Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Βυζαντινό Λεξικό

Αθάνατοι

Οι Αθάνατοι ήταν ένα από τα αυτοκρατορικά τάγματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το τάγμα δημιουργήθηκε προς το τέλος του 10ου αιώνα.

Οι Αθάνατοι ήταν κυρίως αριστοκρατικής καταγωγής και αρχικά οργανώθηκαν ως τάγμα υπό τον Ιωάννη Τσιμισκή. Επαναφορά του θεσμού των Αθανάτων γίνεται επί του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ'. Ο στρατηγός του Μιχαήλ, Νικηφόρος, αναδιοργάνωσε το στρατό και τα αυτοκρατορικά τάγματα μετά την ήττα στη Μάχη του Ματζικέρτ από τους Σελτζούκους Τούρκους. Οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας που ήταν η μεγαλύτερη πηγή στρατιωτών για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Τα εναπομείναντα θεματικά τάγματα των θεμάτων της Μικράς Ασίας συγκεντρώθηκαν και αποτέλεσαν τα τάγματα των Αθανάτων. Εικάζεται ότι οι αθάνατοι ήταν τάγματα ιππικού, αλλά δεν είναι σίγουρο.
Απο τον Παυσανία φαίνεται οτι οι Πέρσες είχαν καθιερώσει τον θεσμό των Αθανάτων πολύ πριν τους Βυζαντινούς. Οι πέρσες Αθάνατοι ήταν ένα σώμα 10.000 επιλέκτων ανδρών του περσικού στρατού. Ήταν εξοπλισμένοι με μεγάλη μεγαλοπρέπεια. Ολες οι κενές θέσεις που δημιουργούσαν οι απώλειες της μαχης, καλύπτονταν από διαδόχους διορίσμένους εκ των προτέρων («Βάσει επετηρίδος» θα λέγαμε σήμερα) ταῦτα ἐμοὶ δοκεῖν ἐνομίσθη τοῖς Γαλάταις <ἐς> μίμησιν τοῦ ἐν Πέρσαις ἀριθμοῦ τῶν μυρίων, οἳ ἐκαλοῦντο Ἀθάνατοι. Παυσανίας - "Ελλάδος Περιήγησις 19.11
Ο βυζαντινός ιστορικός Νικηφόρος Βρυέννιος υπολόγισε ότι οι Αθάνατοι ήταν περίπου 10.000. Προσθέτει επίσης ότι αθάνατοι ονομάζονταν αρχικά μόνο οι αξιωματικοί των ταγμάτων και αργότερα ο τίτλος δινόταν σε ολόκληρα τα τάγματα.
Το τάγμα των αθανάτων έπαψε να υπάρχει μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Αλέξιου Α' (1118). Στα μετέπειτα χρόνια ο βυζαντινός στρατός άρχισε να βασίζεται κυρίως σε μισθοφορικά τάγματα. Τον ρόλο των «αθανάτων» επωμίστηκαν μετά οι λεγόμενοι Βάραγγοι (κυρίως ρωσικής καταγωγής), ως το 1204, οπότε η Πόλη κατελήφθη από τους Λατίνους.


Δρόμων


Ο Δρόμων ή Δρόμωνας (dromon, corvette) υπήρξε ο επικρατέστερος τύπος πλοίου του Βυζαντινού πολεμικού ναυτικού.
Ο Δρόμων έφερε δύο σειρές κουπιών ανά πλευρά, με δυο κωπηλάτες ανά κουπί (ήταν δηλαδή σύμφωνα με την αρχαία ναυτική ορολογία δίκροτη τετριήρης) με πλήρωμα περίπου 200 ερέτες (κωπηλάτες). Έφερε επίσης ιστίο (πανί) στον κύριο ιστό του (κατάρτι). Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν όμως την από κοντά μάχη με τον εχθρό.
Περί το τέλος του 7ου αιώνα τα πλοία αυτά έφεραν στη πλώρη τους ειδική συσκευή με την οποία εξακοντίζονταν το υγρό πυρ οπως και τά χελάνδια
δρομονάριν το. * (Πιθ.) είδος ψωμιού στενόμακρου σαν το δρόμωνα (πβ. Eideneier, Προδρ., σ. 243): o Ποιούν και προσφοράν … και δρομονάριν (Προδρ. II 26-6 χφ H κριτ. υπ). [πιθ. <ουσ. δρόμων ή δρομώνιον (βλ. δρομόνι) + κατάλ. -άριν (ορθότ. γρ. ‑μω‑· άσχ. με ουσ. *δερμονάριν)· πβ. και επίθ. δρομωνάριος (6. αι., Lampe)]. Πιθανότατα ενα παρατσουκλι σε απρόσεκτο φουρναρη να ηταν Δρομοκαϊτης (αυτός που καίει το δρομονάρι) που επέζησε ως επώνυμο. πρβλ. Γ. Σουρή «Ολίγα γιά το σπίτι του Ζωρζή Δρομοκαϊτη» (συμπατριώτη του Χιώτη εθνικού ευεργέτη και ιδρυτή του ομώνυμου Ψυχιατρείου). Πιθανον όμως να ήταν και «δερμοκαϊτης» δηλ. με δέρμα στιγματισέενο δια καυτηριάσεως (με πυρωμένο σίδερο) για λόγους τιμωρίας και διαπομπευσης.


Εμφώτιος Εσθής

Το βαπτιστικό φόρεμα (εσθήτα). Κατά κανόνα λευκό.
Το ρήμα «Φωτιζω» σημαινε «βαπτίζω» γιατι υποτιθεται οτι ο θεός φωτίζει τον βαπτιζόμενο. Ακόμα και σήμερα το παιδί μολις βαπτισθεί αποκαλείται «το νεοφωτιστο».

Σήμερα λέμε για στενά ρούχα : «μου έρχονται σαν βαφτιστικά μου». Ομως ο λαός δεν πιστεύει οτι η φώτιση είναι «μια και έξω», γι΄αυτο λεει την έκφραση «κάνε ο,τι σε φωτίσει ο θεός» ακόμα και σε όσους έχουν ήδη βαπτισθεί.


Επαρχος της πόλεως

Διοικητής και ουσιαστικός κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης στη Μεσοβυζαντινή περίοδο.
Ήταν υπεύθυνος για την αστυνόμευση και την εύρυθμη ζωή της πρωτεύουσας, ενώ στις αρμοδιότητές του ήταν επίσης ο έλεγχος της εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας της Κωνσταντινούπολης.
Mετά το 1204 ωστόσο το αξίωμα άρχισε να φθίνει, ενώ από το 14ο αιώνα τις αρμοδιότητές του ανέλαβαν δύο αξιωματούχοι, οι λεγόμενοι κεφαλατικεύοντες της πρωτευούσης.

Θέμα

ΣΗΜΑΣΙΑ:Βυζαντινή μια γεωγραφική και διοικητική ενότητα.
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:
Θέματα ονομάζονταν αρχικά οι κατάλογοι της κεντρικής βυζαντινής υπηρεσίας, όπου καταγράφονταν οι στρατιώτες μιας μονάδας. Στη συνέχεια, ο όρος δήλωνε την ίδια τη στρατιωτική μονάδα και την περιοχή όπου έδρευε και, τέλος, μια γεωγραφική και διοικητική ενότητα. Στη θεματική οργάνωση, ο στρατηγός κάθε θέματος συγκέντρωνε στα χέρια του τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση της περιοχής της δικαιοδοσίας του. Ωστόσο, οι διευρυμένες εξουσίες που είχε αναλάβει ο στρατηγός δε συνεπάγονταν ότι ασκούσε ανεξέλεγκτος την εξουσία λογοδοτώντας μόνο στον αυτοκράτορα. Οι άμεσοι υφιστάμενοί του, ο πρωτονοτάριος του θέματος, ο πολιτικός δηλαδή διοικητής του θέματος, ο πραίτωρ του θέματος, που ήταν ο θεματικός δικαστής και ο χαρτουλάριος του θέματος, που ήταν ο στρατολόγος του θέματος, μπορούσαν επίσης να απευθύνονται στον αυτοκράτορα για υποθέσεις του θέματος.
Τα Θέματα, ως διοικητικές περιφέρειες1 της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκαν πιθανά τον 7ο αιώνα, κατά τη δυναστεία του Ηρακλείου, μετά την κατάργηση των επαρχιών που είχαν θεσπίσει παλαιότερα ο Διοκλητιανός και ο Μεγάλος Κωνσταντίνος. Στα θέματα υπηρετούσαν ελεύθεροι αγρότες στους οποίους το κράτος παραχωρούσε στρατιωτικά κτήματα (στρατιωτόπια). Με τα έσοδά τους οι στρατιώτες συντηρούσαν τις οικογένειες τους, αγόραζαν οπλισμό και κάλυπταν τα έξοδα των εκστρατειών. Ο θεματικός στρατός αντικατέστησε παλιούς μισθοφορικούς στρατούς και αποτέλεσε ένα είδος εθνικού στρατού που φάνηκε εξαιρετικά αποτελεσματικός στην απόκρουση των αραβικών επιθέσεων. Τα θέματα βοήθησαν και στην επικράτηση της μικρομεσαίας αγροτικής τάξης στο Βυζάντιο. Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ανέφερε 29 θέματα, 17 στην Ασία και 12 στην Ευρώπη, αλλά ο αριθμός τους κυμαινόταν ανάλογα με τις ανάγκες και τις μεταβολές της αυτοκρατορίας. Καθένα από τα θέματα διοικείτο από τον στρατηγό (κατεπάνω) ο οποίος είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Στον στρατηγό υπάγονταν οι κλεισουράρχες, οι τουρμάρχες (στρατιωτικοί) και οι πρωτονοτάριος ή κριτής (δικαστική εξουσία και οικονομική διαχείριση).
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ:
Ο όρος «θέμα» (από το αρχαίο ελληνικό ρήμα θέτω - Πληθυντικός: θέματα), ορίζει τις περιφέρειες που δημιουργήθηκαν τον 7ο αιώνα από τον Ηράκλείο, για να ανανεώθει τη διοικητική και χωρική δομή της αυτοκρατορίας. Η έννοια της λέξης, η οποία με την κλασική ελληνική απλώς δήλωνε «αυτό που είναι τοποθετημένο, ορισμένο» είχε ήδη επιλεγεί από την εποχή του Ιουστινιανού Α΄ στο "Σύνταγμα".
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:
ΟΜΟΡΡΙΖΑ:Θεματοφύλακας
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:Δεν είναι θέμα (δεν ετέθη, δεν αποτελεί προβλημα, δεν ειναι γραμμένο στον κατάλογο των προς συζήτηση υποθέσεων. Ασχετο μέ το «Θέμα» που αναφέρουμε εδώ).
Είσαι εκτός θέματος
(παλι αφορά την προς συζήτηση υπόθέση αλλά ειναι φανερά επηρρεασμένο απο την χωρική σημασία του βυζαντινού Θέματος. Αυτός που είναι «εκτός θέματος» δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του κετεπάνω)

ΣΥΓΓΕΝΙΚΑ:
  • ο κλεισουράρχης του Θέματος της Καππαδοκίας, (στρατιωτικός)
  • ο τουρμάρχης Θέματος του Οψικίου, (στρατιωτικός)
  • ο πρωτονοτάριος του Θέματος της Σεβαστείας, (δικαστικός)
  • ο κριτής του Θέματος της Παφλαγονίας, (δικαστικός)
ΠΗΓΕΣ:wikipedia
263,106
Σήμερα επέζησε μόνο η λέξη «θεματοφύλακας» με μεταφορική σημασία, που εννοεί τον πιστό φύλακα η τηρητή των κανόνων.


Κατεπάνω

Τίτλος που από τα τέλη του 10ου αιώνα χαρακτηρίζει τους κυβερνήτες μεγάλων επαρχιών, της Ιταλίας και της Μεσοποταμίας και από τον 11ο αιώνα επεκτάθηκε και σε περιοχές της Βουλγαρίας της Αντιόχειας κ.λπ.
Είναι πολύ πιθανό ο τίτλος ("κατ΄επάνω" ανάλογο του "επί κεφαλής") να μετεξελίχθηκε στις λατινόφωνες χώρες σε Capitano, Capitain, Captain, Kapitän, capitán και να επστρεψε ως αντιδάνειο στο Ελληνικό «καπετάνιος». Μια εκδοχη οτι προερχεται απο το Caput navis δεν ευσταθει γιατι οι λεξεις αυτες αφορουν και στρατιωτικες και παραστρατιωτικές θέσεις, εκτός των πλοίων.
Απο το «Caput» προέρχεται το «Κάπος» = αρχηγός που χρησιμοποιούσαν οι Βενετσιάνοι (βλ. Δ. Ρωμα «Σοπρακόμιτος» που αναφέρει τον «κάπο των αρκομπουζιέρων»), και η Μαφία, οχι ομως το «καπετάνιος». Τοσο το «Κάπος» οσο και το «Καπετάνιος» επιζούν ως επώνυμα.
Το «καπετάνιος» διατηρείται ακόμη αντί του «πλοίαρχος» στο Εμπορικό Ναυτικό και απονέμεται στους αρχηγούς ανταρτικών ομάδων. (Καπετάν-Γιώτης, Καπετάν-Μιχαλης), ιδιαίτερα στην Κρήτη.


Κόμης

Σημασία:Τίτλος Βυζαντινού Άρχοντα, ειδικότερα:
1) Άρχοντας, διοικητής επαρχίας
2) Αρχηγός, διοικητής αυτοκρατορικής φρουράς
3) Αξιωματούχος του στόλου· κυβερνήτης πλοίου
4) Αρχηγός στόλου
5) Nαύκληρος

Εγκυκλοπαιδικά:
Κόμητες (χωρις να ειναι ούτε φεουδάρχες ούτε κληρονόμοι του τίτλου όπως στα χρόνια μας) έγιναν τα ηγετικά στελέχη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Τίτλος του κόμητος απονεμεται σε κατοχους διοικητικων θεσεων κάθε είδους, στο το στρατό, και στους δημοσίους υπαλλήλους, με άμεση σύνδεσή τους και πρόσβαση στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος καθιέρωσε την πιστοποίηση των θέσεων ώστε να αποτελούν οργανικές θέσεις στην ιεραχία της αυτοκρατορικής κυβέρνησης.
Ετυμολογία:
Απο το λατινικο comes (con+mitte=συνταξιδιώτης), αυτός που πηγαίνει σέ αποστολή με καποιον αλλο (απο το mitte προερχεται το missio=αποστολή και το μεσαιωνικο Ελληνικό «μισεύω», μισεμός) .
Παραδείγματα:
ο κόμης … ήρχισε να ορίσει της έξωθεν παραγιαλιάς να λύσουν το πλωρήσιν (Aπόκοπ. 327)· εποίησέν τον … κόμην απάνω εις τους κουρτέσηδας (Hist. imp. 106).

Ομοριζα:

  • Κόμισα (θ. του κομης)
  • Κομέσσος (εκπροσωπος)
  • Κομισιόν (Επιτροπή)
  • Κομισάριος (Επίτροπος)
Εκφράσεις

  • Κόμης Μοντεχρήστος
  • Κόμης Δρακουλας
  • Κόντε-Θεοτόκης ή σκαρπινάκιας (ειρωνικά για τον Πολιτευτή Γεώργιο Θεοτόκη, Τιτλούχο εκ Κερκυρας)
  • Κοντέσα
Συγγενικά

  • Κόντες
  • Κοντέσσα
  • Κοντέα = Το φεουδο (με εδαφική έννοια) του κόμητα. Ιταλικο contado > contadino = δουλοπάροικος, χωριάτης.
Επώνυμα

  • Κόμης
  • Κόντης και ενδεχομένως ο Κόντος (οχι ο Κοντός)

Μάγιστρος ή Μαϊστωρ

ΣΗΜΑΣΙΑ:άρχων, επιστάτης, προστάτης
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ:Ανώτερο αξίωμα που τοποθετείται στο "Κλητορολόγιο" του Φιλόθεου πάνω από τον ανθύπατο.
Από το 10ο αιώνα χάνει τη σπουδαιότητά του, ενώ εξαφανίζεται πιθανότατα στα μέσα του 12ου αιώνα.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Απο το Λατ. Magister=άρχων, επιστάτης, προστάτης < τον συγκριτικό βαθμό του magnus που είναι «major»
ΟΜΟΡΡΙΖΑ: Μάγος
ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ:
Μάγος
εισαι; (πως το κατάλαβες;)
Τα ζάρια στό μάστορα (δώσε σε μενα τά ζάρια που ξέρω)
Βρήκε τον μάστορή του (αυτον που μπορεί να τον διδάξει)

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
Σαράντα χρονώ Γιάννης Μάστρο-Γιάννης δεν γίνεται.
Εμαθα και βελονιάζω και γαμώ τον μάστορή μου.

ΕΠΩΝΥΜΑ: Μαγγιώρος, Μάστορας, Ολα τα επώνυμα με το επίθεμα Μάστρο- , Μαϊστρος (άνεμος αλλά και επώνυμο με την σημασια του μάστορα).
Ξενόγλωσσα Παραγωγα: Μαζορέτα,Master, Maitre, Majesty, Maesta, Majesté, Maestro, Mastro-, Mayor, Major, και τράβα κορδόνι.


Παρακοιμώμενος

Ο φύλακας των αυτοκρατορικών ιδιαίτερων δωματίων. Το υψηλό αυτό αξίωμα δινόταν συνήθως σε ευνούχους, που ήταν πρόσωπα ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, καθώς δεν ήταν δυνατόν οι ίδιοι να ανέβουν στο θρόνο. Από τον 9ο, και μέχρι το 11ο αιώνα, το αξίωμα απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και υπήρξαν παρακοιμώμενοι πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πορεία της αυτοκρατορίας, όπως ο Ιωσήφ Βρίγγας.


Σεβαστοκράτωρ

Αξίωμα που καθιερώθηκε το 1081 από τον Αλέξιο Κομνηνό για το μεγαλύτερο αδελφό του Ισαάκιο και αντιστοιχούσε σε αυτό του αντιβασιλέα.


Χελάνδιο

Χελάνδιον < (εγ)χέλ(υς) = χέλι + καταλ. -άνδιον
Χελάνδιον Βυζαντινό πολεμικό πλοίο με δύο ιστούς.Υπήρχαν δύο βασικές παραλλαγές: το «ουσιακόν χελάνδιον» με πλήρωμα περ. 110 ατόμων (δηλ. μία «ουσία»), και το μεγαλύτερο «πάμφυλον χελάνδιον» με πλήρωμα 120 έως 160 ατόμων (το όνομα δηλώνει είτε προέλευση από την Παμφυλία είτε επάνδρωση με διαλεχτά πληρώματα, από το πάν+φύλον). Εκινείτο με κουπιά αλλά και με τη βοήθεια δύο τετράγωνων ιστίων, ένα σε κάθε ιστό. Στην πλώρη του έφερε ειδική κατασκευή για να εξακοντίζεται το υγρό πυρ.
Αν και τον 9ο αι. πρόκειται για ένα ιδιαίτερο τύπο πλοίου στο β΄μισό του 10ου αι. κατέληξε να ταυτισθεί με τον δρόμωνα. Στο κατάστρωμά του επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν την από κοντά μάχη με τον εχθρό. Συχνά χρησιμοποιήθηκε σαν ιππαγωγό.

Το μικρό χελάνδιο λέγεται «χελανδάριο» αλλά και ο ναύτης του «χελανδάριος» ή «χελανδάρις» (πρβλ. κάτεργο - κατεργάρις). Κάποιος Χελανδάρις φαίνεται οτι ίδρυσε την διάσημη μονή Χιλανδαρίου (Χελανδαρίου) στον Άθω.

περισσότερα