Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΚΟΜΠΛΕΞ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

σχόλιο Γ.Θ : Όταν ήμασταν Αυτοκράτορες & Διδάσκαλοι της Οικουμένης, μας ζήλευαν και μας μισούσαν. Σήμερα που είμαστε κακομοίρηδες, θέλουν να μας αφανίσουν. Δεν βγάζεις άκρη με δαύτους...
Μόνοι εναντίον όλων. Διαβάστε και συγκρατείστε την οργή σας για τα ψέμματα και τη χολή, που οι έχιδνες της Δύσης ξερνάνε εναντίον μας.


ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΝΙΚΗΦΟΡΟ ΦΩΚΑ

Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Λιουτπράνδο:
Ο Νικηφόρος είναι ένα πλάσμα πραγματικά τερατώδες, πυγμαίος με τεράστιο κεφάλι, με μάτια σαν του τυφλοπόντικα, με γενειάδα κοντή, πλατιά, πυκνή, ασπριδερή. Το μέτωπό του είναι ένα δάκτυλο πλατύ, η κόμη ατίθαση και άγρια στολίζει το άγριο πρόσωπο σαν να ήταν Ίοπας. Το δέρμα του είναι μαυριδερό σαν να ήταν Αιθίοπας. Είναι κοιλαράς με....
αδύνατους γλουτούς. Τα μπούτια είναι μεγάλα, δυσανάλογα με το κοντό του ανάστημα, τα πόδια του πλατιά. Φορούσε έναν παλιό χωριάτικο μανδύα, ξεφτισμένο και βρωμερό, και υποδήματα Σικυώνια. Ο λόγος του είναι θρασύς, αλλά ο νους του σαν της αλεπούς και σαv τον Οδυσσέα είναι επίορκος και ψευταράς(9). Επίσης, ο βυζαντινός αυτοκράτορας είναι: χωριάτης, κατσικοπόδαρος, κερατάς, γυναικωτός, μαλλιαρός, άξεστος, βάρβαρος, βάναυσος, «περπατά σαν γριά και έχει κατσικίσια μούρη»(10).

Συνεχίζοντας, ο Λιουτπράνδος αποφαίνεται:
Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα και πίνει βάλνιον.

Επίσης:
Ο αυτοκράτορας «εξαπατά […] και δεν λέει σε κανέναν την αλήθεια. Έπραξε όμως όπως πράττουν πάντα οι Έλληνες!»(12).

«Ανθελληνικά» στερεότυπα Δυτικών από τους Νεώτερους Χρόνους  μέχρι και την Ελληνική Επανάσταση

Το παραπάνω αρνητικό για τους Έλληνες μοτίβο θα επαναληφθεί ώς έναν βαθμό και στα έργα Δυτικών περιηγητών που επισκέφθηκαν το Αιγαίο κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα, όπως και σε αυτά διαφόρων Δυτικών αξιωματούχων. Επί παραδείγματι:
Ο Βενετός μοναχός Paolo Sarpi (1552-1623) αποκαλούσε τους Έλληνες «απίστους» και έλεγε ότι χρειάζονται «λίγο ψωμί και πολύ ξύλο» (“poco pane e molte bastonate”) και ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως άγρια θηρία, να ταπεινώνονται συνεχώς και να εμποδίζονται από την εξάσκηση στα όπλα(29). Ο Ιταλός προσκυνητής Zuarllardo γράφει στα τέλη του 16ου αιώνα: «Δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι πολύ τους Έλληνες. Είναι γνωστοί εχθροί μας»30. Ο Γάλλος περιηγητής του Αιγαίου Jean Thévenot (1633-1667) σημείωνε ότι «Οι Έλληνες είναι φιλάργυροι, άπιστοι, προδότες, παιδεραστές, άκρως εκδικητικοί, υποκριτές και πολύ δεισιδαίμονες», καθώς και ότι «μισούν τους Καθολικούς περισσότερο από τους Τούρκους»(31).

Ο Γάλλος Ιησουίτης Robert Saulger (1637-1709) αποκαλούσε τους ορθοδόξους κατοίκους των Κυκλάδων «σχισματικούς» και «δεισιδαίμονες»(32), ενώ θεωρούσε ότι οι Έλληνες «είναι υπερήφανοι όταν υπερτερούν, αλλά ταπεινοί όταν χάνουν και γίνονται εξ ανάγκης κάποτε ψεύτες»(33). Επίσης, «είναι πανούργοι, λίγο φιλαλήθεις και ασταθείς στη φιλία τους

Ήδη από συστάσεως σχεδόν του  γερμανικού κράτους, επί Bismarck (τέλη 19ου αι.), κάποιοι Έλληνες κατηγορούσαν τους Γερμανούς ότι στο πλαίσιο των γεωπολιτικών τους φιλοδοξιών επιθυμούσαν να διοικήσουν την Ελλάδα «ως επαρχία της Βαυαρίας», υπό το δόγμα του “Deutschland über Αlles”44. Σημειώνεται επίσης ότι ο σφιχτός εναγκαλισμός μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προ και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου δεν ήταν άσχετος με τη συστηματική εξόντωση του μικρασιατικού Ελληνισμού από τους Νεοτούρκους, που έγινε κατόπιν σχεδιασμών και προτροπών Γερμανών αξιωματικών – συμβούλων τους, όπως π.χ. του Liman von Sanders πασά, που


Liman von Sanders

αποκαλούσε τους Μικρασιάτες Έλληνες  «εχθρικά στοιχεία, εμπνεόμενα με έξωθεν επαναστατικάς ιδέας», τα οποία θα έπρεπε να διωχθούν ανηλεώς(45). Κατά δε τη χιτλερική περίοδο υπάρχουν μαρτυρίες  που αναφέρουν ότι οι Έλληνες  κατηγορούνταν ως «τεμπέληδες, καφενόβιοι κι αεριτζήδες», τους οποίους οι Γερμανοί έλεγαν ότι θα υποχρεώσουν να εργάζονται «όπως ξέρουν αυτοί να βάζουνε τους σκλάβους να δουλεύουνε»(46). Σήμερα, 70 χρόνια μετά, το σκηνικό αυτό επαναλαμβάνεται κατά κάποιο τρόπο, με μια άλλη όμως μορφή. Η στρατιωτική εισβολή του Γ΄ Ράιχ στην Ελλάδα έχει κατά κοινή ομολογία αντικατασταθεί από τη γερμανική οικονομική διείσδυση, που φθάνει σε βαθμό υπονόμευσης της εθνικής μας κυριαρχίας, στο πλαίσιο μίας οιονεί ανασύστασης του γνωστού από τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 «ζωτικού χώρου» της Γερμανίας (“Lebensraum”).

Επίσης, δημοσιεύματα του γερμανικού τύπου, κυρίως ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, χαρακτηρίζουν τους Έλληνες «παράσιτα», «τεμπέληδες», «απατεώνες», «κλέφτες», «ψεύτες», «άχρηστους», «αναξιόπιστους», οι οποίοι θα πρέπει να τιμωρηθούν με σκληρά οικονομικά μέτρα ή και με την απώλεια τμήματος της εδαφικής τους επικράτειας (π.χ. κάποιων νησιών(47) ή ακόμη και της ίδιας της Ακρόπολης!(48), κατά προτίμηση προς όφελος της Τουρκίας(49). Παρόμοιου τύπου δημοσιεύματα έχουν εντοπιστεί και σε άλλες χώρες, όπως στη Δανία και σε άλλες σκανδιναβικές χώρες, δευτερευόντως στην Αγγλία και σπανιότερα στη Γαλλία(50), πρωτίστως όμως ίσως στην Ολλανδία, όπου, πέραν των παραπάνω, οι Έλληνες έχουν παρουσιαστεί και ως «εφευρέτες» του ομοφυλοφιλικού σεξ(51). Συχνά δε Έλληνες μετανάστες που διαβιούν στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, κυρίως στον γερμανόφωνο χώρο και τη Σκανδιναβία, αντιμετωπίζουν τη χλεύη και τις υβριστικές επιθέσεις μιας όχι ασήμαντης μερίδας των εκεί ιθαγενών πληθυσμών(52).
Αυτού του είδους όμως η πολεμική δεν περιορίζεται μόνο έναντι των Ελλήνων, αν και ο λαός μας αποτελεί κατά το τελευταίο διάστημα την προμετωπίδα των λαών που αντιμετωπίζονται απαξιωτικά, κυρίως από κύκλους του προτεσταντικού Βορρά. Λαοί κυρίως μεσογειακοί και καθολικοί, με όχι ιδιαίτερα μεγάλη έφεση στην οικονομική ανάπτυξη(53), αντιμετωπίζονται ως Ευρωπαίοι β΄ κατηγορίας, υφιστάμενοι αφενός τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης αφετέρου δε τη χλεύη κάποιων βορείων εταίρων τους στην Ευρώπη, που τους έχουν αποδώσει χαρακτηρισμούς, όπως του «οκνηρού», του «παρασίτου», του «γουρουνιού» κ.ά.(54), θεωρώντας παράλληλα ότι είναι «αμαρτωλοί», που θα πρέπει να «σωφρονιστούν»(55).

Η ύπαρξη των παραπάνω στερεοτύπων αποτελεί προφανώς προϊόν συνδυασμών διαφόρων παραμέτρων: αφενός των τρεχουσών πολιτικο-οικονομικών συνθηκών και αφετέρου της διαφορετικής ψυχοσύνθεσης, νοοτροπίας και ιστορικού και πολιτισμικού υποβάθρου μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Φαίνεται λοιπόν ότι έχει κατά κάποιο τρόπο διαμορφωθεί στην Ευρώπη ένα ψυχολογικό χάσμα ανάμεσα στον προτεσταντικό Βορρά και τον καθολικό (και ελληνορθόδοξο) Νότο, κάτι που, όμως, λόγω της βαθμιαίας διάδοσης της οικονομικής κρίσης και βορείως των Άλπεων, αρχίζει και υποχωρεί, αν και ίσως όχι στον αναμενόμενο βαθμό.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μεν χώρα ευρωπαϊκή, όχι όμως και κατ’ ουσίαν δυτική(56), καθότι ορθόδοξη, φαίνεται ότι δεν δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ιδιαίτερα φιλικών προς αυτήν αισθημάτων από την πλευρά δυτικών κύκλων που επηρεάζουν ώς ένα βαθμό την εκεί κοινή γνώμη, κάποιοι εκ των οποίων τη συνδέουν ή την ταυτίζουν με την εχθρική γι’ αυτούς Ρωσία(57), μιλώντας μάλιστα για «σλαβορθόδοξο» πολιτισμό(58), ενώ έχει γίνει λόγος και για την ύπαρξη μίας «ανίερης συμμαχίας»(59) ή ενός «άξονα του κακού» των ορθοδόξων Ελλήνων και των Σέρβων κατά την περίοδο των πολέμων της πρώην Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του ‘90 (60). Επίσης, στον γερμανικό τύπο της εποχής είχε ανασυρθεί από το χρονοντούλαπο της ιστορίας η θεωρία του Fallmerayer, για προφανείς λόγους, και κυκλοφορούσαν χάρτες που παρουσίαζαν την Ελλάδα ως ένα συνονθύλευμα λαών, με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου να ανήκουν στην Τουρκία(61).
Ανάλογα βεβαίως φαινόμενα καχυποψίας και εχθρότητας απέναντι στους Δυτικούς, και δη τους Γερμανούς, έχουν παρατηρηθεί κατά το παρελθόν και από την πλευρά κάποιων Ελλήνων ορθοδόξων, δεδομένων των πολλών συσσωρευμένων αρνητικών τους εμπειριών από τη μακραίωνη συνύπαρξή τους με τον δυτικό κόσμο. Υπό το πρίσμα λοιπόν όλων των παραπάνω θα μπορούσε να ερμηνευθεί το φαινόμενο της ύπαρξης σήμερα στην Ευρώπη ορισμένων αρνητικών στερεοτύπων για τους Έλληνες, σε συνάρτηση βεβαίως και με το γενικότερο ιστορικό υπόβαθρο των σχέσεων του Ελληνισμού με τη Δύση.

Από Χάρη Καρολίδη
πηγή