Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

ΣΤΗΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΗΡΩΪΔΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ


XVRIO
Σα­ΐ­τη Χα­ρά

Κά­θε πρω­ΐ ξυ­πνά­ω ἀ­πὸ τὸ γκὰπ-γκοὺπ ποὺ κά­νει τὸ τσε­κού­ρι της πά­νω στὰ ξύ­λα.
Μέ­σα στὸ πρω­ϊνὸ τσά­φι, γρι­ὰ κι ἄρ­ρω­στη γυ­ναῖκα αὐ­τή, πά­νω ἀ­πὸ 75, σκί­ζει τὰ κούτ­σου­ρα γι­ὰ τὸ τζά­κι της καὶ τὰ μά­γου­λά της ρο­δί­ζουν σὰν τὴν αὐ­γὴ ποὺ ἀ­χνο­φέγ­γει πί­σω ἀπ᾿ τὸ σπι­τά­κι της.
Μέ­χρι νὰ πι­ῶ ἐ­γὼ τὸν κα­φέ μου, ἐ­κεί­νη ἔ­χει μα­γει­ρέ­ψει, ἔ­χει τα­γί­σει τὶς κό­τες, ἔ­χει ἀρ­μέ­ξει τὴ γί­δα της, ἔ­χει σκου­πί­σει τὴν αὐ­λή της καὶ μπαί­νει στὸν κῆ­πο της.
Φεύ­γον­τας γι­ὰ τὴ δου­λει­ά μου, τὴ χαι­ρε­τά­ω ἀ­π᾿ τὸ αὐ­το­κί­νη­το μὲ τὸ χέ­ρι. Εἶ­ναι σκυμ­μέ­νη στὸν κῆ­πο της καὶ σκά­βει. Βά­ζει πα­τά­τα καὶ μι­σο­ση­κώ­νε­ται γι­ὰ νὰ μοῦ ἀν­τα­πο­δώ­σει τὸ κα­λη­μέ­ρι­σμα. Λί­γες ἄ­σπρες τοῦ­φες ἀ­π᾿  τὰ μαλ­λι­ὰ της ξε­φεύ­γουν ἀ­π᾿ τὸ μαῦ­ρο κε­φα­λο­μάν­τη­λο.
Ὅ­ταν ἐ­γὼ ἐ­πι­στρέ­φω, ἀρ­γὰ τὸ ἀ­πό­γευ­μα, τὴ βρί­σκω στὸν πί­σω κῆ­πο μὲ τὰ λα­χα­νι­κά.
-         «Τί ἀ­γω­νι­έ­σαι πά­λι θει­ά;». Κι ἐ­κεί­νη μὲ τὸ χα­μό­γε­λο πάν­τα, σὰν νὰ ἀ­πο­λο­γεῖ­ται:
-         «Τί νὰ κά­νω, γι­ὲ μ᾿, δύ­ο πραμ­μα­τά­κι­α γι­ὰ τὰ παι­δι­ά. Ἀ­μέ, ποῦ νὰ τρέ­χω ν᾿ ἀ­γο­ρά­ζω;».
Τὸ βρα­δά­κι θὰ πή­ξει τὸ τυ­ρί της, τὴ γι­α­ούρ­τη της, θὰ ἀ­νοί­ξει φύλ­λο γι­ὰ λα­χα­νό­πι­ττα. Κι ὅ­ταν θὰ τε­λει­ώ­σει ὅ­λα αὐ­τά, θὰ στρω­θεῖ δί­πλα στὴ φω­τίτ­σα της νὰ πλέ­ξει. Τό­σες ἀγ­γο­νι­ὲς εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἀ­νύ­παν­τρες, νὰ μὴν ἔ­χουν κά­τι ἀ­π᾿ τὴ γι­α­γι­ά τους;
Ὅ­ταν ἔ­χει λι­α­κά­δα βά­ζει τὴ σκά­φη καὶ μο­σκο­πλέ­νει τὰ σκου­τι­ά της. Με­τὰ θὰ βγεῖ στὴ γύ­ρα νὰ φέ­ρει προ­σα­νάμ­μα­τα. Τὰ κου­βα­λά­ει ὅ­λα στὴν πλά­τη. Ὅ­ταν βρί­σκει λά­χα­να -καὶ ξέ­ρει αὐ­τὴ νὰ τὰ ξε­χω­ρί­ζει ἀ­πὸ μα­κρι­ὰ-  γε­μί­ζει ἕ­να τσου­βά­λι καὶ τὸ με­τα­φέ­ρει πά­νω στὸ κε­φά­λι της.
Χα­ρο­κα­μέ­νη καὶ κα­κο­πε­ρα­σμέ­νη, δὲν βα­ρυγ­κό­μι­σε πο­τέ της. Πο­λέ­μους, ἐμ­φύ­λι­ο, κα­το­χή, ξύ­λο καὶ κα­κου­χί­ες ἀ­πὸ παι­δά­κι. Ἀ­γράμ­μα­τη, κου­βα­λά­ει τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ πο­λι­τι­σμὸ στὸ κύτ­τα­ρο, ὅ­πως τῆς τὸν πέ­ρα­σε ἀ­πὸ στό­μα σὲ στό­μα ἡ μά­ννα της κι ἡ βά­βω της.
Ἀλ­λὰ ἡ ζω­ή, ζω­ὴ εἶ­ναι. Μό­νη της ἔ­χει μεί­νει ἡ κα­ψε­ρή, «ἕ­να κούτ­σου­ρο». Τὰ παι­δι­ὰ της παν­τρε­μέ­να, ζοῦ­νε δι­ά­σπαρ­τα ὁ ἕ­νας ἐ­δῶ, ὁ ἄλ­λος ἐ­κεῖ. Ἡ ἔν­νοι­α της τὰ συν­τρο­φεύ­ει πάν­τα. Στὸν ἕ­να δὲν ἀ­ρέ­σει τὸ τυ­ρὶ πο­λὺ ἁλ­μυ­ρό, στὸν ἄλ­λο νὰ δώ­σει πι­ὸ πο­λὺ πα­τά­τα, πέρ­σι δὲν τὸν ἔφ­τα­σε. Που­λά­κι­α νὰ βά­λει και­νούρ­γι­α, τὴν τρῶ­νε τὴν κο­τό­σου­πα τὰ παι­δι­ά. Καὶ οἱ προ­μή­θει­ες τα­ξι­δεύ­ουν κά­θε τό­σο, γι­ὰ τὴν Ἀ­θή­να, γι­ὰ τὴ Λευ­κά­δα… 
Κά­θε βρά­δυ ὀ­σμί­ζε­ται τὸν ἀ­γέ­ρα, πί­σω ἀ­π᾿ τὴ μι­σά­νοιχ­τη πόρ­τα, νὰ δεῖ τί και­ρὸ θὰ κά­νει. Μὴ ρί­ξει πά­χνη αὔ­ρι­ο καὶ κά­ψει τὴν πα­τά­τα της. Μὴ τῆς χα­λά­σει τὴ ντο­μά­τα. Μὴν ἀ­πορ­ρί­ξει ἐ­κεί­νη ἡ γί­δα. Μὴ μπεῖ κα­μμι­ὰ ἀ­λε­ποῦ στὸ κο­τέτ­σι. Στὴ γλά­στρα τὰ γε­ρά­νι­α προ­κο­πὴ δὲν ἔ­χου­νε, θέ­λουν με­τα­φύ­τευ­ση. Ὁ μι­κρό­κο­σμός της, ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο σύμ­παν.

Ἄ­γνω­στη ἡ­ρω­ΐδα τῆς ζω­ῆς… Ἐ­κεί­νη ποὺ κρά­τη­σε τὴν οἰ­κο­γέ­νει­ά της ὄρ­θι­α σὲ και­ροὺς δύ­σκο­λους. Πού δὲ ζή­τη­σε γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ της τί­πο­τα. Πού ἔ­ζη­σε τί­μι­α, μὲ μό­νο στο­λί­δι τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πει­α. Πού στή­ρι­ξε αὐ­τὴ –ἡ φτω­χού­λα κι ἀ­γράμ­μα­τη–  τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ οἰ­κο­νο­μί­α καὶ τὴ στη­ρί­ζει ἀ­κό­μα. 
Χω­ρὶς νὰ ξέ­ρει, ἔ­χει δώ­σει μί­α ἀ­πάν­τη­ση στὴν παγ­κό­σμι­α οἰ­κο­νο­μι­κὴ κρί­ση.
Σί­γου­ρα τὴν ἔ­χεις γνω­ρί­σει, μέ­νει δί­πλα σου, στὴ γει­το­νι­ά σου, στὸ χω­ρι­ό σου. Καὶ κα­νεὶς δὲ θὰ βρε­θεῖ νὰ τῆς κά­νει ἄ­γαλ­μα….

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ι΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2012