Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Οι εξελίξεις στην Τουρκία και οι προοπτικές των Ε-Τ Σχέσεων.

το 2014 προβλέπεται να είναι έτος ανακατατάξεων...
Του Σάββα Καλεντερίδη
Μετά από μια δεκαετία πρωτοφανούς πολιτικής σταθερότητας για τα δεδομένα της Τουρκίας, με την αποκάλυψη του... σκανδάλου, στις 17 Δεκεμβρίου, των 87 δις δολαρίων που φέρεται να διακίνησε και ξέπλυνε μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές ο δαιμόνιος 29χρονος Αζέρος επιχειρηματίας, Ριζά Σαράφ, εκμαυλίζοντας και δωροδοκώντας το μισό υπουργικό συμβούλιο αλλά και το πρωθυπουργικό περιβάλλον, διαγράφονται προοπτικές που κάθε άλλο παρά προοιονίζονται συνέχιση της πολιτικής σταθερότητας στην Τουρκία, τουλάχιστον με τη μορφή που την συνηθίσαμε από το 2002 και εντεύθεν.
Πριν όμως δούμε τις προοπτικές και το πώς αυτές θα επηρεάσουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι σκόπιμο να δούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκαν οι ισλαμιστές και συγκεκριμένα η ομάδα Ερντογάν στην εξουσία.
Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Ηνωμένο Βασίλειο έδωσε στις ΗΠΑ τη σκυτάλη της άσκησης επιρροής στην Τουρκία, διαδικασία που ολοκληρώθηκε με την είσοδο της τελευταίας στο ΝΑΤΟ, το 1952. Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου η Τουρκία είχε ιδιαίτερη σημασία και αξία για το ΝΑΤΟ, επειδή ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο μήκος συνόρων με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Γι’ αυτό ήταν στρατηγικής σημασίας ο έλεγχος της συγκεκριμένης χώρας, ο οποίος εξασφαλιζόταν μέσω της στενής συνεργασίας με την ηγεσία των Τουρκικών Ενόπλων δυνάμεων.
Η στενή σχέση και συνεργασία των ΝΑΤΟικών μηχανισμών και της Ουάσιγκτον με τους στρατιωτικούς και οι αμοιβαία εμπιστοσύνη άρχισε να διαρρηγνύεται όταν, με την Επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου», το 1991, φάνηκε η πρόθεση ανάδειξης του Κουρδικού και η δημιουργία στην αρχή αυτόνομου και εν καιρώ ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Νότιο Κουρδιστάν (Β. Ιράκ). Τότε οι στρατιωτικοί άρχισαν να βλέπουν με καχυποψία τους συγκεκριμένους σχεδιασμούς, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν πρόκειται να συνεργαστούν ποτέ πάνω στο συγκεκριμένο σχέδιο, που, κατά την -όχι λανθασμένη- άποψή τους, θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στην αυτονόμηση και του τουρκοκρατούμενου Κουρδιστάν και στη συνέχεια στο διαμελισμό της Τουρκίας.
Το γεγονός αυτό οδήγησε τους επιτελείς της Ουάσιγκτον στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να αναζητήσουν άλλους συνομιλητές και συμμάχους στην Τουρκία, οι οποίοι θα ήταν διατεθειμένοι να τροποποιήσουν την πολιτική της Άγκυρας στο συγκεκριμένο ζήτημα και να συνεργαστούν με τις ΗΠΑ στο Κουρδικό. Με δεδομένο ότι οι στρατιωτικοί και οι κεμαλιστές ήλεγχαν ασφυκτικά το κράτος και μέσω αυτού ασκούσαν την επιρροή τους στο πολιτικό σύστημα, οι νέοι συνομιλητές θα έπρεπε να έχουν την ευρεία λαϊκή στήριξη, για να μπορέσουν να υπερκεράσουν στρατιωτικούς και κεμαλιστές, να κατανικήσουν το βαθύ κράτος και να οδηγήσουν την Τουρκία στη μεγάλη αλλαγή πολιτικής στο Κουρδικό.
Με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα, οι συνομιλητές έπρεπε να αναζητηθούν στους εκφραστές και θιασώτες του πολιτικού ισλάμ. Με δεδομένο δε ότι ο Ερμπακάν ήταν αρκετά ριζοσπαστικός αλλά και προχωρημένης ηλικίας, ο νέος «φίλος» θα έπρεπε να είναι πιο διαλλακτικός και αρκετά πιο νέος στην ηλικία. Μετά από ενδελεχή έρευνα στο χώρο, οι ΗΠΑ, δια του τότε πρέσβη τους στην Άγκυρα, Μόρτον Αμπράμοβιτς, κατέληξαν στον τότε νεοεκλεγέντα δήμαρχο Κωνσταντινούπολης, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η επιλογή αυτή στοίχισε στον προικισμένο Ταγίπ ακόμα και τη φυλάκισή του, όμως, τελικά, μετά από περιπέτειες αλλά και επιβραβεύσεις, του άνοιξε ο δρόμος, που οδήγησε στον πρωθυπουργικό θώκο, το 2003.
Έκτοτε ο Ερντογάν, βοηθούμενος και από τους υπερατλαντικούς συμμάχους του, τα έβαλε με το στρατιωτικό/κεμαλικό κατεστημένο, «ξηλώνοντας» μηχανισμούς στο κράτος και τις ένοπλες δυνάμεις (υποθέσεις Εργενεκόν Βαριοπούλα κλπ), που υπονόμευαν την πολιτική σταθερότητα αλλά και την αλλαγή πολιτικής στο Κουρδικό.
Μετά τις εκλογές του 2009, με τον Νταβούτογλου στο τιμόνι της εξωτερική πολιτικής, η Τουρκία αναγνώρισε ντε φάκτο το αυτόνομο κουρδικό κράτος στο Νότιο Κουρδιστάν (Β. Ιράκ), κάνοντας ταυτοχρόνως θαρραλέα -για τα δεδομένα της Τουρκίας- βήματα προς την διευθέτηση του «δικού» της Κουρδικού, μέσω συνομιλιών με τον έγκλειστο στις φυλακές Αμπντουλλάχ Οτζαλάν και το ίδιο το ΡΚΚ.
Ακριβώς σ’ αυτήν τη φάση, και ενώ είναι θέμα ημερών να τρέξει το πετρέλαιο του Νοτίου Κουρδιστάν από τον νέο κουρδοτουρκικό αγωγό στο Γιουμουρταλίκ, του Κόλπου των Αδάνων, όπως επίσης ενώ είναι σε κρίσιμο σημείο οι συνομιλίες με τον Οτζαλάν και το ΡΚΚ, ξεσπά ο πόλεμος Ερντογάν-Γκιουλέν με αφορμή την απόφαση της κυβέρνησης να απαγορεύσει τη λειτουργία των φροντιστηρίων του δευτέρου. Και λίγες ημέρες μετά, ως πιθανή αντεπίθεση του Γκιουλέν, ξεσπά και το απολύτως υπαρκτό σκάνδαλο της εξαγοράς της μισής κυβέρνησης Ερντογάν από τον Αζέρο επιχειρηματία Ριζά Σαράφ, που οδήγησε στο σαρωτικό σχηματισμό των Χριστουγέννων.
Από την εξέταση των αντικειμενικών στοιχείων του σκανδάλου Σαράφ, αλλά και από τις κινήσεις των εισαγγελέων για τη σύλληψη δεκάδων ατόμων που εμπλέκονται σε 26 υποθέσεις δημοσίου συμφέροντος, ύψους 100 δις δολαρίων, είναι προφανές ότι ο πόλεμος Ερντογάν-Γκιουλέν θα συνεχιστεί καθώς και ότι ο Ερντογάν μόνο χειρότερες μέρες θα μπορεί να περιμένει το 2014, οπότε θα έλθει αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών (29 Μαρτίου) αλλά και της εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας (Ιούνιος).
Θα πρέπει να θεωρείται περισσότερο από βέβαιο ότι ο Γκιουλέν θα συνεργαστεί με τους κεμαλιστές τουλάχιστον στην εκλογή του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, όπου καθοριστικό ρόλο θα παίξει η ψήφος των Κούρδων, οι οποίοι, αν αποφασίσουν να στηρίξουν τον αντίπαλο του ΑΚΡ, μάλλον ο Ερντογάν θα δει να χάνεται η Κωνσταντινούπολη, που θα έχει συμβολική σημασία για τον ίδιο, αφού από εκεί που ξεκίνησε η άνοδος, μάλλον θα αρχίσει και η πτώση.
Η στάση των Κούρδων γενικώς και ειδικώς, αλλά και τα αποτελέσματα στο τουρκοκρατούμενο Κουρδιστάν στις εκλογές του Μαρτίου του 2014 θα παίξουν σοβαρό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας, όμως αυτό είναι θέμα ενός άλλου ξεχωριστού άρθρου.
Το θέμα είναι ότι ούτως ή άλλως, είναι σφόδρα πιθανό στις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου του 2014 το ΑΚΡ να χάσει την πρωτοκαθεδρία σε ορισμένες μεγάλες πόλεις, πράγμα που θα επηρεάσει και τις αποφάσεις του Ερντογάν για την προεδρία της Δημοκρατίας αλλά και για το αν θα προβεί στην αλλαγή του καταστατικού του κόμματος που επιτρέπει την εκλογή μέχρι τρεις φορές.
Εν κατακλείδι, το 2014 προβλέπεται να είναι έτος ανακατατάξεων -αν και όχι ραγδαίων- στην Τουρκία, οι οποίες θα επηρεάσουν το αποτέλεσμα των γενικών εκλογών του 2015.
Όσον αφορά την απάντηση «πώς θα επηρεάσει αυτό τις ελληνοτουρκικές σχέσεις», το σίγουρο είναι ότι αν κάποιοι σχεδίαζαν την επίτευξη μιας όποιας συμφωνίας στα θέματα του Αιγαίου (χωρικά ύδατα, ΑΟΖ) και στο Κυπριακό, μάλλον θα πρέπει να γίνουν πολύ επιφυλακτικοί, γιατί μια αδύναμη κυβέρνηση, που παλεύει με τα σκάνδαλα και βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, δεν είναι σε θέση να λάβει τέτοιες αποφάσεις, που προϋποθέτουν πολιτική ευστάθεια για να αντιμετωπιστούν πιθανοί κλυδωνισμοί και το όποιο κόστος.
Από την άλλη πλευρά, για όσους μιλούν για πιθανή απόπειρα «εξαγωγής της κρίσης» από την κυβέρνηση Ερντογάν, θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί και μάλλον θα πρέπει να αποφευχθούν κινήσεις από της ελληνικής πλευράς, για να μην δούμε την εμφάνιση κάποιας ελληνοτουρκικής κρίσης στο Αιγαίο και την Κύπρο με ανεστραμμένο είδωλο, σε σχέση με τις κρίσεις που εμφανίστηκαν από το 1974 μέχρι τα Ίμια.
Τέλος, η μόνη εστία που θα μπορούσε να προκαλέσει μια με αντικειμενικούς όρους σοβαρή κρίση θα πρέπει να θεωρείται το «Οικόπεδο 12» και οι διαδικασίες που οδηγούν στην ολοκλήρωση του τετελεσμένου και εννοούμε στην έναρξη της εκμετάλλευσης του κοιτάσματος φυσικού αερίου και πετρελαίου από πλευράς της Κύπρου.
Γι’ αυτό, όχι αυξημένες προσδοκίες στο θέμα του Αιγαίου, ψύχραιμη επιφυλακή και αποφασιστικότητα στη Θράκη και ευέλικτη αντίσταση στην Κύπρο για να αποφευχθεί η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσα από ένα πακέτο «λύσης», με ταυτόχρονη εξάντληση της διπλωματίας και της πολιτικής με τους παράγοντες και τα κράτη που έχουν συμφέροντα στην περιοχή!
 
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ