ­πό­μνη­μα τῆς 18ης Ἀ­πρι­λί­ου 1819, φαί­νε­ται ἡ Βού­λη­σή του νὰ θε­με­λι­ω­θεῖ ἡ φι­λι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α «οὐ­χὶ ἐ­πὶ τῆς ἐ­θνό­τη­τος, ἀλ­λ᾿ ἐ­πὶ τῆς εὐρεί­ας καὶ ζώ­σης Ὀρ­θο­δό­ξου ἐκ­κλη­σί­ας».  Τὸν Ἀ­πρί­λι­ο τοῦ 1828 μί­α ἐ­νέρ­γει­ά του φα­νε­ρώ­νει τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον του γι­ὰ Ρω­μαί­ϊκη λύ­ση τοῦ Ἀ­να­το­λι­κοῦ ζη­τή­μα­τος. Ὑ­πο­βάλ­λει στὸν Τσά­ρο Νι­κό­λα­ο σχέ­δι­ό του, ποὺ προ­έ­βλε­πε τὴν ἀ­να­δι­ορ­γά­νω­ση τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς Ρού­με­λης (τῆς Βαλ­κα­νι­κῆς) σὲ Ὁ­μο­σπον­δί­α πέν­τε αὐ­τό­νο­μων κρα­τῶν (Ἑλ­λά­δος, Ἠ­πεί­ρου, Μα­κε­δο­νί­ας, Σερ­βί­ας καὶ Δα­κί­ας) μὲ ἐ­λεύ­θε­ρη πό­λη τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη. Ἡ προ­σπά­θει­α αὐ­τὴ συ­νι­στᾶ ὀ­φθαλ­μο­φα­νῶς πα­ραλ­λα­γὴ τοῦ Βαλ­κα­νι­κοῦ σχε­δί­ου τοῦ Ρή­γα. Τὸ Κα­ππο­δι­στρι­α­κὸ σχέ­δι­ο, βέ­βαι­α, ἀ­πορ­ρί­φθη­κε μὲ τὴν συν­θή­κη τῆς Ἀ­δρι­α­νου­πό­λε­ως (14.9.1829), ἀλ­λὰ ἔ­γι­νε τὸ θε­μέ­λι­ο τῆς Ρωσ­σο­ευ­ρω­πα­ϊ­κῆς καὶ Ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς πο­λι­τι­κῆς τῆς «Βαλ­κα­νο­ποι­ή­σε­ως», ἐ­νῶ ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἐρ­γα­ζό­ταν γι­ὰ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση καὶ προ­ο­δευ­τι­κὴ ἑ­νο­ποί­η­ση τῶν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν ἐ­παρ­χι­ῶν τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τῆς «Νέ­ας Ρώ­μης». Ἔτ­σι κα­τα­νο­εῖ­ται καὶ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ν. Σπη­λι­ά­δη, γι­ὰ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α νὰ ἐ­πι­τύ­χει τὴν ἵ­δρυ­ση τῆς «Νε­ο­ρω­μα­ϊ­κῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας», δη­λα­δὴ ἀ­νά­στα­ση τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας «Νέ­ας Ρώ­μης» / «Βυ­ζαν­τί­ου».
Πῶς μπο­ρεῖ ἄλ­λω­στε νὰ ἑρ­μη­νευ­θεῖ ἡ ἐ­πι­μο­νὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α νὰ πα­ρα­δε­χθεῖ ὁ ἐ­πί­δο­ξος Βα­σι­λι­ὰς τῆς Ἑλ­λά­δος Λε­ο­πόλ­δος τοῦ Σὰξ – Κο­βούρ­γου τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη, συ­ναν­τώ­με­νος σὲ αὐ­τὸ μὲ τὸν Στρα­τη­γὸ Μα­κρυ­γι­άν­νη, ποὺ ἔ­βλε­πε τὸ ἄρ­θρο 40 τοῦ Συν­τάγ­μα­τος (1844) ὡς τὸ «Βαγ­γέ­λι­ον τοῦ Θε­οῦ;». Τὸ πρό­βλη­μα τῆς Βα­σι­λεί­ας στὴν Ἑλ­λά­δα με­τὰ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α δὲν θὰ εἶ­ναι ἡ (πάν­τα Δυ­τι­κοῦ τύ­που) ἀν­τί­θε­ση «Βα­σι­λευ­ό­με­νης Δη­μο­κρα­τί­ας» καὶ «Προ­ε­δρευ­ό­με­νης Δη­μο­κρα­τί­ας», ἀλ­λὰ ἡ φύ­ση τοῦ βα­σι­λι­κοῦ θε­σμοῦ:  Κλη­ρο­νο­μι­κό­ς  (ρατ­σι­στι­κός /ἀπο­λυ­ταρ­χι­κός) ἤ  Αἱρε­τό­ς  (δη­μο­κρα­τι­κός;).
Ἄ­πλε­το φῶς, τέ­λος, γι­ὰ τὴν κρι­τι­κὴ ἀ­πο­τί­μη­ση τῶν πο­λι­τι­κῶν ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α ρί­χνει ἡ με­λέ­τη τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πο­λι­τι­κῆς του, βα­σι­κό­τα­το κε­φά­λαι­ο ποὺ δυ­στυ­χῶς ὁ­ρι­σμέ­νοι δὲν φαί­νε­ται νὰ λαμ­βά­νουν σο­βα­ρὰ ὑ­π᾿ ὄ­ψη, χά­νον­τας ἔτ­σι τὴν βα­σι­κό­τε­ρη ἴ­σως προ­ο­πτι­κὴ γι­ὰ τὴν προ­σέγ­γι­ση καὶ κα­τα­νό­η­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α ὡς δι­πλω­μά­τη καὶ πο­λι­τι­κοῦ.
Ἡ σύν­δε­ση τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ χώ­ρου μὲ τὴν Παι­δεί­α στὴν «Γραμ­μα­τεία­ τῶν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν καὶ τῆς Δη­μο­σί­ου Παι­δεί­ας», χω­ρὶς προ­η­γού­με­νο ἢ καὶ ἑ­πό­με­νο στὴν «Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ» πο­λι­τι­κὴ σκη­νή, συ­νι­στᾶ ὄ­χι μό­νο ἐν­συ­νεί­δη­τη ἐμ­μο­νὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α στὸ πνεῦ­μα τῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ποὺ θέ­λει τοὺς δύ­ο αὐ­τοὺς χώ­ρους ἀ­δι­ά­σπα­στα ἑ­νω­μέ­νους (καὶ ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας τοὺς θε­ω­ροῦ­σε «ἀ­χώ­ρι­στους» καὶ «πρὸς ἕ­να συν­τρέ­χον­τα σκο­πόν, τὴν ἠ­θι­κὴν τῶν πο­λι­τῶν μόρ­φω­σιν»), ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἀν­τί­θε­σή του πρὸς τὸ πνεῦ­μα τοῦ χω­ρὶς εἰ­σα­γω­γι­κὰ εὐ­ρω­πα­ϊ­στῆ Κο­ρα­ῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μὲ τὶς­ καλ­βι­νί­ζου­σε­ς προ­ϋ­πο­θέ­σεις του, ἐ­νέ­τασ­σε στὸ ἔρ­γο του «Λει­τουρ­γοῦ τῆς Δη­μο­σί­ου Παι­δεί­ας» τὴν φρον­τί­δα τῆς Ἀ­στυ­νο­μί­ας, τοῦ Δι­καί­ου καὶ τῆς Θρη­σκεί­ας». Ἡ ὀρ­γά­νω­ση, ἐξ ἄλ­λου, τῶν Κα­ππο­δι­στρι­α­κῶν Σχο­λεί­ων μὲ με­λέ­τη πα­τε­ρι­κῶν ἔρ­γων καὶ κα­τὰ τὸ μο­να­στη­ρι­α­κὸ σύ­στη­μα φα­νε­ρώ­νει τὴν θέ­λη­σή του γι­ὰ τὴν συν­τή­ρη­ση αὐ­τῆς τῆς σχέ­σης. Τὸ ἴ­δι­ο ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­μως καὶ ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση ἀ­πὸ τὸν Κα­ππο­δί­στρι­α τοῦ ζη­τή­μα­τος τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πε­ρι­ου­σί­ας γι­ὰ τὴν ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση καὶ ὄ­χι τὴ δι­αρ­πα­γή της, κά­τι ποὺ δυ­στυ­χῶς δὲν βρῆ­κε συ­νέ­χει­α.
Μί­α ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κή του ἀ­πό­φα­ση τὸν Αὔ­γου­στο τοῦ 1831 φω­τί­ζει κα­θο­ρι­στι­κὰ ὄ­χι μό­νο τὸ φρό­νη­μά του, ἀλ­λὰ καὶ τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ τέ­λος του, ποὺ προ­βάλ­λε­ται σὲ μί­α ἄλ­λη προ­ο­πτι­κὴ.
Κα­τὰ πλη­ρο­φο­ρί­α, ποὺ μᾶς προ­σφέ­ρει τὸ Ἀρ­χεῖ­ο τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ὑ­πουρ­γεί­ου τῶν Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν (γράμ­μα Κων. Οἰ­κο­νό­μου πρὸς τὸν πρέ­σβη τῆς Ρωσ­σί­ας στὴν Πό­λη Τι­τώφ, ἀ­πὸ 16.2.1850), ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας βι­α­ζό­ταν νὰ ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἡ σχέ­ση μὲ τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο κα­τὰ τὴν δή­λω­σή του, «ἵνα μὴν πέ­σῃ ἡ ὑ­πό­θε­σις εἰς τῶν Φράγ­κων τὰς χεί­ρας καὶ τό­τε ἐ­χά­θη­μεν!». Ὁ Οἰ­κο­νό­μος μνη­μο­νεύ­ει δή­λω­ση πρὸς αὐ­τόν τοῦ ἀ­πὸ Ρέ­ον­τος καὶ Πρά­στου καὶ με­τέ­πει­τα Κυ­νου­ρί­ας Δι­ο­νυ­σί­ου, τὸν ὁ­ποῖ­ον «με­τα­κα­λέ­σας» ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας «δι­ώ­ρι­σε δι­ὰ τὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λιν» «ἵνα γέ­νη­ται ἡ κα­νο­νι­κὴ ἀ­να­γνώ­ρι­σης τῆς ἐν Ἑλ­λά­δι Ἐκ­κλη­σί­ας». Πα­ρα­τη­ρεῖ δὲ ὁ Οἰ­κο­νό­μος: «Πό­σον πο­λι­τι­κῶς καὶ Ὀρ­θο­δό­ξως ἅ­μα προ­εῖ­δε καὶ τού­του τοῦ πράγ­μα­τος τὴν ἀ­νάγ­κην ὁ ἀ­εί­μνη­στος ἐ­κεῖ­νος!». Ἀλ­λά, ὅ­πως συ­νε­χί­ζει ὁ Οἰ­κο­νό­μος, «Ἐ­νῶ ἀ­πῆλ­θεν οὗ­τος (ὁ Κυ­νου­ρί­ας) εἰς τὴν ἐ­παρ­χί­αν αὐ­τοῦ πρὸς ἑ­τοι­μα­σί­αν, με­τ᾿ ὀ­λί­γας ἡ­μέ­ρα­ς συ­νέ­βη καὶ ἡ τοῦ Κυ­βερ­νή­του τε­λευ­τὴ» (=δο­λο­φο­νί­α).
Τὸ σω­ζό­με­νο ἀρ­χει­α­κὸ ὑ­λι­κὸ γι­ὰ τὴν Ἰ­ό­νι­ο Ἀ­κα­δη­μί­α τῶν ἀ­δελ­φῶν Τυ­πάλ­δων Ἰ­α­κω­βά­των (Λη­ξού­ρι) δί­νει ἀ­πάν­τη­ση στὸ ἐ­ρώ­τη­μα γι­ὰ τὴν σπου­δὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐ­τὴ στιγ­μή. Ἀ­πὸ τὸ ὑ­πό­μνη­μα τοῦ Κων. Τυ­πάλ­δου – Ἰ­α­κω­βά­του, κα­θη­γη­τῆ τῆς Ἰ­ο­νί­ου Ἀ­κα­δη­μί­ας (Αὔ­γου­στος 1831) πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε γι­ὰ τὶς ἐ­νέρ­γει­ες στὸν κύ­κλο τῆς Ἀρ­μο­στεί­ας τῆς Ἑ­πτα­νή­σου γι­ὰ ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση τοῦ μη­χα­νι­σμοῦ τῆς αὐ­το­νο­μή­σε­ως δι­ὰ μέ­σου τῆς αὐ­το­κε­φα­λί­ας τῶν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν ἐ­παρ­χι­ῶν τῆς Ρω­μαί­ϊκης Ἐ­θναρ­χί­ας. Ὅ­πως ἀ­πέ­δει­ξε ἡ συ­νέ­χει­α (Ἑλ­λα­δι­κὸ αὐ­το­κέ­φα­λο τοῦ 1833, Βουλ­γα­ρι­κὴ Ἐ­θναρ­χί­α 1870) ἡ Δυ­τι­κὴ πο­λι­τι­κὴ ἐ­πε­δί­ω­κε τὴν βί­αιη­ ἀ­πό­σπα­ση τῶν ἐ­παρ­χι­ῶν τῆς Ἐ­θναρ­χί­ας καὶ τὴν ὁ­ρι­στι­κὴ δι­ά­λυ­ση τῆς Ἐ­θναρ­χί­ας ὡς συ­νέ­χει­ας τῆς «Βυ­ζαν­τι­νῆς» Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Αὐ­τό, ἄλ­λω­στε, γρά­φει καὶ ὁ Ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν Ἀ­να­στ. Λόν­τος στὸν Ἐ­πι­τε­τραμ­μέ­νο τῆς Ἑλ­λά­δος Πέ­τρο Δε­λη­γι­άν­νη στὶς 6 Φε­βρου­α­ρί­ου 1850 (μὲ τὴν ἔ­ναρ­ξη τῶν προ­σπα­θει­ῶν γι­ὰ τὴν λύ­ση τοῦ Ἑλ­λα­δι­κοῦ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ζη­τή­μα­τος): «Αἱ κυ­βερ­νή­σεις τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ Γαλ­λί­ας ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται οὐ­χὶ μι­κρὸν εἰς τὸ ζή­τη­μα τοῦ­το καὶ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σι δι­ὰ πο­λι­τι­κοὺς λό­γους νὰ ἴ­δω­σι τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴν Ἐκ­κλη­σί­αν ἐν­τε­λῶς ἀ­νε­ξάρ­τη­τον τοῦ ἐν Κω­σταν­τι­νου­πό­λει Πα­τρι­αρ­χεί­ου». Ὁ Ρω­μη­ὸς Ἰωάννης Κα­ππο­δί­στρι­ας ἔ­σπευ­δε νὰ ἐ­πι­τύ­χει λύ­ση μέ­σα στὸ πνεῦ­μα τῆς ἱ­στο­ρι­κο­κα­νο­νι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ποὺ δι­α­φο­ρο­ποι­οῦταν δι­α­με­τρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ σχέ­δι­α τῆς Εὐ­ρώ­πης γι­ὰ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή. Καὶ μό­νο ἡ ἐ­νέρ­γει­ά του αὐ­τὴ εἶ­ναι ἱ­κα­νὴ νὰ δεί­ξει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ φύ­ση τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­σμοῦ του. Ἡ πε­ρί­πτω­ση, μά­λι­στα, αὐ­τὴ ἐν­τάσ­σει καὶ σὲ ἕ­να ἄλ­λο πλαί­σι­ο τὴν δο­λο­φο­νί­α τοῦ Κυ­βερ­νή­τη με­τὰ ἀ­πὸ λί­γες μέ­ρες. Δι­ό­τι μὲ τὴν ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Κυ­νου­ρί­ας, ποὺ πρέ­πει ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ γνώ­ρι­ζαν οἱ Δυ­τι­κὲς κυ­βερ­νή­σεις, χά­ρα­ζε γι­ὰ τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἔ­θνος μί­α προ­ο­πτι­κὴ ποὺ ἐρ­χό­ταν σὲ πλή­ρη ἀν­τί­θε­ση μὲ τὰ συμ­φέ­ρον­τα καὶ τὰ σχέ­δι­ά τους γι᾿ αὐ­τήν.
Πολ­λοὶ προ­σπά­θη­σαν νὰ προ­σε­ται­ρι­στοῦν τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κα­ππο­δί­στρι­α ὡς «Εὐ­ρω­πα­ϊ­στῆ», «Ἀ­δέ­σμευ­του ἀ­π᾿ τὴν Πί­στη», «Προ­ο­δευ­τι­κοῦ» κ.ἄ. Ὅ­μω­ς ὁ Κα­ππο­δί­στρι­ας ἦ­ταν πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λα Ρω­μη­ὸς. Καὶ πι­θα­νὸν σή­με­ρα κά­ποι­οι πνευ­μα­τι­κοὶ ἀ­πό­γο­νοι αὐ­τῶν ποὺ τὸν σκό­τω­σαν νὰ θέ­λουν νὰ τὸν προ­βά­λουν ὡς δι­κό τους ἄν­θρω­πο. Ἂς εἶ­ναι. Ἡ Ἱ­στο­ρί­α θὰ τοὺς δι­α­ψεύ­δει…

http://www.enromiosini.gr