Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Η πτώση του τρούλου της Αγιάς Σοφιάς.

Επιμέλεια Έκτακτο Παράρτημα

Βουητό απόκοσμο τον έκανε να πεταχτεί επάνω. Η γης ριγούσε.
- Σεισμός! φωνάξανε χλωμιάζοντας οι σύμβουλοί του.

Το ρίγος της γης σταμάτησε. Ήταν ανάλαφρο. Το βουητό, όμως συνεχιζόταν.
- Η θάλασσα, η θάλασσα! φώναξε με μάτια τεντωμένα από την φρίκη σπαθάριος που στεκόταν κοντά στο παραθύρι.
Το βουητό δυνάμωσε. Έμοιαζε με μακρινή βροντή. Η γης ξαναρίγησε δυνατότερα. Η θάλασσα φούσκωνε, φούσκωνε συνέχεια, σαν στήθος που πάει να πάρει βαθιά ανάσα. Ο Βασίλειος στηρίχτηκε στο τραπέζι να μην πέσει στα μάρμαρα απάνω. Απότομα, χωρίς άλλη προειδοποίηση, η γης αναταράχτηκε, σφάδαξε, σαν να την κουνούσαν χέρια δυνατά, αποφασισμένα να γκρεμίσουν ό,τι στεκόταν απάνω της. Οι πάπυροι γλιστρήσαν από το τραπέζι, πέσανε στα μάρμαρα. Τα θρονιά και τα σελλία πήγαν και ήρθαν. Δυο-τρεις σύμβουλοι του βασιλέα χάσαν την ισορροπία τους, σωριάστηκαν στο δάπεδο. Από το χρυσοστολισμένο ταβάνι αποσπάστηκαν χρυσά ξεφτίδια, κομμάτια από ξύλο, σκόνες και σοβάδες. 
Η γης δεν σταμάτησε το κούνημά της. Το βουητό δυνάμωνε. Το τράνταγμα το ίδιο. Φωνές γεμάτες φρίκη πετάξαν στα ουράνια. Η γης σειόταν πάντα. Ράγισε ο τρούλλος της Μεγάλης Εκκλησιάς, άνοιξε, και μ' έναν πάταγο, που σκέπασε τον κάθε άλλο, γκρεμίστηκε θάβοντας κάτω από τα χαλάσματά του καμιά δεκαριά καλόγερους. Οι τοίχοι στο Ιερό Παλάτιο τρεμουλιάζαν. Ένας-δυο κάνανε βαθιές ρωγμές. Κανείς πια δεν μπορούσε να κρατηθεί όρθιος. Πολύτιμα σκεύη πέσανε στα μάρμαρα και γίνανε χίλια κομμάτια. Οι ευνούχοι ξεφώνιζαν σαν γυναίκες υστερικές. Πολλά γέρικα αρχοντικά, που είχαν αψηφίσει τους αιώνες, γκρεμίστηκαν με θόρυβο που θύμιζε το σάλαγο της μάχης.  Τα τείχη της Βασιλεύουσας άνοιξαν σε κάμποσες μεριές κι ένας πύργος σωριάστηκε στην τάφρο, σαν να 'τανε φτιαγμένος από λάσπη. Τραντάχτηκε ακόμα μια φορά η γης και ύστερα ησύχασε. Μόνο το βουητό κράτησε ακόμα λίγο.
(...) Ο κουμπές της Μεγάλης Εκκλησιάς είχε πέσει ολόκληρος. Το σπίτι του Θεού, ολάνοιχτο τώρα από πάνω, φάνταζε σαν τεράστια αχιβάδα. 
(...) Ο Βασίλειος ξεπέζεψε και πλησίασε τον γέρο-Πατριάρχη, που στεκόταν στην είσοδο της Εκκλησιάς με σκυμμένο το κεφάλι.
- Θα την ξαναχτίσουμε τη Μεγάλη Εκκλησιά, του είπε για να τον παρηγορήσει.
Ο Πατριάρχης δεν απάντησε. Κοιτούσε με δάκρυα στα μάτια του από την μεγάλη θύρα της Αγια-Σοφιάς τις πέτρες, τα χαλάσματα, τα τούβλα που είχαν σχηματίσει βουνό ολόκληρο στο κέντρο του ναού. Ο Βασίλειος παρακολούθησε το βλέμμα του. Μέσα στα χώματα ξεπρόβαλλε χρυσό κατεστραμμένο μανουάλι, που ύψωνε τον τσακισμένο μίσχο του σαν χέρι ναυαγού που πνίγεται μέσα στον ανταριασμένο πόντο.

yiorgosthalassis.blogspot.com
Από το μυθιστόρημα του Κ.Κυριαζή, Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος.