Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Σύντομη ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού.

Φωτό: taxidistignosi
Γράφει ο Γεώργιος Παρχαρίδης, Πρόεδρος Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος, Καθηγητής Ιατρικής Α.Π.Θ
Η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού είναι μακραίωνη και ξεκινά από τη στιγμή που οι Έλληνες ίδρυσαν τις πρώτες αποικίες τους στη νότιο ακτή του Εύξεινου Πόντου. Ωστόσο η επαφή του ελληνικού κόσμου με την περιοχή, που αργότερα ονομάστηκε Πόντος, χάνεται στο βάθος του χρόνου και στις μυθολογικές αφηγήσεις των Ελλήνων.


Η περιπέτεια του Φρίξου και της Έλλης, η Αργοναυτική εκστρατεία, οι περιπλανήσεις του Ηρακλή στις νότιες ακτές του Εύξεινου Πόντου και ο μύθος των Αμαζόνων αντανακλούν την επαφή που είχε ο ελληνικός κόσμος με την περιοχή, από πρώιμες ακόμη περιόδους. Αρχαιολογικά ευρήματα της Μυκηναϊκής εποχής, που έχουν βρεθεί στην περιφέρεια του Εύξεινου Πόντου, μαρτυρούν την ελληνική παρουσία. Η επικοινωνία με την περιοχή συνεχίστηκε και προφανώς εντατικοποιήθηκε κατά τους επόμενους αιώνες, όπως φανερώνει το κείμενο του Ομήρου. Ο Επικός Ποιητής διέθετε συγκεκριμένες πληροφορίες για την περιοχή του Πόντου, καθότι γνώριζε τα ονόματα πολλών ποταμών, όπως και αρκετούς από τους λαούς που κατοικούσαν στην περιοχή και είχαν πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο, στο πλευρό των Τρώων. 

Φωτό: palioxari

Η σχέση των Ελλήνων, ωστόσο, με τον Εύξεινο Πόντο εντάθηκε στα πλαίσια του αποικισμού. Οι Έλληνες κατά τη διάρκεια των προηγούμενων επαφών τους με την περιοχή αναγνώρισαν τις δυνατότητες που τους προσέφερε, καθώς ήταν ιδιαιτέρως εύφορη, πλούσια σε ορυκτό πλούτο και πρώτες ύλες. Ως εκ τούτου, οι αποικίες άρχισαν να ιδρύονται η μία μετά την άλλη στην περιφέρεια της θάλασσας και σε λίγους αιώνες ο Εύξεινος Πόντος απέκτησε ένα στεφάνι ελληνικών αποικιών. Οι σπουδαιότερες πόλεις της νότιας ακτής, της περιοχής του Πόντου δηλαδή, ήταν η Σινώπη και ορισμένες που στη συνέχεια ιδρύθηκαν από αυτή, η Αμισός, τα Κοτύωρα, η Κερασούντα, η Τραπεζούντα και η Κρώμνη. 


Οι ελληνικές αποικίες του Πόντου εξελίχθηκαν σε πόλεις με εξολοκλήρου ελληνικό χαρακτήρα. Οι λιγοστές πηγές που διαθέτουμε διαμορφώνουν την εικόνα πόλεων, όπου λειτουργούσαν οι ελληνικοί θεσμοί, τα ήθη και τα έθιμα. Ο ελληνικός πολιτισμός όχι μόνον μεταφέρθηκε αυτούσιος αλλά αναπτύχθηκε και άνθισε εκεί εκ νέου από ικανούς καλλιτέχνες που ήταν φορείς του ελληνικού πνεύματος. Πολλοί υπήρξαν οι εκπρόσωποι του ελληνικού πνεύματος που κατάγονταν από τον Πόντο. Οι σπουδαιότεροι από αυτούς είναι ο Διογένης ο Σινωπεύς, ο Κυνικός φιλόσοφος και ο Γεωγράφος Στράβων που γεννήθηκε στην Αμάσεια.

Ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν στα πλαίσια της εκστρατείας του πέρασε από την γειτονία του Πόντου, αποφάσισε να μην στραφεί εναντίον των ελληνικών πόλεων, αλλά να παραχωρήσει σε αυτές αυτονομία. Μετά το θάνατό του και την μακρά περίοδο αθεβαιότητας και συγκρούσεων μεταξύ των διαδόχων του, στην περιοχή του Πόντου επικράτησε η δυναστεία των Μιθριδατών.

Στα πλαίσια του ελληνιστικού Βασιλείου του Πόντου, που ιδρύθηκε από τον Μιθριδάτη I τον Κτίστη και αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πολιτική δύναμη στην περιοχή για τρείς περίπου αιώνες, οι ελληνικές πόλεις του Πόντου διήλθαν μια δεύτερη περίοδο ακμής. Τα μέλη της βασιλικής δυναστείας λάμπρυναν και επέκτειναν τις ελληνικές πόλεις και ανέδειξαν τον ελληνικό πολιτισμό και τα γράμματα. Το Βασίλειο του Πόντου αποτέλεσε τον σημαντικότερο αντίπαλο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην προσπάθειά της να επεκταθεί στην Ανατολή. Μετά τον μακροχρόνιο πόλεμο μεταξύ των δύο αντιπάλων, ο εξασθενημένος στρατός του Μιθριδάτη Ευπάτωρα ηττήθηκε και το βασίλειό του κατακτήθηκε από τον Ρωμαίο στρατηγό Πομπήιο, ο οποίος το μετέτρεψε σε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι κατακτητές αντιλαμβανόμενοι και αυτοί με τη σειρά τους τη γεωπολιτική σημασία του Πόντου, ενίσχυσαν τις πόλεις και τα λιμάνια του, τα οποία ενέταξαν στο εμπορικό και στρατιωτικό δίκτυο της αυτοκρατορίας τους. 

Φωτό: noctoc-noctoc

Οι Έλληνες του Πόντου ήταν από τους πρώτους που ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό, τους πρώτους αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού. Το Λόγο του Θεού κήρυξαν στην ευρύτερη περιοχή οι Απόστολοι Πέτρος και Ανδρέας. Παρά τη σθεναρή αντίδραση της ρωμαϊκής εξουσίας προς τη νέα θρησκεία και τις διώξεις που εξαπέλυσαν οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες εναντίον της, οι Έλληνες του Πόντου διατήρησαν την πίστη τους. Με το πέρας του χρόνου, μάλιστα, ο Χριστιανισμός έγινε ίδιον χαρακτηριστικό των Ποντίων, το οποίο σε συνδυασμό με την ελληνική τους καταγωγή προσδιόριζε στο εξής όχι μόνον την ταυτότητά τους αλλά και την μοίρα τους στην ιστορία. 

Φωτό: noctoc-noctoc

Στη θεμελίωση τηε Χριστιανικής Πίστης στον Πόντο συνέβαλαν, πέρα τον Αποστόλων, και άλλοι πνευματικοί άνδρες που έδρασαν στην περιοχή. Ένας από αυτούς ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Ζαβούλων, ο οποίος ίδρυσε την πρώτη Μονή της Χριστιανικής Θρησκείας, τον Άγιο Ιωάννη Πρόδρομο τον Ζαβουλών ή Βαζελών, το 270 μ.Χ. Η Μονή βρισκόταν νοτίως της Τραπεζούντας στην περιοχή της Ματσούκας, όπου είχαν καταφύγει μετά τουε διωγμούς του Δεκίου ( 249- 251) και του Διοκλητιανού (245-260) πολλοί από τους Χριστιανούς, που έως τότε ζούσαν στις παράκτιες περιοχές. Έναν αιώνα μετά την ίδρυση της πρώτης Μονής, ιδρύθηκε σε κοντινή απόσταση και η δεύτερη, η Μονή της Παναγίας Σουμελά στο όρος Μελά, ενώ το 752 μΧ, ιδρύθηκε η Μονή του Αγίου Γεωργίου του Περιστερεώτα. Κατά τη βυζαντινή περίοδο, η Μονές έχαιραν της υποστήριξης των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι παραχώρησαν σε αυτές πολλά προνόμια και ελευθερίες.

Μειά την άλωση της Βασιλεύουσας, το 1204 μ.Χ, από τους Φράγκους, ο Αλέξιος Κομνηνός, απόγονος της αυτοκρατορικής δυναστείας, μετέβη στον Πόντο και εκεί ίδρυσε μαζί με τον αδελφό του, Δαυίδ, την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Οι Κομνηνοί αναγνωρίστηκαν ως κληρονόμοι της Βυζαντινής παράδοσης και διοίκησαν την αυτοκρατορία ως την πτώση της, το 1461 μ.Χ. Η Τραπεζούντα ως πρωτεύουσα γνώρισε μεγάλη ακμή και αναπτύχθηκε ως εμπορικό και πνευματικό κέντρο. Η λαμπρή αυτή, ωστόσο, περίοδος της ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού έμελε να διαρκέσει τρείς μόνον αιώνες, καθώς στο προσκήνιο ήλθε η δυναμική φυλή των Τούρκων Οθωμανών. 

Φωτό: noctoc-noctoc

Στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η εικόνα του Πόντου, όπως ήταν αναμενόμενο, μεταβλήθηκε δραματικά. Την άρχουσα τάξη αποτελούσαν πλέον οι Οθωμανοί και επίσημη θρησκεία έγινε η μουσουλμανική. Οι Έλληνες θεωρούνταν κατώτερο μιλέτ, λόγω κυρίως της θρησκείας τους. Σε πολλές περιπτώσεις, οι συνθήκες στις οποίες ζούσαν ήταν δύσκολες και καταπιεστικές και ως εκ τούτου ώθησαν πολλούς Χριστιανούς στον εξισλαμισμό. Σε μεταγενέστερες, μάλιστα, περιόδους ο Χριστιανικός πληθυσμός διώχθηκε και ταλαιπωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το καθεστώς, προκειμένου να αλλαξοπιστήσει.

Παρά τις δύσκολες συνθήκες στις οποίες ζούσε ο Ελληνισμός του Πόντου κατά την Οθωμανική περίοδο, κατάφερε να διατηρήσει την ταυτότητά του αλλά και να διακριθεί στην οικονομία, το εμπόριο και τα γράμματα. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η ανάπτυξη και η πρόοδος, που ακολούθησε τις μεταρρυθμίσει τις οποίες αναγκάστηκε να παραχωρήσει ο σουλτάνος μετά τις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Έτσι, μετά το Χάτι Σερίφ του 1839 και το Χάτι Χουμαγιούν του 1856, οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι να ασκούν τα Χριστιανικά τους καθήκοντα και να δραστηριοποιούνται στο εμπόριο.

Για την επόμενη περίοδο, ο Ελληνισμός του Πόντου αναπτύχθηκε οικονομικά και εξελίχθηκε σε κύριο παράγοντα της οικονομίας στον Εύξεινο Πόντο. Ανάλογη ήταν η ανάπτυξη του πνεύματος. Πολυάριθμα ήταν τα ελληνικά σχολεία, τα αρρεναγωγεία και τα παρθεναγωγεία, με φημισμένο όλων το Φροντιστήριο Τραπεζούντος. Σπουδαία ήταν, επίσης, η καλλιτεχνική ζωή, που εκφραζόταν με μουσικές και θεατρικές παραστάσεις.

Η ανθηρή και ανοδική πορεία του ελληνικού πληθυσμού διεκόπη στις αρχές του 20ου αιώνα από το κίνημα των Νεοτούρκων. Σε πρώτη φάση, το κίνημα προσπάθησε να εξουθενώσει τους Ποντίους παίρνοντας εναντίον τους οικονομικά, στρατιωτικά, θρησκευτικά και εκπαιδευτικά μέτρα. Τα γεγονότα εξώθησαν προεξέχουσες προσωπικότητες του Πόντου και της διασποράς να εργαστούν για την αυτοδιάθεση του Πόντου και τη δημιουργία μίας αυτόνομης Δημοκρατίας. Κάποιες από αυτές τις προσωπικότητες ήταν ο Ιωάννης Πασαλίδης, ο Κωσταντίνος Κωσταντινίδης, ο Φίλωνας Κτενίδης, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας, Χρύσανθος, καθώς και ο μητροπολίτης Αμάσειας, Γερμανός Καραβαγγέλης. Το εγχείρημα των Ποντίων επωφελούμενο από την έκβαση των εξελίξεων και τη σύγκρουση Ρωσίας και Τουρκίας, στέφθηκε αρχικά με επιτυχία. Το 1916, μάλιστα, ο Τούρκος βαλής της Τραπεζούντας, Μεχμέχ Τζεμάλ Αζμή, παρέδωσε την διοίκηση της πόλης στον μητροπολίτη Χρύσανθο με τα λόγια «Από τους Έλληνες πήραμε την Τραπεζούντα στους Έλληνες την παραδίδουμε».

Η Δημοκρατία του Πόντου, ωστόσο, αποδείχθηκε βραχύβια, καθώς μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, ο ρωσικός στρατός εγκατέλειψε την περιοχή και οι Νεότουρκοι ανέκαμψαν, δυστυχώς για τους Χριστιανικούς πληθυσμούς, δριμύτεροι. Σε λίγα χρόνια, οι Νεότουρκοι έχοντας ηγέτη τους τον Μουσταφά Κεμάλ, που έπειτα ονομάστηκε Ατατούρκ, εξόντωσαν με βάναυσες εκτοπίσεις και σφαγές τον αρμενικό και ελληνικό πληθυσμό του Πόντου. Στόχος της πολιτικής του Κεμάλ ήταν ο παντουρκισμός της χώρας του και ο αφανισμός κάθε Χριστιανικού στοιχείου. Ενδεικτική είναι η φράση «επιτέλους τους ξεριξώσαμε», που χαρακτηρίζει τις βάσεις της πολιτικής του. Η δήλωση έγινε στις 23 Αυγούστου του 1923, μετά την τέλεση της γενοκτονίας εις βάρος Ελλήνων και Αρμενίων.

Παρά την ιστορική αλήθεια, η οποία επιβεβαιώνεται όχι μόνον από τους επιζώντες της γενοκτονίας, οι οποίοι αποτελούν τη ζωντανή απόδειξη της τέλεσής της, αλλά και από τα αρχεία της εποχής, το σύγχρονο τουρκικό κράτος την αρνείται. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Τούρκο ιστορικό και κοινωνιολόγο, Τανέρ Ακσάμ, το τουρκικό κράτος θεωρεί αυτή τη σελίδα της ιστορίας του ως μη γενόμενη. Η δημιουργία του σύγχρονου κράτους από τον Κεμάλ Ατατούρκ βασίστηκε στην εξόντωση δύο εθνοτήτων, των Αρμενίων και τον Ελλήνων Ποντίων. Η αποδοχή της γενοκτονίας επομένως θα σήμαινε ταυτόχρονα τη συντριβή των θεμελίων του ίδιου του κράτους. Η πολιτική της γειτονικής χώρας φαντάζει ακόμη ανώριμη να αναγνωρίσει την τέλεση της γενοκτονίας και να βασίσει την ύπαρξή της στην ιστορική αλήθεια. Πέραν των πολιτικών συμφερόντων, π Τουρκία δεν είναι έτοιμη να αναγνωρίσει την γενοκτονία και για έναν επιπρόσθετο ψυχολογικό λόγο. Είναι αδύνατο για το ίδιο το κράτος και το λαό του να αποδεχθεί πως έχει υπάρξει θύτης ενός ανόσιου εγκλήματος. 


Από την πλευρά του, το ελληνικό κράτος έχει αναγνωρίσει την γενοκτονία που υπέστη ο Ποντιακός Ελληνισμός μεταξύ 1914 και 1923 με νόμο που ψηφίστηκε ομόφωνα από την Βουλή των Ελλήνων, στις 24 Φεβρουάριου 1994. Ο ίδιος νόμος ορίζει τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Μετά από δέκα χρόνια, μάλιστα, η Βουλή των Ελλήνων προέβη στην έκδοση του βιβλίου του καθηγήτη ιστορίας, Κωσταντίνου Φωτιάδη, στο οποίο περιέχονται ιστορικά ντοκουμέντα, που τεκμηριώνουν την τέλεση της γενοκτονίας.

Διεθνώς η γενοκτονία έχει αναγνωριστεί από το Σουηδικό κράτος, τον Μάρτιο του 2010, από τη Βουλή της Νοτίου Αυστραλίας, το 2009, και από δέκα μέχρι στιγμής πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Σημαντική είναι, τέλος, η αναγνώριση της Διεθνούς Ένωσης Μελετητών των Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars, IAGS) που συνοδεύεται από το ψήφισμα: Εκτιμώντας ότι η άρνηση μιας γενοκτονίας αναγνωρίζεται παγκοίνως ως το έσχατο στάδιο γενοκτονίας που εξασφαλίζει την ατιμωρησία για τους δράστες της γενοκτονίας και ευαπόδεικτα προετοιμάζει το έδαφος για τις μελλοντικές γενοκτονίες, ότι η Οθωμανική γενοκτονία εναντίον των μειονοτικών πληθυσμών κατά τη διάρκεια και μετά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, παρουσιάζεται συνήθως ως γενοκτονία εναντίον μόνο των Αρμενίων, με λίγη αναγνώριση των ποιοτικά παρόμοιων γενοκτονιών, εναντίον άλλων Χριστιανικών μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποφασίζεται ότι είναι πεποίθηση της Διεθνούς Ένωσης των Μελετητών Γενοκτονιών ότι η Οθωμανική εκστρατεία εναντίον των Χριστιανικών μειονοτήτων της Αυτοκρατορίας, μεταξύ των ετών 1914 και 1923, συνιστούν γενοκτονία εναντίον των Αρμενίων, Ασσυριών, Ποντίων και των Ελλήνων της Ανατολίας. Αποφασίζεται η Ένωση να ζητήσει από την κυβέρνηση της Tουρκίας να αναγνωρίσει ως γενοκτονία εναντίον αυτών των πληθυσμών, να ζητήσει επίσημα συγγνώμη και να λάβει τα κατάλληλα και σημαντικά μέτρα προς την αποκατάσταση (μη επανάληψη). 

Φωτό: infospoudes

Ο δρόμος της διεθνούς αναγνώρισής της γενοκτονίαs των Ελλήνων του Πόντου είναι μοκρύς και δύσβατος καθώς η γενοκτονία αποτελεί θέμα ταμπού στις διμερείς σχέσεις Ελλάδος και Tουρκίας. Η ομοσπονδία μας, ωστόσο, είναι αποφασισμένη, να εργαστεί εντατικά σε συνεργασία με τις ομοσπονδίες της Διασποράς στην Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία όπως και με διακεκριμένους επιστήμονες προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς έχουμε χρέος προς την ιστορική αλήθεια και τους προγόνους μας που έζησαν στον Πόντο.

Πηγή: artion magazine, Περιοδικό για τη ζωή, τη γνώση, την πνευματικότητα, Τεύχος 5ο, Ιανουάριος 2012 [ www.artionrate.gr ].