Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Ποιός θα καλύψει το κενό ηγεσίας του πλανήτη;

Γιούν Γιάνγκ*
 
Εχει μπει ο κόσμος σε μια νέα εποχή χάους;
Η αμφιταλαντευόμενη πολιτική της Αμερικής προς την Συρία μάλλον αυτό δείχνει.
Πράγματι, η πικρή κληρονομιά των εισβολών στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, και η οικονομική κρίση του 2008, έχουν κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες όχι μόνο διστακτικές στο να χρησιμοποιήσουν την στρατιωτική ισχύ τους, ακόμη και όταν ξεπερνιούνται οι «κόκκινες γραμμές», αλλά και φαινομενικά απρόθυμες να αναλάβουν  οποιοδήποτε σοβαρό βάρος για να διατηρήσουν την ηγετική θέση τους παγκοσμίως.
Αλλά, αν η Αμερική δεν είναι πλέον πρόθυμη να ηγηθεί, ποιός θα πάρει τη θέση της;

Οι ηγέτες της Κίνας έχουν επιδείξει την έλλειψη του ενδιαφέροντός τους για μια δραστήρια παγκόσμια ηγετική θέση, απορρίπτοντας ανοιχτά τις εκκλήσεις να γίνουν ένας«υπεύθυνος μέτοχος» στα διεθνή πολιτικά και οικονομικά συστήματα.
Εν τω μεταξύ, αν και η Ρωσία μπορεί να επιθυμεί να διατηρήσει την ελπίδα ότι είναι μια παγκόσμια δύναμη, φαίνεται ότι τον τελευταίο καιρό ενδιαφέρεται κυρίως στο να παρεμποδίζει την Αμερική όποτε είναι δυνατόν - ακόμα και όταν αυτό δεν εξυπηρετεί τα δικά της μακροπρόθεσμα συμφέροντα.
Και η Ευρώπη αντιμετωπίζει πάρα πολλά εσωτερικά προβλήματα για να αναλάβει κάποιον σημαντικό ηγετικό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η έλλειψη ηγεσίας έχει υπονομεύσει σοβαρά την αποτελεσματικότητα διεθνών θεσμών, κάτι που επιβεβαιώνεται από την αναποτελεσματική αντίδραση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στην κρίση στη Συρία και από την αποτυχία του τρέχοντος γύρου των διαπραγματεύσεων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, οι ΗΠΑ και η Κίνα - οι μόνοι βιώσιμοι υποψήφιοι για την παγκόσμια ηγεσία - πρέπει να επιτύχουν έναν μεγάλο συμβιβασμό που θα συμφιλιώνει τα θεμελιώδη συμφέροντά τους, και θα τους επιτρέψει μετά να ενεργούν από κοινού για την παροχή και την προστασία των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών. Μόνο με την σταθεροποίηση της διμερούς Σινο-αμερικανικής σχέσης μπορεί να επιτευχθεί ένα παγκόσμιο σύστημα που θα υποστηρίζει την ειρήνη και την κοινή ευημερία.

Ενας τέτοιος συμβιβασμός θα πρέπει να αρχίσει με μια συντονισμένη προσπάθεια από τις ΗΠΑ για να ενισχυθεί ο ρόλος της Κίνας στους διεθνείς οικονομικούς θεσμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.
Αυτό που πραγματικά χρειάζεται ο κόσμος είναι μια ολοκληρωμένη οικονομική συνεργασία μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Αλλά η συνεργασία αυτή θα είναι αδύνατη, εκτός αν οι ΗΠΑ αναγνωρίσουν την Κίνα ως ισότιμο εταίρο - και όχι μόνο ρητορικά.

Δεδομένου ότι οι ΗΠΑ διατηρούν ένα σημαντικό στρατιωτικό πλεονέκτημα έναντι της Κίνας, η Αμερική θα μπορούσε να υποστηρίξει μια τέτοια συνεργασία χωρίς αυτό να συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλειά της.
Η ειρωνεία είναι ότι η στρατιωτική υπεροχή θα μπορούσε να αποδυναμώσει την προθυμία των ηγετών των ΗΠΑ να κάνουν το είδος των παραχωρήσεων, ιδίως σε θέματα ασφαλείας, που θα απαιτούσε μια ισότιμη εταιρική σχέση. Αλλά, ακόμα και τότε, θα μπορούσαν να γίνουν οι απαραίτητες προσαρμογές χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο τα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ.

Το αντάλλαγμα για αυτές τις αλλαγές στην πολιτική των ΗΠΑ θα είναι μια δέσμευση από την Κίνα να σεβαστεί και να υπερασπιστεί ένα σύνολο διεθνών κανόνων, αρχών και θεσμών, που δημιουργήθηκαν σε μεγάλο βαθμό χωρίς την συμμετοχή της.

Δεδομένου ότι η ταχεία αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας από το 1979 θα ήταν αδύνατη χωρίς τις προσπάθειες της Αμερικής να δημιουργήσει μια ανοικτή παγκόσμια τάξη, οι κινέζοι ηγέτες δεν θα καταπιούν με δυσκολία αυτό το χάπι.

Οι Κασσάνδρες επικαλούνται συχνά τους πολέμους που ακολούθησαν την άνοδο της αυτοκρατορικής Γερμανίας σαν ιστορικό παράλληλο για την σινο-αμερικανική σχέση σήμερα. Αλλά ένα καλύτερο παράδειγμα - στο οποίο ένας παγκόσμιος ηγεμόνας συμβιβάζεται με μια αναδυόμενη δύναμη - θα μπορούσε να είναι η αποδοχή από το Ηνωμένο Βασίλειο της ανόδου της Αμερικής.
Την ώρα που οι ηγέτες της Κίνας καθορίζουν τον παγκόσμιο ρόλο της χώρας, θα πρέπει να έχουν κατά νου την επιτυχία της προσέγγισης του Ηνωμένου Βασιλείου - καθώς και την αποτυχία της αλαζονικής διπλωματίας της αυτοκρατορικής Γερμανίας.

* Ο κ.Γιούν Γιάνγκ - κουάν είναι πρώην υπουργός Εξωτερικών της Νότιας Κορέας και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ.