Σάββατο 23 Μαρτίου 2013

Ενα μεσημέρι με τον Κολοκοτρώνη.

Από το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου μου μπαίνει το μεσημέρι της πόλης, η άνοιξη και ο ...εθνικός μας ύμνος -σκεπάζοντας τον θόρυβο των αυτοκινήτων-.
Ένα σχολείο, παραδίπλα, κάνει πρόβες για την εθνική επέτειο και κάποιος δάσκαλος είναι -προφανώς- πληγωμένος Έλληνας. 
Δεν εξηγείται αλλιώς το "Μακεδονία ξακουστή", οι "Σουλιώτισες" και άλλα τραγούδια,  από δίπλα στον Ύμνο, να απλώνονται με "αναίδεια" στην πολιτεία τούτης της χώρας που την έχουν σώσει....
Πρόκειται για τα ίδια τραγούδια, τα γνωστά από χρόνια, αλλά τώρα έχουν έναν σπαραγμό, ένα "αχ", μια κραυγή αιμάσουσα. Είναι πιο διασταλτικά, λες και θέλουν να χωρέσουν όλο το αδιέξοδο της "σωτηρίας", όλον τον ανήμερο πόνο του λαού για την περηφάνια που του στερούν.

Στη γωνιά του δρόμου, δίπλα στον φούρνο, αθέατος, κάθεται ανακούρκουδα ο Κολοκοτρώνης -τρόμαξα σαν τον ένιωσα-, πατούν την άκρη της φορεσιάς του τα δεκάποντα τακούνια των γυναικών "μισό κιλό πολύσπορο" και αυτός με τα μούτρα κατεβασμένα μονολογεί σαν σε ηχώ:

"Αδέλφια μου, δεν περιμένουμε βοήθεια από κανέναν. Τρέχετε γρήγορα να διώξουμε τους Αράπηδες από τον τόπο μας πριν μας τραβήξουν σκλάβους στην Μπαρμπαριά...".

Αλαφιασμένη κοιτάζω ένα γύρω, μην ακούσουν τίποτε "προοδευτικοί" να λέει αράπηδες...

Το κατάλαβε ο Γέρος, έφτυσε με δύναμη στο πεζοδρόμιο και συνέχισε:

" 'Οταν αποφασίσαμε ν κάμωμε την Επανάσταση, δν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πς δν έχομε άρματα, ούτε ότι ο Τούρκοι εβαστούσαν τ κάστρα κα τς πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πο πάτε εδώ ν πολεμήσετε μ σιταροκάραβα βατσέλα», αλλ ως μία βροχ έπεσε ες όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστο κα οι καπεταναίοι κα οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικρο και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτ τ σκοπ και εκάμαμε την  Επανάσταση. "

Έσκυψα το κεφάλι και δεν μίλησα.

Δεν του είπα πως άδικα επαναστάτησαν γιατί τώρα εμείς πουλάμε το χώμα που λευτέρωσαν.

Δεν του είπα πως ξεπουλάμε τις αγιασμένες ξερολιθιές των πατεράδων μας για να γίνουμε Ευρωπαίοι.

Δεν του είπα πως δεν μας αφήνουν ούτε να αντιμιλήσουμε γιατί ή θα μας φυλακώσουν ή θα μας λοιδωρήσουν...

Μόνο έφερα το χέρι στο σημείο της καρδιάς σαν συγγνώμην και για να του δείξω πού πονάω.

Τότε έσκυψε εκείνος το κεφάλι, σηκώθηκε, ίσιαξε αμήχανα την φουστανέλα και με αργά βήματα πέρασε ανάμεσα από τις ταμπέλες "φαρμακείον", "κοσμήματα", "ψωμί στα ξύλα" και χάθηκε.

Στο σχολείο ακουγόταν ακόμη το παράπονο του εθνικού ύμνου και το ρολόι της Μητρόπολης χτυπούσε δύο ακριβώς.......Να θυμάμαι την ώρα, μήπως και ξανάρθει......
 
Έλενα