Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Χριστιανός εγεννήθηκα, Χριστιανός θα πεθάνω


Το 1824 αποκεφαλίστηκαν στο Ρέθυμνο, μετά από βασανιστήρια, τέσσερις νέοι
άντρες από το χωριό Μέλαμπες της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Ο Γεώργιος, ο
Αγγελής, ο Μανουήλ και ο Νικόλαος. Συγγενείς μεταξύ τους, ήταν
κρυπτοχριστιανοί, δηλαδή χριστιανοί που παρίσταναν τους μουσουλμάνους από
το φόβο των φανατικών Τουρκοκρητικών. Όταν όμως ξέσπασε η επανάσταση του 1821 (στην
οποία η Κρήτη συμμετείχε ενεργά), εκδήλωσαν ανοιχτά τη χριστιανική τους
ιδιότητα.
Συνελήφθησαν λοιπόν με την κατηγορία ότι ήταν μουσουλμάνοι που αρνήθηκαν
την πίστη τους, οδηγήθηκαν πεζοί στο Ρέθυμνο, δικάστηκαν και βασανίστηκαν.
Αφού διακήρυξαν την πίστη τους με τα λόγια «Γεώργιος εγεννήθηκα, Γεώργιος
θα ποθάνω», «Αγγελής εγεννήθηκα» κ.τ.λ., αποκεφαλίστηκαν ως δημόσιο θέαμα
στις 28 Οκτωβρίου 1824. Οι χριστιανοί έθαψαν τα σώματά τους στην αυλή του
ναού του αγ. Γεωργίου, στα Περιβόλια, που είναι σήμερα νεκροταφειακός
ναός, και τις νύχτες έβλεπαν στον τάφο τους φως «σαν από αναμμένες
λαμπάδες». Ο λαός τους τίμησε αμέσως ως αγίους και σήμερα στον τόπο του
μαρτυρίου τους στέκει προς τιμήν τους περικαλλής ναός. Εορτάζουν στις 28
Οκτωβρίου.
Την ημέρα του αποκεφαλισμού τους όμως, ο Τούρκος δήμιος πήγε στο σπίτι του
και σκούπισε το ματωμένο γιαταγάνι του με μια πετσέτα. Η τυφλή μητέρα του,
χωρίς να έχει ιδέα για τα γεγονότα, άγγιξε την πετσέτα και αιφνιδίως
επανήλθε το φως της! Ρώτησε το γιο της για την προέλευση του αίματος και,
όταν έμαθε για τη σφαγή των μαρτύρων, του είπε: «Να ξέρεις πως αυτοί οι
άνθρωποι ήταν άγιοι».
Έτσι εκείνη η μουσουλμανική οικογένεια φύλαξε το γιαταγάνι ως ιερό
κειμήλιο. Πέρασε από χέρι σε χέρι και, εκατό χρόνια μετά, όταν έφευγαν οι
μουσουλμάνοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών, κάποιος απόγονός τους το
παρέδωσε σε χριστιανικά χέρια. Σήμερα φυλάσσεται στον ιερό ναό του αγίου
Νικολάου στη Σπλάντζια, μέσα την παλιά πόλη των Χανίων, όπου οι τέσσερις
άγιοι τιμώνται με ιδιαίτερη λαμπρότητα.

(Πληροφορία π. Παύλου Λουκογιωργάκη, εφημερίου του χωριού Επισκοπή
Ρεθύμνης).

Από τον Γιώργο Γεράκη