Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Η Συγκλονιστική ιστορία της εικόνας της Παναγίας της Ελεούσας. Διαβάστε το θαυμαστό ιστορικό.

Ιερά Εικόνα Παναγίας Ελεούσης (Ξυνιάδα Δομοκού)
Στο χωριό Ξυνιάδα Δομοκού είναι κτισμένο το Μοναστήρι της Παναγίας της Ελεούσης. Το Μοναστήρι κτίσθηκε το 1962 με θαυματουργικό τρόπο. Η εμφάνιση της Παναγίας σε όραμα υπέδειξε στους κατοίκους του χωριού σε βάθος 1,50 μ. μέσα στο χώμα την εικόνα της, που φέρει την επιγραφή "Μήτηρ Θεού Ελεούσα".

Η εικόνα φαίνεται να ανήκει στην εποχή της εικονομαχίας, διατηρείται σε καλή κατάσταση παρά την επί αιώνες παραμονή της στο χώμα και είναι το μεγάλο κειμήλιο της Μονής. Στο σημείο της εύρεσης ανηγέρθη μικρός ναός. Η προσέλευση όμως πολλών προσκυνητών οδήγησε στην θεμελίωση ενός μεγαλυτέρου ναού το 1965, ο οποίος με την συμπαράσταση και την υλική βοήθεια των χριστιανών, αποπερατώθηκε τον Αύγουστο του 1966. Κοντά στο ναό ανοικοδομήθηκαν κελλιά και τα άλλα απαραίτητα κτίσματα. Το 1972 έγιναν τα εγκαίνια της νέας Μονής, η οποία δεν άργησε να αποκτήσει μεγάλη φήμη.
 

Ο υμνογράφος Γεράσιμος μοναχός Μικραγιαννανίτης συνέθεσε την ακολουθία της Ευρέσεως της εικόνος, η οποία εορτάζεται την 21η Ιουνίου. Στο Μοναστήρι με την άοκνη φροντίδα του ηγουμένου και την πρόθυμη συμπαράσταση των προσκυνητών ανηγέρθη Γηροκομείο για την περίθαλψη των απόρων γερόντων της περιοχής.

Εορτάζει την 21η Ιουνίου.

Υπεύθυνος: Ἡγούμ. Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Σύρος
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 2232051203

Το θαυμαστό ιστορικό
Οι φοβεροί σεισμοί, που συγκλόνισαν την Θεσσαλία στις 30 Απριλίου 1954, ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, έμειναν αξέχαστοι στους παλιότερους κατοίκους της περιοχής. Ιδιαίτερα έμεινε αξέχαστη η ημέρα αυτή για τους κατοίκους του χωριού Ξυνιάδα, και πιο πολύ, για τον μικρό Αθανάσιο Σύρο, που είδε με τα μάτια του την Υπεραγία Θεοτόκο.
 
Ο ηλικίας οκτώ ετών τότε, Αθανάσιος Νικολάου Σύρος, ενώ έπαιζε το απόγευμα της Παρασκευής μαζί μ’ άλλα παιδιά στην πλαγιά του βουνού, είδε μπροστά του μια μαυροφόρα γυναίκα ξυπόλητη να κάνει μετάνοιες. Κι ενώ ο τόπος στο σημείο εκείνο ήταν ξερός, με τις μετάνοιες που έκανε η άγνωστη αυτή μαυροφόρα γυναίκα, έγινε μαλακός και βούλιαζε σαν το ζυμάρι. Στα τρία σημεία που προσκύνησε η άγνωστη αυτή γυναίκα άρχισε ο τόπος να αναδύει μια γλυκιά ευωδία.
 
Τότε ο μικρός Αθανάσιος λέει στα άλλα παιδιά: «Παιδιά για δέστε εκείνη τη γιαγιά που κάνει μετάνοιες». Την είπε γιαγιά γιατί φορούσε μαύρα ρούχα, όπως φορούν όλες σχεδόν οι γιαγιάδες στα χωριά. Αλλά κανένα απ’ όλα τα άλλα παιδιά δεν μπορούσε να την δει. Τότε τα παιδιά τρέχοντας πηγαίνουν στους συγχωριανούς τους και αναφέρουν όσα είπε ότι είδε ο Αθανάσιος, οπότε κι εκείνοι σπεύδουν να διαπιστώσουν το γεγονός.

Πράγματι ο Αθανάσιος επαναλαμβάνει ότι βλέπει την άγνωστη γυναίκα να κάνει μετάνοιες στο ίδιο μέρος. Αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτε και τον ρωτούσαν επίμονα να τους πει που ακριβώς βλέπει την μαυροφόρα γυναίκα. Αν κι ο μικρός Αθανάσιος επανέλαβε τα ίδια, εκείνοι δεν μπορούσαν να δουν τίποτε. Οσφραίνονταν μόνο τη γλυκιά ευωδία που προέρχονταν από το σημείο όπου το μικρό παιδί έλεγε ότι έβλεπε να κάνει μετάνοιες η άγνωστη μαυροφόρα γυναίκα.
 
Το ίδιο βράδυ η άγνωστη γυναίκα κάνει την εμφάνισή της στον ύπνο του μικρού Αθανάσιου, ο οποίος κοιμόταν δίπλα στους γονείς του και στ’ άλλα του αδέλφια. Αυτή τη φορά έχει ένα φωτεινό στεφάνι στο κεφάλι της και ο μικρός λίγο τρομαγμένος την ρωτά: «Γιαγιά ποια είσαι εσύ; και τι θέλεις από μένα; Φοβάμαι!».
Και τότε η μαυροφόρα του λέει: «Μη φοβάσαι μικρέ μου, εγώ είμαι η μητέρα του Χριστούλη, που τόσο τον αγαπάς, και μ’ έστειλε να αποκαλύψω σε σένα που έχεις καθαρή καρδιά και αγνή ψυχή, ότι στο μεσαίο σημείο που με είδες να σημειώνω, εκεί να σκάψετε και θα βρείτε την Εικόνα μου. Εκείνο το σημείο να γίνει τόπος λατρείας, να γίνει ένας ναός, ένας άγιος τόπος». Με τα λόγια αυτά χάθηκε η Παναγία από τον μικρό Αθανάσιο.
 
Το πρωί ο Αθανάσιος άρχισε να διηγείται στους δικούς του με κάθε λεπτομέρεια την δεύτερη εμφάνιση της Θεοτόκου και τους παρακαλούσε να σκάψουν εκεί που του υπέδειξε η Παναγία.

Δυστυχώς οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού δεν ήταν ευνοϊκές για τον μικρό Αθανάσιο. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα όσα τους διηγούνταν ήταν αληθινά και πολλές φορές τον αποπαίρνανε και τον διώχνανε με προσβλητικές φράσεις! Αλλά το ίδιο κάνουν πάντα οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν. Το ίδιο περίπου κάνανε και στον Κύριο που είπε: «Μακάριοι θα είσθε, όταν θα σας υβρίσουν και θα σας καταδιώξουν και θα πουν εναντίον σας κάθε κακό πράγμα… Να χαίρεσθε τότε και να αγαλλιάσθε, διότι η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς» (Ματθ. 5,11-12).
 
Όλες όμως αυτές, οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού, δεν μπόρεσαν να κλονίσουν τον Αθανάσιο. Μάζεψε πέτρες κι έκτισε μόνος του ένα μικρό εκκλησάκι στο σημείο που του υπέδειξε η Παναγία. Εκεί έβαλε μια μικρή εικόνα της Παναγίας, πήγαινε κάθε μέρα, πρωί βράδυ, άναβε το καντηλάκι της κι έκανε την προσευχή του στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στις συνεχείς παρακλήσεις του, να σκάψουν εκεί που του είπε η Παναγία, ανταποκρίθηκαν κάποτε μερικοί συγχωριανοί του. Οι ενέργειες όμως ήταν μεμονωμένες και χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Πέρασαν οκτώ χρόνια και την αδιαφορία των κατοίκων σταμάτησε μια θανατηφόρα ασθένεια που έπεσε στα ζώα του χωριού. Άρχισαν πια να σκέπτονται σοβαρά μήπως η αρρώστια των «ζωντανών» ήταν τιμωρία του Θεού για την απιστία που έδειξαν στα λόγια του Αθανάσιου. Άρχισαν να κάνουν παρακλήσεις στην Θεοτόκο να τους συγχωρήσει και να τους απαλλάξει από το κακό που τους βρήκε. Έτσι το θανατικό των ζώων έγινε αφορμή οι κάτοικοι του χωριού να γυρίσουν κοντά στον Θεό.

Στις αρχές Ιουνίου του έτους 1962 πήγε στην Ξυνιάδα ένα εκσκαπτικό μηχάνημα για να ανοίξει τους δρόμους του χωριού. Οι κάτοικοι τότε παρακάλεσαν τον χειριστή, μόλις τελειώσει την διάνοιξη, να κάνει τον κόπο να σκάψει και στο μέρος που έλεγε ο Αθανάσιος ότι του υπέδειξε η Παναγία, πως υπάρχει η εικόνα της. Ο χειριστής όμως του μηχανήματος, που ονομαζόταν Ηλίας Σάλτας και καταγόταν από το χωριό Σταυρός Λαμίας, δεν ήθελε να σκάψει και μάλιστα αντέδρασε βίαια στις επίμονες παρακλήσεις των κατοίκων του χωριού.
 
Τότε επενέβη ένας άλλος Λαμιώτης, ο Σπύρος Χουλιάρας, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος είχε ακούσει από τη μητέρα του για τις εμφανίσεις της Παναγίας. Ο κ. Χουλιάρας αντιλαμβανόμενος τις αντιδράσεις του οδηγού, κάλεσε σε σύσκεψη τις αρχές της κοινότητας, ήτοι τον πρόεδρο του χωριού, τον δάσκαλο, τον ιερέα, τις αστυνομικές αρχές και το εκκλησιαστικό συμβούλιο και όλοι μαζί πήγαν και παρακάλεσαν τον χειριστή, τον οποίο και τελικά έπεισαν.
 
Το μηχάνημα ξεκίνησε να σκάβει και να βγάζει χώματα στο υποδειχθέν σημείο κι όλος ο κόσμος μαζεύτηκε περιμένοντας με αγωνία. Ο χειριστής μετά την πρώτη εκσκαφή επιχειρεί και δεύτερη χωρίς αποτέλεσμα. Αρχίζει να βλαστημά και επιχειρεί και τρίτη φορά χωρίς αποτέλεσμα και πάλι. Η μηχανή είχε σταματήσει. Τότε ο αστυνομικός που ήταν κοντά στο σημείο βλέπει δίπλα στο μαχαίρι του μηχανήματος, κοντά στη ρίζα ενός πουρναριού, την εικόνα της Παναγίας.


Το τι έγινε εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται. Όλοι όσοι ήταν εκεί, έπεσαν, γονάτισαν και προσκύνησαν την Άγια Εικόνα της Παναγίας, και ζητούσαν με δάκρυα στα μάτια την Χάρη Της. Μερικοί έτρεξαν και χτύπησαν την καμπάνα για να ειδοποιηθούν και οι άλλοι οι κάτοικοι που ήταν στα χωράφια. Άλλοι έτρεξαν κι αγκάλιασαν τον δεκαεξάχρονο πια Αθανάσιο και του ζητούσαν να τους συγχωρήσει για την ασέβεια και την απιστία τους. Ο χειριστής του μηχανήματος έπεσε κλαίγοντας και προσκύνησε την εικόνα και παρακαλούσε να τον συγχωρήσει η Θεοτόκος. Λέγεται μάλιστα, ότι καταφεύγοντας στην Χάρη της Παναγίας, με θερμή πίστη, θεραπεύτηκε από πάθηση στομάχου από την οποία βασανίζονταν έως τότε.
 
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας κρυβόταν, σε βάθος ενάμισι μέτρο επί αιώνες. Είναι μικρού μεγέθους και φέρει την επιγραφή «Μήτηρ Θεού Ελεούσα». Κατά την γνώμη των ειδικών, η εικόνα φέρεται να ανήκει στην εποχή της εικονομαχίας. Διατηρήθηκε όμως μέσα στο χώμα, τόσους αιώνες χωρίς να πάθει τίποτε. Όταν η Χάρη του Θεού θέλει, τα φθαρτά γίνονται άφθαρτα και τα θνητά αθάνατα.

Σήμερα η εικόνα της «Παναγίας Ελεούσας» έχει σκεπασθεί με ασήμι και χρυσό κι έχει τοποθετηθεί σ’ ένα όμορφο προσκυνητάρι. Τα τάματα των βασανισμένων πιστών, που έρχονται να πάρουν την χάρη Της, έχουν στολίσει όλη την επιφάνεια της εικόνας.