Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

«Όταν πλησιάζει η ημέρα της παρουσίας μας, γινόμαστε χάλια».


Ήρθε η πιο δύσκολη ημέρα. Από αρκετές ημέρες πριν, όταν πλησιάζει η ημέρα της παρουσίας μας, γινόμαστε χάλια. Κηδεία έχουμε στο σπίτι. Έτσι και αυτή την φορά...
Ο καταυλισμός που μένουμε ήταν αποκλεισμένος από τα χιόνια και το κρύο τσουχτερό κάτω του μηδενός.
Βαριά σύραμε τα βήματά μας και πάλι προς τα εκεί. Η γυναίκα μου, με το που μπήκε εκεί άρχισε να κλαίει. Από φόβο. Ο διευθυντής του τοπικού αστυνομικού τμήματος άρχισε με νεύρα να μας κάνει ένα σωρό ερωτήσεις. Να ζητά χαρτιά, να εξετάζει και λοιπά. Έπρεπε να ολοκληρωθούν οι απαιτούμενες τυπικές ανακρίσεις, και να φύγουμε. Μας είπε να περιμένουμε είκοσι λεπτά και μετά θα φύγουμε. Δόξα στον Άγιο Θεό, αυτή την φορά δεν θα είχαμε πρόβλημα, θα φεύγαμε χωρίς επεισόδια. Η καρδιά χτυπάει δυνατά. Ούτε λεπτό δεν περνά. Αρχίζω να ιδρώνω. Η κόρη μου και ο γιος μου πιο εκεί. Δεν κουνιόμασταν καθόλου, μόνο στάζαμε από φόβο, αγωνία και άγχος.
Άνοιξε η πόρτα του γραφείου και μπήκε ο διευθυντής. Κάθησε στο γραφείο του και κοιτούσε τα χαρτιά μας. Μας έβαλε να υπογράψουμε και μας είπε να φύγουμε. Δεν προλάβαμε, όμως, να γυρίσουμε την πλάτη μας, όταν μια κραυγή του διευθυντή, μας έκοψε το αίμα.
- Κλέφτες, άρχισε να φωνάζει, κλέφτες.
Γυρνάω και τι να δω; Θηρίο, κατακόκκινος από θυμό.
- Ποιός το έκανε αυτό, είπε, θα τον κρεμάσω.
Κοιτούσαμε με έντονα ζωγραφισμένη την αγωνία στο πρόσωπό μας.
- Τί, ρώτησα με πολύ τακτ και τρακ, τί κάναμε;
Τα μάτια του είχαν πεταχτεί έξω από τα νεύρα του.
- Σκάσε, άρχισε να φωνάζει.
Από τις φωνές του μπήκαν μέσα δύο αστυφύλακες.
- Τί θέλετε εδώ; άρχισε να τους φωνάζει. Πηγαίνετε έξω στον αγύριστο. Σας φώναξα εγώ; Έξω γρήγορα.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, στράφηκε προς το μέρος μας και είπε με φωνή σιγανή:
- Εδώ στο γραφείο μου είχα ένα φάκελλο με 300 … Τα είχα για υπηρεσιακή δουλειά. Τώρα δεν είναι. Αν δεν θέλετε να έχουμε κακά ξεμπερδέματα, γρήγορα τον φάκελλο με τα λεφτά. Γρήγορα γιατί δεν θα βγείτε ζωντανοί από εδώ μέσα.
- Μα δεν τα πήραμε εμείς, του είπαμε. Ψάξτε μας, εδώ είμαστε, δεν βγήκαμε καθόλου.
Τότε η γυναίκα μου από απερισκεψία και κλαίγοντας του είπε:
- Κύριε διευθυντά, σας ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο, στον ίδιο τον Χριστό μας, ποτέ δεν θα κάναμε εμείς τέτοιο πράγμα. Ψάξτε μας.
Στο άκουσμα της λέξεως Ευαγγέλιο και Χριστός δεν έκαμε τίποτα. Ξαφνικά γύρισε προς την γυναίκα μου και της τράβηξε ένα σκαμπίλι πολύ δυνατό, που η γυναίκα μου έπεσε κάτω. Έπιανε το μάγουλο, το χείλος και τα δόντια από τον πόνο. Πήγα να την σηκώσω και την ώρα που έσκυβα να την βοηθήσω, τρώω και εγώ μια κλωτσιά στο χέρι. Έτσι τραβήχτηκα πίσω.
Έρχεται σαν τρελός από θυμό, με πιάνει από τον γιακά και μου λέει:
- Δεν θα βγείτε από ‘δω μέσα ζωντανοί, αν δεν μου δώσετε 500 δολάρια. Τώρα θυμήθηκα ότι τόσα ήταν τα χρήματα.
Κατάλαβα, ότι δεν είχαμε κανένα περιθώριο για τίποτε. Όμως χρήματα δεν είχαμε. Ας είναι καλά ο ..… Τον ειδοποιήσαμε, μας τα έδωσε και του τα πήγαμε. Εκείνος τα έβαλε στην τσέπη του, και είπε:
- Επειδή είμαι καλός, το ξεχνάω. Ακούτε; Το ξεχνάω. Και τώρα ξεκουμπιστείτε από ‘δω.
Είπαμε και ευχαριστώ, που φύγαμε, που γλυτώσαμε ζωντανοί από ‘κει μέσα και φύγαμε. Από τώρα μετράμε τις ημέρες που θα πρέπει να ξαναπάμε. Σας παρακαλούμε κάντε προσευχή να μας ελεήσει ο Θεός, σας παρακαλούμε πολύ…

Από το βιβλίο «Συγκλονιστικές Μαρτυρίες Φυλακισμένων – Σύγχρονα μαρτυρολόγια», εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», σελ. 173.