Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Βιβλίο για τον π. Σίμωνα Αρβανίτη. (μέρος Δεύτερο)

σχόλιο Γ.Θ : Το Δεύτερο μέρος του βιβλίου του κ. Νικολάου Ζερβού για τον π. Σίμωνα Αρβανίτη.
Ολίγα Βιογραφικά, Νηστεία, Νοερά Προσευχή, Ομιλίες,  Προφητείες, Σημείωση, Παραπομπές.


Β΄)   Γ  Ε  Ν  Ι  Κ  Α


-         Ο Δημήτριος Κουλουρίδης γράφει:
«Το 1942 ο π. Σίμων έφυγε από τη Μονή Μάτζαρη και επέστρεψε πάλι στη Μητρόπολη. Εμείς στο χωριό μας το Κληματάρι δεν είχαμε ιερέα και μας έστελναν τον π. Σίμωνα για να μας κάνει τη θ. Λειτουργία. Στο χωριό μας εκείνη τη χρονιά το χιόνι έφτανε μέχρι τη ζώνη. Ο π. Σίμων επέστρεφε πάντα στη Μητρόπολη, αλλά το χιόνι που έπεφτε ήταν τόσο πυκνό και πολύ, που τελικά τον απέκλειε καταμεσίς του δρόμου. Όταν το πρωί δεν έβλεπαν τον π. Σίμωνα, και αυτό είχε συμβεί πολλές φορές, έτρεχαν να τον βρούν κάτω από το χιόνι. Εκεί θαμμένος στα χιόνια προσευχόταν για τους δοκιμαζόμενους από χίλια κακά ανθρώπους και προ πάντων από τις στερήσεις και την πείνα. Τον έβρισκαν με τα χέρια ψηλά, που τα ύψωνε σε προσευχή, ξεπαγιασμένο και συχνά κοκκαλωμένο από το κρύο. Δεν μπορούσαν να του κατεβάσουν τα χέρια και δυσκολεύονταν πολύ να τον ξεπαγώσουν και να τον συνεφέρουν». (Α – 58 / 59).   

-         Το 1942, ο π. Σίμων διορίστηκε, από τον Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη, Δικαίος και Πνευματικός της Μονής της Μεταμορφώσεως, που απέχει από την Κύμη 5 χιλ. περίπου. Εκεί ο π. Σίμων έσκαβε τον κήπο της μονής επίτηδες για άσκηση. Και όταν τον ρωτούσαν γιατί δούλευε, αφού δεν είχε φάει τίποτε, πώς θα άντεχε, απαντούσε:
          
             «Τώρα πρέπει να ασκηθώ και να νικήσω τις αμαρτίες,
                αλλιώς η αμαρτία δεν νικιέται με τίποτα. Νικιέται
                μόνο με την άσκηση και την πίστη». (Α – 59 /60).

-         «Μια φορά, διηγείται ο πατήρ Ν., Ιερεύς, παραμονή Αγίου Δημητρίου, πήρε ο Γέροντας μαζί του ένα παιδί δεκατριών ετών να πάνε στο χωριό Κάδη, που απείχε τρεις ώρες με τα πόδια. Όταν έφτασαν στο ποτάμι, το είδαν να είναι ξεχειλισμένο. Το παιδί είδε με έκπληξή του να βάζει στον τορβά τα άμφιά του, να τα τοποθετεί πάνω στο κεφάλι και να μπαίνει με τα ράσα του στο ποτάμι. Το νερό έφτανε ως το στήθος του. Δεν φοβήθηκε την ορμή του νερού, αλλά πέρασε στην απέναντι όχθη. Το παιδί γύρισε πίσω  και διηγήθηκε το συμβάν στον π. Ναθαναήλ, που έμενε με τον Γέροντα. ΄Ολη τη νύχτα ο π. Σίμων προσπαθούσε να στεγνώσει τα βρεγμένα ρούχα του σε φωτιά που άναψε. Το πρωί έκανε τη θεία Λειτουργία στην εκκλησία του χωριού που γιόρταζε και μετά γύρισε πίσω στη Μονή πάλι μουσκεμένος, γιατί ξαναπέρασε το ποτάμι με τον ίδιο τρόπο. Μουσκεμένος πήγε και μουσκεμένος γύρισε χωρίς να το αναφέρει ο ίδιος. (Α – 60 / 61).

-         «Όταν οι φτωχοί έρχονταν στο Μοναστήρι και ζητούσαν ελεημοσύνη, συνεχίζει τη διήγησή του ο ανωτέρω Ιερεύς, ο π. Σίμων έδινε με τις δύο χούφτες. Οι πατέρες έκαναν παράπονα, γιατί φοβόντουσαν να μην δώσει όλα τα τρόφιμα και δεν θα έμενε τίποτε για τους ίδιους. Ο π. Σίμων δήλωσε τότε: «Να μου δώσετε χωριστά το μερίδιό μου να το κάνω ό,τι θέλω». Και έπαιρνε το μερίδιό του και το μοίραζε όλο στους φτωχούς και ο ίδιος έμενε νηστικός κάθε μέρα. Οι πατέρες τον λυπούνταν και του έδιναν ξανά κάποια τρόφιμα, αλλά ο π. Σίμων έκανε πάλι τα ίδια. Τελικά του έδιναν κάτι για μόνο τον εαυτό του από φόβο μην αρρωστήσει και πεθάνει». (Α – 61).

-   Ο Ιωάννης Μπένος έχει πλήθος αναμνήσεων από τον π. Σίμωνα, γιατί έκανε ένα διάστημα μαζί του και έζησε κοντά του σαν να ήταν υποτακτικός του.
 Μεταξύ άλλων γράφει και τα εξής:
«Ο π. Σίμων ήταν πολύ μεγάλος αγωνιστής. Ζούσε μέτρια και λιτά στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως. Όταν τελείωνε την εργασία του, περνούσε τις υπόλοιπες ώρες του διαβάζοντας πατερικά βιβλία. Διάβαζε τόσο πολύ, που μπορώ να πω πως μάλλον δεν έδινε καθόλου ύπνο στο σώμα του και ήταν χαρακτηριστικός ο τρόπος της μελέτης του. Διάβαζε μεγαλοφώνως και μπορούσες να τον ακούσεις και από απόσταση δεκαπέντε-είκοσι μέτρων. Ζούσε λιτά στο Μοναστήρι και φαινόταν σαν παραπεταμένος. Και μόνος του προσπαθούσε να μην του δίνει κανείς σημασία, γιατί δεν ήθελε να τον θαυμάζουν και να τον επαινούν. ΄Οσο όμως αυτός κρυβόταν, τόσο ο Θεός τον χαρίτωνε. ΄Ηταν πολύ ταπεινός και έλεγε τον εαυτό του αγράμματο, αφού πήγε ως την τρίτη του Δημοτικού.
Ωστόσο, σε οποιαδήποτε περίπτωση, που συζητούσε για κάποιο θέμα, μπορούσε να αντικρούσει τους συζητητές του με χωρία της Γραφής και τον Πατέρων, τα οποία συγκρατούσε και μπορούσε να τα χρησιμοποιεί καταλλήλως.     
Ο π. Σίμων ήταν στολισμένος με μεγάλες και ωραίες αρετές. Είχε πίστη σε πολύ μεγάλο βαθμό, αγάπη γνήσια και αληθινή, πραγματική ταπείνωση, πραότητα, ειρήνη, υπομονή, στοργή και μακροθυμία. Ο Θεός του τα είχε δώσει όλα». (Α – 63 / 64).
                       
-         Ο Γέροντας είχε πολύ παρρησία και αφοβία.
Μια ημέρα, στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στην Κύμη, είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Είχαν πάει και μερικοί αντάρτες  και είχαν και ένα κοντάρι με το κεφάλι κάποιου παπά που είχαν σκοτώσει. ΄Ενας από αυτούς είχε ανέβει ψηλά σε μια εξέδρα και φώναζε: Ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία!

Ο Γέροντας, ακούγοντας αυτά, κυριεύθηκε από ζήλο Κυρίου Σαβαώθ και ξεκίνησε να πάει να δώσει ένα μάθημα στον ασεβή. ΄Ενας από τους πατέρες της Μονής προσπάθησε να τον συγκρατήσει, λέγοντάς του: «Τι πας να κάνεις πάτερ Σίμων; Δεν βλέπεις το κεφάλι του παπά στο κοντάρι;».
Ο Γέροντας δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε προς τον αντάρτη. Ανέβηκε πάνω στην εξέδρα και τον ήλεγξε με πολύ αυστηρό τρόπο και κατέληξε:

              «Όλα όσα λες είναι αμαρτία. Πού ξέρεις εσύ, τι είναι
                 παρθενία; Πώς τολμάς να λες τέτοιες βλακείες και
                 ανοησίες για πράγματα που δεν ξέρεις; Δεν μπορείς
                 να λες «ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία». Και επί
                 πλέον δεν σου επιτρέπεται να μιλάς με τον τρόπο
                 αυτό σε ένα άγιο χώρο, όπως είναι το Μοναστήρι».

 Τον πιάνει ο π. Σίμων και με δύναμη, που εκείνος δεν φανταζόταν πως είχε ετούτος ο παπάς, τον κατέβασε από την εξέδρα.
 Ο κόσμος όλος, που ήταν μάρτυρας της σκηνής εκείνης, έμεινε κατάπληκτος από το θάρρος του π. Σίμωνα και από την παρρησία και την αφοβία, με την οποία μίλησε για την παρθενία.

Μαινόμενος ο αντάρτης όπλισε το όπλο του έτοιμος να σκοτώσει τον π. Σίμωνα. Όμως, ένας άλλος αντάρτης, που ήταν μαζί του, τον σταμάτησε, λέγοντάς του:

            «Για όνομα του Θεού! Μην το κάνεις αυτό! Αν τον
              σκοτώσεις, όλο το χωριό θα ξεσηκωθεί εναντίον μας,
              γιατί αν το χωριό αυτό ζει ακόμη, το οφείλει στον
              παπά αυτόν. Αυτός είναι ένας άγιος άνθρωπος.
              Μάλιστα κάνει και θαύματα».

«΄Ετσι, σταμάτησε το κακό ως εκεί. Φανερή ήταν η επέμβαση του Θεού», τελειώνει ο αφηγητής. (Α – 66 / 67).
                                  
-         Χορτασμός πολλών με ολίγα.

Ένα απόγευμα είχαν πάει πάλι εκατοντάδες άνθρωποι στο Μοναστήρι (Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως στην Κύμη) για αγρυπνία και με την ελπίδα πως ίσως υπήρχε και δυνατότητα να φάνε κάτι, γιατί η πείνα θέριζε τον κόσμο. ΄Ετος 1943, γερμανική κατοχή. Στο Μοναστήρι είχαν μόνο μια φούχτα ρεβύθια σε ένα σακκουλάκι και μία φούχτα μπλιγούρι σε ένα άλλο.

Ο π. Σίμων είπε στη μαγείρισα Μοσχούλα: ΄Ακουσε τι θα κάνεις. Θα βάλεις στη φωτιά τα δύο μεγάλα καζάνια και θα γεμίσεις ως τη μέση νερό. Μόλις δεις να κοχλάζει το νερό, ρίξε τα ρεβύθια στο ένα καζάνι και το μπλιγούρι στο άλλο, για να κάνουμε φαγητό και να φάει ο κόσμος.

Η Μοσχούλα είχε ζωηρές αμφιβολίες γι’ αυτά που άκουσε, αλλά ο π. Σίμων την ήλεγξε αυστηρά και της είπε:
Κάνε, παιδί μου, υπακοή. Κάνε ό,τι σου λέω εγώ και άφησε τις κουβέντες.
Η Μοσχούλα φοβήθηκε, βλέποντας τόσο αυστηρό και στεναχωρημένο τον Γέροντα και είπε: Καλά πάτερ Σίμων. Θα κάνω όπως είπες.
Μόλις έβρασε το νερό, η Μοσχούλα έρριξε τα υλικά στα δυό καζάνια. Μετά από λίγο πήγε να δει, τι γίνεται με το φαγητό. Και τι να δει! Βλέπει τα δυό καζάνια να έχουν γεμίσει φαϊ και να φουσκώνουν! Στις φωνές της έτρεξαν όλοι, φέρνοντας διάφορα δοχεία και τα γέμισαν φαγητό, να προλάβουν, να μη ξεχειλίσουν τα καζάνια και χυθεί το φαϊ.

Το πρωί έφαγαν όλοι όσοι είχαν πάρει μέρος στην αγρυπνία. Και ήταν πολύς λαός! Και οι πατέρες της Μονής είχαν για αρκετές ημέρες πλούσια και χορταστική τροφή!

Πολύ αργότερα μετά από το παραπάνω θαύμα, ο πατήρ Σίμων διηγήθηκε σε Μοναχούς, ότι προβληματίσθηκε, βλέποντας όλα τα θαύματα που γινόντουσαν στο Μοναστήρι και, όπως περπατούσε στον κήπο, έλεγε απευθυνόμενος προς τον Κύριο:

         «Κύριέ μου, παρακαλώ, δεν ξέρω εγώ ποιός είμαι; Δεν
           ξέρω εγώ ότι είμαι ένας μεγάλος αμαρτωλός; Αυτά τα
           θαύματα γίνονται μόνο από Αγίους. Πώς συμβαίνει να
           γίνονται και με μένα; Κύριέ μου, σε παρακαλώ να μου
           λύσεις την απορία μου αυτή».

Εκείνη τη στιγμή μου έγινε μια ζωντανή αποκάλυψη, είπε ο Γέροντας. ΄Ακουσα δυνατά τη φωνή του Θεού να μου μιλάει, αναφέροντας το όνομά μου, και ένοιωθα κάθε λέξη να μου χτυπάει αισθητά το μέτωπο:

            «Σίμων, λες πως είσαι αμαρτωλός. Είσαι! Δεν σε έχω
              κατατάξει στους αγίους μου, αλλά στους δικαίους.
             Όταν βλέπω να με παρακαλάς νύχτα-μέρα να σου
              στέλνω βοήθεια για να φάει ο κόσμος και τους έχεις
              σαν μπαρμπούνια κι’ εσύ να μην τρως, αλλά να μένεις
              μερόνυχτα νηστικός, να είσαι σαν μια σκιά του εαυτού
              σου, αφού έχεις τόσο μεγάλη αγάπη για τα πλάσματά
              μου, πώς εγώ να μη σου στέλνω αυτό που μου ζητάς;
              Γι’ αυτό σου λέω πως, αν συνεχίσεις να έχεις αυτή την
              αγάπη μέχρι τέλους, εγώ θα σε ευλογώ και δεν θα σου
              λείψει τίποτε».

Ο Κύριος σταμάτησε να μιλάει. Ήμουν έπειτα από αυτό, συνέχισε ο Γέροντας, όλος χαρά. (Α – 69 /71).

-         Μετά τα θαύματα του χορτασμού εκατοντάδων ή και χιλιάδων λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, που σημειώθηκαν στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως, όπου ήταν τοποθετημένος ο π. Σίμων από τον Μητροπολίτη Καρυστίας, ο Γέροντας, διηγούμενος αργότερα τα θαύματα αυτά στους Μοναχούς του, στην Ιερά Μονή πλέον του Αγίου Παντελεήμονος, στη Νέα Πεντέλη, της οποίας υπήρξε ο κτίτωρ, τους έλεγε:

            «Παιδιά μου, προσέξτε καλά τη φιλοξενία. Ας μην έρθει
              κανένας και φύγει χωρίς να πάρει κάτι.  ΄Οσο κι’ αν αυτός
              δεν θέλει να πάρει τίποτε, εσείς να επιμένετε να του
              δώσετε κάτι για ευλογία, λίγο φαγητό, έναν καφέ, λίγο
              ψωμί, ό,τι έχετε. Γιατί, προσέξτε καλά, αν φύγει κανένας
              και δεν πάρει τίποτε, εγώ νιώθω να κατεβαίνω στον άδη.
              Εδώ δεν ήρθαμε να κάνουμε έργα οικοδομικά, αλλά
              πνευματικά. Προηγείται η φιλοξενία και η αγάπη. ΄Ο,τι
              θα μας μείνει τελικά, αυτό θα χρησιμοποιήσουμε για έργα
              τεχνικά».

              Ακόμη έλεγε και τούτα:
              «Να ξέρετε καλά, ότι η Κυριακή είναι ημέρα του Κυρίου,
                ημέρα αναστάσιμη. Πρέπει να μαγειρεύουμε κρέας και
                όχι όσπρια. Τα όσπρια είναι για τις καθημερινές. Και
                παίρνοντας κρέας, να παίρνετε ό,τι πιο εκλεκτό, για να
                ευχαριστείται ο Κύριος». (Α – 71)

-         Μια κυρία ρώτησε τον Γέροντα:
          «Πάτερ Σίμων, είναι αμαρτία να βάζει κανένας κάτι στην άκρη
από τις οικονομίες του για κάποιες ανάγκες;»
          «Όχι, παιδί μου, δεν είναι αμαρτία να έχει κανένας κάτι στην
  άκρη για ώρα ανάγκης. Αμαρτία είναι το να σκέφτεσαι μόνο
  τα λεφτά σου και τίποτε άλλο», είπε ο Γέροντας. (Α – 79 / 80).

     -    Η ίδια ως άνω αφηγήτρια προσθέτει:                                     
«Είχαμε τάξει να κάνουμε θεία Λειτουργία σ’ ένα εκκλησάκι
κοντά στην Αγία Βαρβάρα Λυκόβρυσης. Το εκκλησάκι αυτό
βρισκόταν σε μια ρεματιά και ο δρόμος για εκεί ήταν πολύ
δύσβατος. Είπα, λοιπόν, στον π. Σίμωνα: Πάτερ Σίμων, ας μη
πάμε εκεί. Είναι μακρυά και φοβάμε μήπως κουράσουμε τον
κόσμο. Δεν κάνουμε εδώ τη λειτουργία, στην Αγία Βαρβάρα;»
«Όχι, παιδί μου. Εκεί που τάξαμε, εκεί πρέπει να κάνουμε τη
Λειτουργία», απάντησε ο Γέροντας. (Α – 80).
                                   
-      Μια ενορίτισσα της Αγίας Βαρβάρας, Λυκόβρυση, γράφει:
                  «Ο π. Σίμων στην εξομολόγηση δεν μας έβαζε κανόνα. Σε
                  ρωτούσε, πώς είναι η συνείδησή σου, αν αισθάνεσαι καλά
                  ή αν κρατάς κακία στον γείτονά σου ή ό,τι δήποτε άλλο
                  κακό μέσα σου και απαντούσες ανάλογα. Αν δεν συνέβαινε
                  τίποτε κακό, έλεγε πως δεν έχεις τίποτε. Πήγαινε στο καλό
                  και κάνε όπως σε φωτίσει ο Θεός». (Α -87).
                                     
-                 H ίδια ως άνω συνεχίζει:
                   «Όταν χάνονταν χρήματα από την Εκκλησία, ο π. Σίμων
              ήξερε, γιατί τα έβλεπε όλα, αλλά δεν ήθελε να φανερώσει
              κανέναν. Σκέπαζε τον κλέφτη για το πνευματικό του
              καλό».  (Α- 87).

-         Κάποτε, ρωτήθηκε ο Γέροντας, αν κάνει να λέμε ψέματα.  Σκέ-
φθηκε, σκέφθηκε και τελικά είπε:
         «Αν είναι να σώσουμε άνθρωπο από κάποιον κίνδυνο, επι-
         βάλλεται να πούμε και ένα ψέμα».
        «Μα, δεν είναι αυτό αμαρτία;», αντέτεινε η κυρία που ρώτησε.                                  
        «Είναι», απάντησε ο Γέροντας, «αλλά, αν είναι μια κατά-
        σταση ανάγκης για να σωθεί μια ψυχή, ο Θεός το συγχωρεί
        αυτό». (Α – 88).
                                          
    -    Μια φορά είπε μια κυρία στον π. Σίμωνα, πως στο σπίτι της  
βρήκε κάτι μάγια, με καρφίτσες και τα παρόμοια, και πως τα
έκαψε.
Ο π. Σίμων της απάντησε, πως αυτά δεν τα καίνε, αλλά οι πιστοί τα παραδίδουν στην Εκκλησία, γιατί μόνο η Εκκλησία μπορεί να λύσει τα μάγια και κανένας άλλος. (Α – 89).

      -  Ένα φτωχό ζευγάρι αρραβωνιασμένων ήθελε να παντρευτεί
στην Αθήνα, όπου είχαν και πολλούς συγγενείς. Σε όλες τις εκκλησίες τους ρωτούσαν, ποιάς κατηγορίας γάμο θέλανε να κάνουν και ζητούσαν τα ανάλογα χρήματα. Οι πεντακόσιες δραχμές ήταν πολλές γι’ αυτούς και τον κουμπάρο τους.
Ο π. Σίμων, στον οποίο πήγαν και τον ρώτησαν το ίδιο πράγμα για κατηγορίες γάμου, χαμογέλασε. ΄Ελαμψε το πρόσωπό του, όταν του είπαν πως ήθελαν την τελευταία κατηγορία, χωρίς πολυέλαιο.
Ο πατήρ Σίμων τότε τους είπε:
 «Παιδιά μου, η Εκκλησία δεν έχει κατηγορίες. Οι πολυέλαιοι θα ανάψουν όλοι να φωτιστεί το Μυστήριο. ΄Οσο για τα
χρήματα, ρίξτε ό,τι μπορείτε στο κουτί της Εκκλησίας». (Α – 90).
                                       
- Από διήγηση ενορίτη:
Όταν χτιζόταν η μεγάλη Εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στη Λυκόβρυση, ήρθε από τη Γαλλία μια Γαλλίδα με οχτώ – εννέα παιδιά. Ο π. Σίμων βγήκε και έκανε έρανο και της έχτισε σπίτι, να βάλει η γυναίκα μέσα τα παιδιά της. ΄Ηταν μόνη της και χωρίς άντρα και τη λυπήθηκε.
Ερχόταν και έκανε αγιασμό και όταν ήθελα να βάλω κανένα πεντηντάρι στην τσέπη του, μου έλεγε: «Όχι, παιδί μου. Ο Χριστός ανέστησε τον Λάζαρο και δεν πήρε φράγκο. Θεράπευσε τόσους παράλυτους και δεν πήρε φράγκο. Εμείς γιατί να πάρουμε λεφτά;» Και δεν έπαιρνε. Κάθε μήνα πήγαινε στους κήπους και έκανε αγιασμό.
Ο πατήρ Σίμων βοηθούσε όλο τον κόσμο. Δεν άφηνε κανέναν αβοήθητο.  (Α – 92).

- Η πριγκίπισσα Ειρήνη επισκέφθηκε τον Γέροντα στην Αγία Βαρβάρα και εξομολογήθηκε. Φεύγοντας, πήρε την ευχή του και τον παρεκάλεσε να περάσει την επομένη από το Γραφείο της.
Ο Γέροντας την άλλη μέρα φόρεσε τα παλιά του ράσα και ένα παλιό, τριμμένο καλυμμαύχι, άφησε και τα μαλλιά του ελεύθερα και αφρόντιστα, τα τράβηξε και λίγο μπροστά του, για να φαίνονται ακατάστατα. Πήγε στο Παλάτι, τον οδήγησαν στο Γραφείο της πριγκίπισσας και στάθηκε μπροστά της.
Εκείνη θαύμασε, βλέποντας τόση ταπείνωση από τη μεριά του Γέροντα. ΄Εμεινε για λίγη ώρα έτσι ακίνητη, αποσβολωμένη, θαρρείς.
Μόλις συνήλθε, βγάζει από το συρτάρι της ένα χρυσό μετάλλιο και το κρέμασε στο λαιμό του. Ο πατήρ Σίμων τη χαιρέτησε και έφυγε χωρίς να πει λέξη.

Τα πνευματικά του παιδιά και ιδίως οι γυναίκες τον ρωτούσαν, πως τα πέρασε στο Παλάτι και τι το έκανε το χρυσό μετάλλιο, που του χάρισε η πριγκίπισσα. Ο Γέροντας τις μάλωνε τότε με πολύ αυστηρό τόνο και είπε πως, αν άλλη φορά τον ρωτούσαν για το ίδιο πράγμα, θα τους έβαζε αυστηρό κανόνα.
Απ’ ό,τι ακούστηκε αργότερα στη μονή του, του Αγίου Παντελεήμονος, στη Νέα Πεντέλη, ο Γέροντας δεν κράτησε καθόλου το μετάλλιο, αλλά το έδωσε σε μια πολύ φτωχή χήρα. (Α – 94 / 95).
                                         
-   Όταν ο Γέροντας ήταν στην Αγία Βαρβάρα, είχε διαταχθεί από την Μητρόπολη να πάρει τα δισκοπότηρα από την Μονή της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου. Ο Γέροντας, όμως, είχε πολύ καλές σχέσεις με το Μοναστήρι που ήταν παλαιο-ημερολογήτικο. Πήγε εκεί και τους παρακάλεσε, εάν έχουν τίποτε παλιά και άχρηστα Δισκοπότηρα να του τα δώσουν. Πήρε, λοιπόν, αυτά τα Δισκοπότηρα και τα έδωσε στη Μητρόπολη. ΄Ετσι, τακτοποιήθηκε έναντι της Μητροπόλεως, αλλά και δεν δυσκόλεψε το Μοναστήρι. Ποιος ξέρει, τι θα έκανε  άλλος στη θέση του. ( Α – 95).
                                   
-         Μόλις αποπερατώθηκε και εγκαινιάσθηκε ο Ιερός Ναός της Αγίας Βαρβάρας στη Λυκόβρυση, ο Γέροντας υπέβαλε την παραίτησή του από εφημέριος του Ι. Ναού. Μόλις μαθεύτηκε, πήγε στον πατέρα Σίμωνα η Γερόντισσα από τη Μονή της Ζούρβας και του ζήτησε να πάει εκεί ως Πνευματικός και Γέροντάς τους. Εκείνος δέχθηκε, αλλά όχι για μόνιμα, γιατί επιθυμία του ήταν να ιδρύσει δικό του, ανδρικό μοναστήρι.

Εκεί στη Ζούρβα πήγε να τον επισκεφθεί, ύστερα από λίγες ημέρες, αφ’ ότου έφυγε από την Αγία Βαρβάρα, κάποιο πνευματικό του τέκνο. Δεν βρισκόταν στο Μοναστήρι και η Γερόντισσα του έδειξε προς τα πού πήγε στο βουνό. Τον βρήκε και τον ρώτησε, γιατί αποσύρεται στην ερημιά. Ο Γέροντας του εξήγησε τότε, πόσο απαραίτητη είναι για τον Μοναχό η μόνωση και η μελέτη μέσα στη σιωπή. (Α – 100).

-         Ο π. Ζωσιμάς διηγείται:
Την εποχή που γινόντουσαν οικοδομικά έργα στο μοναστήρι, ένα πρωϊνό, πρώτη του μηνός, ο μαστρο-Γιώργος μου είπε: «π. Ζωσιμά, σήμερα θα κάνεις λάσπη για να χτίσουμε την αποθήκη, εκεί που έχει μια τρύπα». Πήγαμε τότε μαζί στην αποθήκη και εκείνος έβγαλε κάτι άδεια πιθάρια λαδιού. Τα έβαλε απέναντι και άρχισε να χτίζει την τρύπα. Μόλις σχόλασε η εκκλησία, ήρθε ο Γέροντας μέσα μαζί με άλλους και έκανε αγιασμό. Διάβασαν ωραίες ευχές για τα τρόφιμα που υπήρχαν μέσα και έφυγαν. Τότε ο μαστρο-Γιώργος, όταν τελείωσε το χτίσιμο, πήγε να πάρει τα πιθάρια για να τα ξαναβάλει στη θέση τους. Και τι βλέπει! ΄Ω, του θαύματος! Τα πιθάρια, που ήταν ως τότε αδειανά, ήταν γεμάτα λάδι! ΄Εβγαλε αμέσως την τραγιάσκα του και έκανε το Σταυρό του λέγοντας: «Μεγάλο θαύμα ετούτο σήμερα! Εγώ τρελλός δεν είμαι!...».   
           (Α – 111 / 112).

-         Άλλη φορά, συνεχίζει ο π. Ζωσιμάς, που βρεθήκαμε με το Γέροντα στη βρύση, μου είπε: «Βλέπεις, παιδί μου, το νερό που τρέχει λίγο; ΄Ε, όταν θα αρχίσει να έρχεται κόσμος πολύς, ο Θεός θα μας στείλει περισσότερο νερό». Και ό,τι έλεγε ο Γέροντας γινόταν! (Α – 119).

-         Τη χρονιά του 1981, διηγείται ο π. Ζωσιμάς, καιγόταν το δάσος πίσω από το βουνό. Η φωτιά ερχόταν από τον Διόνυσο με κατεύθυνση τον ΄Αγιο Παντελεήμονα. Στο Μοναστήρι φιλοξενούσαμε ένα μικρό παιδάκι από το ΄Αργος. Στο παιδάκι αυτό είπε ο Γέροντας: «Σπυράκη, γονάτισε στο Χριστούλη, πες το «Πάτερ ημών» και ρώτησέ τον, αν έρθει η φωτιά και εδώ στο Μοναστήρι μας και να μου πεις μετά την προσευχή». Το παιδάκι γονάτισε και προσευχήθηκε και έπειτα είπε: «Ο Χριστούλης μου είπε να μη φοβηθούμε. Δεν θα έρθει εδώ η φωτιά. Μόνο τις φλόγες θα δούμε στη ράχη του βουνού και έπειτα θα σβήσει».
΄Ετσι κι έγινε. Είδαμε μόνο τις φλόγες από μακριά. (Α – 127).

-         Ένα βράδυ έφεραν στο Μοναστήρι κάποιον δεμένο με χειροπέδες. Οι αστυνομικοί απευθύνθηκαν στον Γέροντα και του είπαν: Πάτερ Σίμων, τον άνθρωπο αυτόν τον πιάσαμε να κλέβει. Βρήκαμε και τριάντα εικόνες στο σπίτι του. Αυτός ισχυρίζεται πως είναι πνευματικό σας παιδί και ότι σεις του δώσατε τις εικόνες. Είναι αλήθεια αυτό; Βεβαίως, απάντησε ο π. Σίμων. Είναι μάλιστα το καλύτερό μου πνευματικό παιδί. Σε μένα εξομολογείται.
Ο Γέροντας έγινε πραγματικά θυσία γι’ αυτόν τον άνθρωπο. ΄Εκανε το παν για να τον σώσει από τον κατήφορο που είχε πάρει. Μέχρι και στο δικαστήριο πήγε για να τον υπερασπιστεί, που ήταν πράγματι κλέφτης, και τελικά κατάφερε να τον αθωώσουν. Από τότε ο άνθρωπος αυτός έγινε υποδειγματικός χριστιανός! Ο Γέροντας είχε άλλα μάτια και άλλη καρδιά. Γι αυτό και κατόρθωνε να βγάζει τους ανθρώπους και από το βούρκο και να τους παριστά καθαρούς σαν το χιόνι στα μάτια του Κυρίου. (Α – 130).

-         Ο π. Ζωσιμάς γράφει για τον Γέροντά του:
Μου έλεγε πως για να είναι ο Θεός μαζί μου, πρέπει να προσέχω να μη στενοχωρώ κανέναν και να μην κάνω παρατηρήσεις σε κανέναν άνθρωπο. Και παράλληλα να τηρώ τη νηστεία που επιβάλλει η μοναχική μου ιδιότητα. Με τον τρόπο αυτό, έλεγε, ό,τι θα τρως, θα πηγαίνει στη θέση του. Αν αυτό έκανε όλος ο κόσμος, δεν θα τους έτρωγαν τα μαχαίρια. (Προφανώς εννοούσε τις εγχειρήσεις). Να αγαπάς τη νηστεία κάθε λεπτό. Η νηστεία αδυνατίζει το σώμα σου, αλλά είσαι όλος υγεία, τρως με όρεξη, όταν έρθει η ώρα, και γίνεσαι δυνατός σαν ατσάλι. Να την τηρώ πάντα, να τρώω την ενάτη και να μην υποπίπτω σε λαθροφαγία.
Όταν πεινάς ή διψάς, προσέθετε, να μην τρέχεις να φας και να πιείς αμέσως. Να περιμένεις λίγη ώρα και θα ιδείς πως αμέσως θα φύγει ο πειρασμός και δεν θα χρειασθεί να φας εκτός του ορισμένου χρόνου. Όταν κρατάς τη νηστεία, μπορείς να κοινωνείς όποτε θέλεις και κάθε μέρα.
Όταν πηγαίνεις στη δουλειά σου να μην τρως, εκτός αν πεινάς πολύ, οπότε μπορείς να παίρνεις ένα μικρό παξιμαδάκι και έπειτα να πηγαίνεις στη δουλειά σου.
Όταν κοινωνάς χρειάζεται το σώμα να είναι νηστικό και να πηγαίνει η θεία Κοινωνία στη βάση του σώματος, στα κόκκαλα και να τη δυναμώνει, να μη σκεπάζεις δηλαδή τη θεία Κοινωνία αμέσως με φαγητό. Αλλιώς δεν γίνεται καλή εργασία. Κατάλαβες; Να το προσέχεις αυτό. Αν το κάνεις αυτό, θα είσαι πάντα υγιής.
Προκειμένου τώρα για τη νηστεία γενικά, όταν βλέπεις πως από τη νηστεία αδυνατίζει το σώμα σου και καταλαβαίνεις, ότι σε εγκαταλείπουν οι δυνάμεις σου, ώστε να μην μπορείς να κάνεις τα καθήκοντά σου, αμέσως τότε θα τρως και δεν θα περιμένεις την ώρα του φαγητού. Θα τρως αμέσως και θα προσθέτεις φαγητό περισσότερο. Θα τρως καλά για να αποκτήσεις ξανά τις δυνάμεις που έχασες και να μην αρρωστήσεις. Πολλοί δεν το προσέχουν αυτό και καταλήγουν έπειτα στους γιατρούς. Όταν δυναμώσεις, θα αρχίζεις πάλι τη νηστεία και τον αγώνα σου σε εγκράτεια.
Όταν κρυώσεις, να φυλάγεσαι καλά μέχρι που να φύγει το κρύωμα από μέσα σου. Το φαγητό σου να το τρως πάντα ζεστό. Φρούτα να μην τρως πολλά και ούτε να στίβεις πολλά πορτοκάλια για να πίνεις χυμούς. Να παίρνεις μόνο ένα πορτοκάλι ή όποιο άλλο φρούτο, αχλάδι, μήλο κλπ και να τρως μόνο ένα μετά το φαγητό.      
Να έχεις, συνέχιζε, πίστη στο Θεό. Όταν λες κάτι, να το πιστεύεις και να μην έχεις μέσα σου το ναι και το όχι, με άλλα λόγια, να μην ταλαντεύεσαι στην πίστη σου. Εγώ ό,τι έχω, το έχω με τη δύναμη της πίστεως.
Να αγαπάς τους φτωχούς και να βοηθάς τους αδυνάτους.
Να είσαι δίκαιος σε οτιδήποτε.
Να προσέχεις τους ανθρώπους που συναναστρέφεσαι, για να μη σου βγει το όνομα και δεν θα μπορείς τότε να σταθείς πουθενά.
Να μη θυμώνεις και να μην κατακρίνεις ποτέ άνθρωπο. ΄Ενας είναι ο Κριτής, ο Θεός, ο οποίος θα κρίνει τους πάντες.
Να μη μιλάς γρήγορα, δηλαδή να μη βιάζεσαι να μιλήσεις, αλλά πρώτα να σκέφτεσαι και έπειτα να μιλάς.
Να μη θυμώνεις όταν μιλάς, και να μιλάς πάντα με καλό τρόπο.
Σε όλα να ρωτάς τον Κύριο. Να λες: «Κύριε, τι θέλεις ποιήσαί με;», δηλαδή, τι θέλεις, Κύριε, να κάνω;
Να μην τρέχεις ποτέ στις κρίσεις σου.
Να μη χάνεις την ελπίδα, όταν δοκιμάζεσαι. Σιγά-σιγά θα έρθεις στο δρόμο του Θεού. Και όλα αυτά που σου λέω, θα τα θυμάσαι και θα τα λες και σε άλλους για να βοηθηθούν κι εκείνοι με τη σειρά τους.
Στην εκκλησία να είσαι συγκεντρωμένος και να ψέλνεις με όρεξη.
Να διαβάζεις βίους Αγίων και το βίο του Αγίου της ημέρας. Ιδιαίτερα να διαβάζεις τον ΄Αγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
(Α – 136 έως 139).

-         Όταν άρχιζα τον κανόνα μου και να κάνω τα κομποσχοίνια μου, ξεχνούσα πολλές φορές τον αριθμό, δηλαδή πόσα κομποσχοίνια είχα κάνει και βασανιζόμουν γιατί δεν ήξερα από πού να συνεχίσω. Ο ένας λογισμός μου έλεγε: «Τρία κομποσχοίνια έκανες». Ο άλλος λογισμός μου έλεγε: «΄Εχεις κάνει τέσσερα». Και δεν ήξερα από πού να συνεχίσω. Το έλεγα στον Γέροντα και εκείνος μου απαντούσε: «Θα συνεχίζεις πάντα από το μικρό αριθμό». Το ίδιο συνέβαινε και με τη μελέτη μου. ΄Εχανα τη συνέχεια και δεν ήξερα από πού να συνεχίσω. Ο Γέροντας μου έλεγε πώς, όσες φορές δεν θυμόμουν πού σταμάτησα, πρέπει να συνεχίζω από πίσω και ας είχα διαβάσει το κείμενο αυτό. Δεν θα πείραζε να το ξαναδιάβαζα. (Α – 139).

-   Ο Γέροντας με συμβούλευε να δίνω ως βοήθεια σε ανθρώπους, που ήταν φτωχοί και είχαν χρεωκοπήσει, μεγάλα ποσά, εφόσον βέβαια υπήρχαν. Μια μέρα μου είπε να δώσω σε κάποιον ένα εκατομμύριο, όσα είχαμε για τις ανάγκες της Μονής. Και πρόσθετε: «Στους ανθρώπους αυτούς χρειάζεται να δίνεις πολλά για να αναστηθούν. Δεν θεραπεύονται οι ανάγκες τους με λίγα». (Α – 139 / 140).
                                      
-         Είπε ο Γέροντας: Όταν σου λέει κάποιος να προσευχηθείς γι’ αυτόν, να το κάνεις αμέσως, εκεί που βρίσκεσαι. Θα κάνεις το σταυρό σου και θα λες: «Κύριέ μου ή Παναγία μου, δείξε, σε παρακαλώ, το έλεός σου στο δούλο σου τάδε και δώσε του την υγεία του ή ό,τι άλλο». Αυτό θα λες. Δύο λέξεις και με αγάπη.
(Α – 140).
-  Μια φορά, γράφει ο π. Ζωσιμάς, είχα κρατήσει από τη Μ. Πέμπτη ένα πιάτο ταχινόσουπα για να τη φάω το Πάσχα μετά την Ανάσταση. Προτιμούσα την ταχινόσουπα από τη μαγειρίτσα. Μόλις τελείωσε η ακολουθία και κοινώνησα, τρέχω αμέσως στην κουζίνα για να φάω την ταχινόσουπα. Οι άλλοι έτρωγαν μαγειρίτσα. Μόλις τη δοκίμασα μου φάνηκε τόσο άνοστη που δεν ήθελα να τη βλέπω στα μάτια μου. Απόρησα. Πήγα στον Γέροντα και του λέω τι μου συνέβη. «Παιδί μου, μου λέει, σήμερα τρώνε πασχαλινά φαγητά. Δεν καταλαβαίνεις τι πρέπει να φας; Ο Θεός πήρε τη χάρη του από το φαγητό εκείνο, γι’ αυτό και είναι τόσο άνοστο και χωρίς γεύση. Δεν επιτρέπεται. Πάσχα σήμερα, να φας νηστήσιμο φαγητό; Να το πετάξεις γρήγορα!»
(Α – 140).
-   Ο Γέροντας, γράφει ο π. Ζωσιμάς, συνεχίζοντας τις συμβουλές του, μου έλεγε:
Όταν μιλάς με τους επισκέπτες του Μοναστηριού, να προσέχεις πώς μιλάς. Να μιλάς με γλυκό και ευγενικό τρόπο και όχι με τρόπο ελεγκτικό και σαν χωροφύλακας.
Όταν απευθύνεσαι σε κάποιον ή σε κάποια, να χρησιμοποιείς τη λέξη κύριε, κυρία. Και να μη μιλάς με απόλυτο τρόπο, αλλά να λες π.χ. «να σας πω κι εγώ τη γνώμη μου στο θέμα αυτό; Μήπως δεν είναι έτσι τα πράγματα ή μήπως έτσι έχουν τα πράγματα;»
Πάντα πριν μιλήσεις για κάτι, να επικαλήσαι τον Κύριο: «Κύριε μου, φώτισέ με, σε παρακαλώ, να πω κάτι που πρέπει για την περίπτωση». ΄Η, όταν πρόκειται για κάποια εργασία, να λες: «Κύριέ μου, τι θέλεις να κάνω και πώς να το κάνω;» (Α – 140 / 141).

-         Ο Γέροντας δεν ήθελε να έρχονται οι προσκυνητές Τετάρτη και Παρασκευή που είναι ημέρες νηστείας. ΄Ηθελε να έρχονται – έλεγε να τους το λέμε κι εμείς αυτό – τις άλλες ημέρες. Και το ήθελε αυτό, γιατί επιθυμούσε πολύ να μπορεί να τους περιποιηθεί κατά το δυνατόν περισσότερο και καλύτερα, προσφέροντας όλα τα αγαθά που είχαμε στη διάθεσή μας. (Α – 141).
-         Γράφει ο π. Ζωσιμάς: Στο Γέροντα έφερναν τα πνευματικά του παιδιά μικρά βιβλιαράκια με βίους Αγίων και εικονίτσες. Ο Γέροντας μου έλεγε να μην τα μοιράζω στον κόσμο έτσι στην τύχη, αλλά να τα φυλάγω σε κάποιο ντουλάπι και να βρίσκονται εκεί. «Θα τα δίνω εγώ, έλεγε, σε ανθρώπους που χρειάζεται να τα πάρουν, διότι δεν επιτρέπεται να πετούνε τις εικόνες και να μη χρησιμοποιούν τα βιβλιαράκια.» Και όταν χρειαζόταν να δοθούν, μου έλεγε σε ποιούς τι να δώσω.
(Α – 141).
-  Όταν ήταν άρρωστος ο Γέροντας στο Νοσοκομείο, δεν ερχόταν κανένας στο Μοναστήρι και μας φαινόταν άδειο και ένιωθα ένα φόβο. Ο π. Μάρκος, αδελφός της Μονής μας, έλεγε πως χωρίς τον Γέροντα είμαστε σαν ορφανά παιδιά. Όταν ο Γέροντας βρισκόταν στο Μοναστήρι, νιώθαμε ασφαλείς και σαν πριγκηπόπουλα. Τώρα όμως όλος ο κόσμος πήγαινε στο Νοσοκομείο να δουν τον Γέροντα και να εξομολογηθούν κι εμείς αισθανόμασταν μόνοι και εγκαταλειμμένοι, ενώ το Νοσοκομείο φαινόταν να είχε γίνει Μοναστήρι. Και όταν έλεγα στον Γέροντα πως το Μοναστήρι ήταν άδειο, μου απαντούσε: «΄Οπου είμαι, παιδί μου, εγώ, εκεί είναι και το Μοναστήρι. Το Μοναστήρι δεν είναι οι τοίχοι, αλλά όπου είναι ο Γέροντας». (Α-142).

-         Ο Γέροντας, συνεχίζει την μαρτυρία του ο π. Ζωσιμάς, ήταν πραγματικός απόστολος, γεννημένος να αρπάζει ψυχές από το στόμα του σατανά και να τις κατευθύνει στο Χριστό και στον Παράδεισό του.
Πρόσφατα μου τηλεφώνησε μια Κυριακή πρωί μια πνευματική του θυγατέρα από την Καλλιθέα.
«Πάτερ Ζωσιμά, μου λέει, θα σου πω ένα όνειρο που είδα σήμερα τα ξημερώματα. Βρέθηκα σε μια εκκλησία και βλέπω μέσα σ’ ένα φέρετρο τον π. Σίμωνα, όχι πεθαμένο, αλλά ζωντανό. Πήγα αμέσως κοντά του χαρούμενη να πάρω την ευχή του. Εκείνος μου δείχνει με το χέρι να ιδώ απέναντί του. Γύρισα να ιδώ και εκεί βλέπω μια απέραντη πεδιάδα που είχε αμέτρητο κόσμο. Φως αλλιώτικο, ουράνιο, τους σκέπαζε όλους. Και μου λέει: «Βλέπεις, παιδί μου, όλον αυτόν τον κόσμο;» «Τον βλέπω», απάντησα». «΄Ολοι αυτοί που βλέπεις είναι δικοί μου», μου αποκρίθηκε».
Όπως εκείνη, κατάλαβα κι εγώ, ότι ήταν οι ψυχές που διακονούσε και προσευχόταν γι’ αυτές ο Γέροντας επί τόσα χρόνια…
 Όταν ρωτούσα τον Γέροντα πού τα ξέρει όλα αυτά που μας λέει, ακόμα και τους λογισμούς μας, απαντούσε: «Παιδί μου, εάν δεν μου μιλήσει ο Θεός, εγώ δε λέω και δεν κάνω τίποτε. Πάντα ρωτάω τον Κύριο για το κάθε τι. Και ό,τι μου λέει να κάνω, αυτό κάνω και λέω κι εγώ». (Α – 143 / 144).
    
-         Μια χρονιά η βερυκοκκιά στο Μοναστήρι είχε τόσα πολλά και μεγάλα βερύκοκκα, που ήταν πιο πολλά και από τα φύλλα της. ΄Ολος ο κόσμος, που έβλεπε το δέντρο, το θαύμαζε και το χαιρόταν. Ενώ όμως τα βερύκοκκα φαίνονταν ωραία, ώριμα και με θαυμάσιο χρώμα, δεν ωρίμαζαν. ΄Ηταν σκληρά σαν πέτρα. Πάω, γράφει ο π. Ζωσιμάς, και λέω  στον Γέροντα το τι συνέβαινε με τη βερυκοκκιά.
Πάρε, παιδί μου, Αγιασμό και πήγαινε να ραντίσεις το δέντρο, μου απάντησε ο Γέροντας.
Πραγματικά τη ράντισα και την επομένη τα βερύκοκκα ήταν ώριμα! (Α – 145 / 146).

-         Ο γέροντας ήταν πολύ ταπεινός. Δεν ήθελε με κανένα τρόπο να τον θεωρούν άγιο και μάλιστα να το λένε και μπροστά του. ΄Ηταν ικανός να φανεί πολύ αυστηρός και να φερθεί κατά τρόπο που θύμιζε τη συμπεριφορά παλαιών ασκητών σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση κάποιος καλός προσκυνητής, που τακτικά έκανε την εξομολόγησή του στον Γέροντα, έφτασε μαζί με μια κοπέλα στην αυλή του Μοναστηριού, κοντά στο κελλί του Γέροντα, όπου τον άκουσα να λέει στη συνοδό του, που ήταν εξαδέλφη του: «Θα σου δείξω τώρα τον Γέροντα που είναι άγιος».
Επειδή ήταν καλοκαίρι και τα παράθυρα ήταν ανοιχτά, το άκουσε αυτό ο Γέροντας. Μόλις μπήκαν στο κελλί του Γέροντα, εκείνος έριξε ένα φτύσιμο από εκείνα που γίνονται με απόχρεμψη και είναι θορυβώδη και αηδιαστικά. Η κοπέλα εκείνη τρόμαξε από αυτή τη συμπεριφορά και ταυτόχρονα ένιωσε μια έντονη σιχασιά. Πιάνει αμέσως το χέρι του εξαδέλφου της και το βάζουν στα πόδια. Εκείνη ακούστηκε να λέει στο συνοδό της:
«Αυτός είναι ο άγιος Γέροντας που ήθελες να μου γνωρίσεις; Πάμε να φύγουμε γρήγορα από εδώ!»
Ο Γέροντας γελούσε δυνατά και ρώτησε τι κάνουν τώρα αυτοί οι επισκέπτες του. Τον πληροφόρησα ότι έφυγαν τροχάδην.  Ο Γέροντας εξακολουθούσε να γελάει δυνατά, χα,χα,χα! Ο τρόπος της αντιδράσεως αυτής του Γέροντα σοκάρει ίσως τον σημερινό άνθρωπο που ευχαριστιέται στην κολακεία και στην ψευτοευγένεια. Όμως έτσι αντιδρούν οι άγιοι, που δεν περιμένουν ανθρώπινη κρίση, αλλά μόνο την κρίση του Θεού. Και ο Γέροντας ήταν όντως άγιος! (Α – 164).

-         Στο Μοναστήρι μας, συνεχίζει τη συναρπαστική αφήγησή του ο π. Ζωσιμάς, είχε έλθει κάποια μέρα ο Ηγούμενος του Μοναστηριού του Οσίου Δαβίδ στη Λίμνη Ευβοίας, ο γνωστός τώρα στο Πανελλήνιο π. Ιάκωβος Τσαλίκης. Είχε έρθει να ιδεί τον Γέροντα, που τον σεβόταν και τον εκτιμούσε πολύ, για να πάρει την ευχή του. Όπως μου έλεγε αργότερα ο π. Ιάκωβος, που τον είδα στο Μοναστήρι του, ο Γέροντας του είχε πει: «π. Ιάκωβε, εσύ είσαι μαζί μου». Τότε είχαν στραφεί πολλοί εναντίον του Γέροντα, έπειτα από σωρεία συκοφαντιών εις βάρος του. (Α – 164).

-         Για το ζήτημα της ανυπακοής στον Γέροντα, αλλά  και στη εκμαίευση συγκατάθεσής του ύστερα από επίμονες έως και ιταμές πιέσεις, ο π. Ζωσιμάς, για του λόγου το ασφαλές, εξιστορεί τέσσερις  περιπτώσεις, των οποίων τα επί μέρους γεγονότα έλαβαν χώρα στο Μοναστήρι του Γέροντα και όπου και των τεσσάρων αυτών περιπτώσεων η κατάληξη είχε σοβαρότατες δυσμενείς επιπτώσεις στους ανυπάκουους και στους επίμονους. ΄Υστερα, αφού είδαν όλοι τους σαπρούς καρπούς της ανυπακοής, τους έλεγε και τους νουθετούσε ο Γέροντας:

«Να μη με πιέζετε να γίνει σώνει και καλά κάτι που δεν το εγκρίνω για λόγους που εσείς αγνοείτε. Επιμένοντας, κάνετε το δικό σας θέλημα και δεν έχετε έτσι ευλογία από τον Θεό. Αν θα πρέπει να επιμένετε σε κάτι, αυτό είναι η ταπεινή και χωρίς αντιλογίες υπακοή. Τα αποτελέσματα της παρακοής θα είναι πάντοτε αυτά που είδατε και πολύ χειρότερα ακόμη. Επειδή όμως δεν θελήσαμε να μάθουμε το ευλογημένο μάθημα της υπακοής, γευθήκαμε κατόπιν όλοι τους σαπρούς και πολύ πικρούς καρπούς της ανυπακοής…» (Α – 165 έως 168).
          
-         Ο πατέρας Ζωσιμάς επισημαίνει ότι αρκετά δείγματα της ποιμαντικής μέριμνας και φροντίδας του Γέροντά του φανερώνουν πως η ποιμαντική τέχνη δεν είναι ζήτημα ανθρώπινης σοφίας, τεχνικής και μεθοδολογίας, αλλά θείο χάρισμα του Αγίου Πνεύματος. (Α-186, όρα και Α-190).
                          
-         Kάποιος κύριος, για λόγους που αυτός και οι πνευματικοί του γνώριζαν, δεν είχε ευλογία να κοινωνεί, όπως ο ίδιος έλεγε στον π. Ζωσιμά. Και αυτό επί πολλά χρόνια. Όταν εξομολογήθηκε στον  Γέροντα, του είπε να νηστεύει κάθε Τετάρτη και Παρασκευή από λάδι, όπως κάνουν οι Μοναχοί, και να κοινωνεί Μεγάλο Αγιασμό. Είχε όμως ένα πολύ έντονο λογισμό: «Αν είναι δυνατόν να είναι αυτό το νεράκι θεία Κοινωνία, όπως λέει ο Γέροντας». Όταν όμως ήπιε τον Αγιασμό, τον ένιωσε όχι σαν υγρό, αλλά σαν κάτι που τρωγόταν, όπως νιώθει κανένας τη θεία Κοινωνία! Το εξομολογήθηκε αυτό στον Γέροντα και εκείνος του απάντησε:    «Παιδί μου, ό,τι σου λέω να το πιστέψεις. Αυτό που ένιωσες, το επέτρεψε ο Θεός, για να  πιστέψεις πως ο Μέγας Αγιασμός είναι μισή Θεία Κοινωνία. (Α – 188).
                                  
-         Ο πατέρας Ζωσιμάς αναφέρεται στο ποιμαντικό χάρισμα που διέκρινε τον Γέροντα, πράγμα που και ο ίδιος πολλές φορές διαπίστωσε και βίωσε, αφού τον είχε πνευματικό τόσα χρόνια. Μνημονεύει δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:                       «Όταν ήμουν ακόμη λαϊκός και πήγαινα για εξομολόγηση στο Γέροντα, του έλεγα πως τύχαινε κάποιες φορές να είμαι πολύ κουρασμένος και δεν μπορούσα να προσευχηθώ κανονικά. Ο λογισμός μου έλεγε να επιμένω στην προσευχή, έστω και κοιμισμένος. Πολλές φορές πάλι τύχαινε να κοιμηθώ πάνω στην προσευχή. Τον ρωτούσα τι θα έπρεπε να κάνω σε περίπτωση που θα μου ξανασυνέβαινε αυτό». Ο Γέροντας μου έλεγε τότε:         «Να λες μόνο τρεις προσευχές, το «Πάτερ ημών», το «πιστεύω» και τον 50ό Ψαλμό «Ελέησόν με, ο Θεός» και να κοιμάσαι. Υπό άλλες συνθήκες βέβαια θα κάνεις ολόκληρη την προσευχή σου».

Στην εξομολόγησή μου πήγαινα πολλές φορές σε κατάσταση απογνώσεως για τις πτώσεις μου που διαπίστωνα. Ο Γέροντας πάντα με στήριζε και με παρηγορούσε. Και μου έλεγε συχνά: «Αγάλι’ αγάλια φύτευε ο γεωργός τ’ αμπέλι,
  κι’ αγάλι’ αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι».
Με τα λόγια αυτά παρηγοριόμουν και ελευθερωνόμουν από τη στενοχώρια και την απελπισία μου. ΄Εφευγα όλος χαρά και δόξαζα τον Κύριο γι’ αυτήν την εξαιρετική δωρεά του και το απέραντο έλεός του προς την αμαρτωλότητά μου. (Α – 188 / 189).
                               
-         Στην ποιμαντική μέριμνα του Γέροντα εντελώς ξεχωριστή θέση  είχε πάντοτε η έμπρακτη αγάπη. ΄Ηθελε να δίνει, να δίνει, να δίνει! (Α – 190, όρα και Α – 186).

-    Ο Γέροντας έδινε χωρίς όρια και διακρίσεις, όπου υπήρχε ανάγκη.     Αναρίθμητες είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που βοηθήθηκαν φανερά ή κρυφά, με πολλούς και ποικίλους τρόπους – με τρόφιμα, πράγματα κλπ - , αλλά και χρηματικώς, όχι με πρόχειρα μικροποσά, αλλά με πολύ σοβαρά ποσά.          
Θυμάμαι την περίπτωση μιάς κυρίας, γράφει ο π. Ζωσιμάς, που είχε ανήλικα παιδιά. Είχε μια κάποια περιουσία, αλλά ήταν γραμμένη στα παιδιά και δεν μπορούσε να κάνει καμιά εκποίηση ακινήτων. Κυριολεκτικά δυστυχούσε. Ο Γέροντας με έβαζε να την καλώ στο Μοναστήρι για να της δίνει βοηθήματα. Της είχε δώσει πολλά χρήματα, ένα πάρα πολύ σεβαστό ποσό. Είχε η γυναίκα αυτή τέσσερα παιδιά που σπούδαζαν και φυσικά δεν έλειπαν τα άλλα έξοδα. Ο μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος είχε να λέει συνεχώς, επειδή γνώριζε την οικογένεια, πως, αν αυτή ζούσε, το χρωστούσε στον π. Σίμωνα.

Μια άλλη γυναίκα, χήρα με δυό παιδιά, ήταν πολύ φτωχή. Και από πάνω κάηκε από πυρκαϊά το σπίτι της. Ο Γέροντας που το έμαθε, την κάλεσε και τις έδωσε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες για να ξανακάνει το σπίτι της. Τότε το ποσό αυτό ήταν αρκετό για την περίπτωση αυτή, γιατί τα χρήματα είχαν πολύ μεγάλη αξία.

Κάποτε άλλοτε είχε επισκεφθεί τον Γέροντα μια κυρία από την Εύβοια για εξομολόγηση. Χωρίς να την ρωτήσει καν ο Γέροντας, είχε ετοιμάσει ένα ποσό χρημάτων και της το έδωσε: «Αυτά είναι για το γιατρό» της είπε. Και ήταν ακριβώς όσα χρήματα έπρεπε να δώσει στο γιατρό που θα την εξέταζε. Η γυναίκα ήταν πολύ συγκινημένη, αλλά και κατάπληκτη από την αγάπη που της έδειξε ο Γέροντας, στον οποίο δεν είχε αναφέρει τίποτε ούτε για την οικονομική δυσκολία, στην οποία βρισκόταν, ούτε για την αρρώστια της. Ο Γέροντας όμως ήξερε πολύ καλά την κατάστασή της κι ας μην την είχε ιδεί ποτέ άλλοτε. (Α – 191 / 192).
                               
-         Ο πατέρας Ζωσιμάς σημειώνει ότι ο πατέρας Σίμων δεν παρέλειψε το έργο της διδαχής στο βαθμό που μπορούσε να το κάνει. Αν και ολιγογράμματος, ήταν «διδακτός Θεού» και προσέφερε ως σοφός γραμματεύς ό,τι είχε αποθησαυρισμένο στην αγιασμένη καρδιά του, από την οποία, σαν από θησαυροφυλάκιο, έβγαζε «καινά και παλαιά». (Α – 193 / 194).

-  O π. Ζωσιμάς πραγματοποιεί εκτενή αναφορά στο μαρτύριο πλέον του Γέροντά του, ο οποίος τελειώθηκε και κοιμήθηκε εν Κυρίω στις 4 Μαρτίου 1988. Γράφει ο π. Ζωσιμάς:

«Ο κύκλος των ποικίλων δοκιμασιών του Γέροντα όλο και στένευε και έκλεινε με την απερίγραπτα οδυνηρή περιπέτεια της υγείας του. Δεν ήρθε βέβαια ξαφνικά η ασθένεια. Είχε ζήσει την κάμψη της υγείας του και την απώλεια της οράσεώς του, αρκετά χρόνια πριν, αλλά αυτά που πέρασε τα τρία τελευταία του χρόνια ξεπερνούν κάθε περιγραφή ως προς το μέγεθος της σωματικής οδύνης και του συνεχούς άλγους, που τον έκαιγε σαν σε καμίνι φοβερό. Γι’ αυτό και όσα θα ακολουθήσουν δεν αποτελούν παρά μια ωχρότατη απεικόνιση της πραγματικότητας που έζησε ο Γέροντας και που με αφάνταστη οδύνη ψυχής παρακολούθησα  βήμα προς βήμα, υπηρετώντας τον μέχρι τέλους, ώσπου του έκλεισα τα μάτια.»

   «Πολλές φορές υπέφερε ο Γέροντας μέρες και νύχτες ολόκληρες και ήταν αδύνατο να ησυχάσει από τους πόνους και από την αδυναμία του οργανισμού του να εξυπηρετηθεί από ορισμένες λειτουργίες του, που είχαν καταργηθεί. Τόσος ήταν ο πόνος του, που κάποτε σφίγγοντας το χέρι του για να μη φωνάξει, κόπηκε ένα κομμάτι σάρκας από αυτό. Αν ήταν άλλος στη θέση του, ποιος ξέρει πόσο θα φώναζε – και με όλο του το δίκαιο! – από την οδύνη και το άλγος της δοκιμαζόμενης σαρκός του. Ο Γέροντας όμως ήξερε και να υποφέρει και να σωπαίνει και, το σπουδαιότερο, να δοξάζει τον Κύριο για την κάμινο του πυρός που η αγαθότητά του τού επέτρεπε να τελειοποιείται μέσα της.
    ΄Ω, πώς μπορώ να λησμονήσω ποτέ την ανάγλυφη παράσταση και ζωντανή εξεικόνιση των λόγων του Πρωτοκορυφαίου (Α΄ Πέτρ. α΄ 3-7), που το ζούσα με όλες μου τις αισθήσεις σωματικές και πνευματικές, κάθε μέρα κοντά στον μακαριστό Γέροντά μου! Δεν ξέρω ποια τιμή θα μπορούσε να θεωρηθεί μεγαλύτερη από αυτήν και πιο διδασκαλείο υψηλότερο από αυτό. Και μόνον αυτά που είδα και έζησα κοντά στον άγιο Γέροντά μου τον τελευταίο καιρό αποτελούν για μένα τη μεγαλύτερη ευλογία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και μόνο γι’ αυτό και η ευγνωμοσύνη μου θα του είναι απέραντη και αιώνια!»
  
    «Κατά τη διάρκεια των αμέτρητων ωρών, που περνούσα μαζί με τον Γέροντα, είχα την ευλογία να ακούω πολλές και πολύτιμες συμβουλές, που αποτελούσαν την ανεκτίμητη παρακαταθήκη και κληρονομιά, την οποία μου άφηνε.
Μια συμβουλή που μου έκανε εντύπωση ήταν και η επόμενη: «Δεν θα ταπεινώνεσαι πολύ», μου έλεγε. Δεν μπόρεσα να καταλάβω το νόημα αυτής της συμβουλής και δεν μας δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία να ζητήσω από τον Γέροντα να μου εξηγήσει τι εννοούσε. Τελικά μου εξήγησε το νόημά της ένας καλός ιερομόναχος με ένα παράδειγμα:

   ΄Ενας στρατηγός φέρνεται με πολλή καλοσύνη και συγκαταβατικότητα στους στρατιώτες του. Υπάρχουν όμως και στρατιώτες που προξενούν σκάνδαλα και εκμεταλλεύονται την συγκαταβατικότητα και καταδεκτικότητα του στρατηγού. Τι κάνει τότε ο στρατηγός; Παίρνει τα κατάλληλα μέτρα και φέρεται με αυστηρότητα, επιβάλλοντας κατάλληλες τιμωρίες και κρατώντας τις αποστάσεις και έτσι δεν εξευτελίζει το κύρος του.
   Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, πρέπει να κάνει και ο καλός χριστιανός. Δεν πρέπει να αφήνει τους ασυνείδητους και άπιστους ανθρώπους να εκμεταλλεύονται την ταπείνωση και καταδεκτικότητά του φερόμενος έτσι, ώστε να μην αφήσει τους άλλους να τον γελοιοποιούν και να τον εξευτελίζουν. Αυτό εννοούσε πολύ σοφά ο μακαριστός Γέροντας και αυτό οφείλουμε να έχουμε στο νου μας στη σχέση κυρίως με ανθρώπους ξένους προς το χριστιανικό πνεύμα, φρόνημα και τρόπο συμπεριφοράς.»

   «Ο μακαριστός Γέροντας π. Σίμων μαρτύρησε! Πιο σωστά, θα έλεγα, μεγαλομαρτύρησε! Ο πολύς κόσμος βέβαια δεν ξέρει τίποτε από όσα του συνέβησαν στην άγια, πλην μαρτυρική ζωή του. Αλλά και αυτά που αναφέρω στο βιβλίο αυτό, και οι μαρτυρίες ευσεβών προσώπων, που παραθέτω, δεν είναι τίποτε μπροστά στην έκταση και το μέγεθος αυτών που δοκίμασε στη ζωή του, προ πάντων τα τελευταία χρόνια. Πρέπει δε να πω, πως και αν γράφονταν όλα, νομίζω πως οι πολλοί δεν θα ήθελαν να παραδεχθούν πλήρως ή να πιστέψουν εν μέρει το φοβερό μαρτύριο του Γέροντος π. Σίμωνος. Ένα μόνο τελευταίο λόγο θα ήθελα να πώ. Ο Γέροντας, του οποίου τη ζωή παρακολούθησα βήμα προς βήμα από τότε που τον γνώρισα στο Μοναστήρι του μέχρι την τελευταία του πνοή, υπήρξε ένας μεγαλομάρτυρας. Δεν ξέρω, επαναλαμβάνω, πώς θα κρίνουν αυτό που λέω κάποιοι, λίγοι ή πολλοί. Εγώ, όπως τονίζω και πιο πάνω, χωρίς όμως να κατορθώνω να το τονίσω ικανοποιητικά, λέω και καταθέτω αυτό που είδα και έζησα. Το τι μπορεί να λένε κάποιοι μικρολόγοι, φιλοκατήγοροι και συκοφάντες – δυστυχώς έγιναν κι αυτά – λίγο με ενδιαφέρει. Εμείς που αγαπήσαμε τον άγιο Γέροντά μας, όπως τον ζήσαμε και τον πιστεύουμε, επιθυμούμε να ακολουθήσουμε την αγία παρακαταθήκη, που μας άφησε, πρώτα με το άγιο παράδειγμά του και κατόπιν με την αγία διδαχή και παρακίνησή του, που ήταν μεταξύ άλλων να μην κακολογούμε κανένα, να μη συκοφαντούμε κανένα, να μην προσβάλλουμε ποτέ κανέναν, να μην κατακρίνουμε κανέναν. Η κρίση είναι του Θεού. Δεν μας το διδάσκει αυτό κατά κόρο η Εκκλησία μας και με, εκτός των άλλων, την προσευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου κάθε Μ. Τεσσαρακοστή: «…ναι, Κύριε Βασιλεύ, δώρησαί μοι του οράν τα εμά πταίσματα και μη κατακρίνειν τον αδελφόν μου…»;

   «Η ψυχή του Γέροντά μας έφυγε στους ουρανούς στην αιώνια κατάπαυσή της κοντά στον Κύριο, που αγάπησε με όλη του την καρδιά μέχρι θανάτου και μαζί με τους Αγίους Του, που τίμησε και μιμήθηκε επάξια.
   Την ψυχή του Γέροντά μας την είδε η Πρεσβυτέρα Μυροφόρα από την Καλογρέζα, όπως μας έλεγε η ίδια. Την είδε σε στάση προσευχής με υψωμένα και ανοιχτά τα χέρια σε σχήμα Σταυρού. Φορούσε τα ιερατικά του άμφια και πήγαινε πετώντας στους ουρανούς.
-         ΄Ελα, Μυροφόρα να σε πάρω μαζί μου, της φώναξε ο Γέροντας.
Εκείνη όμως τον παρακάλεσε να την αφήσει ακόμα εδώ κάτω, γιατί είχε ορφανά να μεγαλώσει. Και ο Γέροντας:
-         Θα σε πάρω άλλη φορά, της φώναξε και χάθηκε στα ουράνια…
  
   Την κοίμηση του Γέροντα συνόδεψαν μερικά σημεία αξιοθαύμαστα.

   Ένα πρώτο σημείο έγινε, όταν ο Γέροντας ήταν ακόμη στο νεκροκρέβατό του και πριν ακόμη ταφεί. ΄ Ηρθε στο σπίτι η κυρία Ειρήνη Γιαννούλη, που είναι νεωκόρισσα στη Μητρόπολη. ΄Εκλαιγε γοερά η εκλεκτή αυτή ψυχή, γιατί δεν πρόλαβε να βρεί τον Γέροντα ζωντανό για να πάρει την ευχή του. Μαζί της κλαίγαμε κι εμείς, γιατί χάσαμε, όπως κι αυτή, τον άγιο Γέροντά μας. Τότε ο Γέροντας, για να μην έχει λύπη υπέρμετρη η ψυχή εκείνη, κούνησε το δαχτυλάκι του, μετακινώντας το από τη θέση του. Το είδε η ίδια και έμεινε έκθαμβη για την άμεση απάντηση που της έδινε με τη χάρη του Θεού.

   Το δεύτερο σημείο έγινε την ίδια μέρα στην κα Δέσποινα Αγγελοπούλου από την Καλογρέζα.
   Είχαμε μεταφέρει τον Γέροντα στην Αγία Βαρβάρα Λυκόβρυσης για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Εμείς διαβάζαμε το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Εκείνη ήταν σκυμμένη πίσω από το φέρετρο, ακριβώς πίσω από το κεφάλι του Γέροντα και έκλαιγε πολύ. ΄Ηταν μάλιστα έγκυος. Ο Γέροντας, σαν να ήταν ζωντανός, την επετίμησε λέγοντας:
-         Εδώ μέσα δεν κλαίνε! Είναι εκκλησία. Να βγείς έξω να κλάψεις!
Μας έκανε επίσης ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός, ότι βάζαμε το χέρι μας στο λαιμό του Γέροντα και ήταν ζεστός, αν και είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε που πέθανε.

   Το τρίτο και μεγαλύτερο σημείο που έδειξε ο Γέροντάς μας έγινε την επόμενη ημέρα, την ημέρα της ταφής του, την 5η Μαρτίου, στο Μοναστήρι. Όταν πήγε να τον ασπαστεί ο Μητροπολίτης πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος στο «δεύτε τελευταίον ασπασμόν…», ο Γέροντας του πρότεινε το χέρι(!) και εκείνος το ασπάστηκε! Ο ίδιος ο Μητροπολίτης το έλεγε στους γνωστούς του:
-         Αν σας πώ τι συνέβη, όταν πήγα να δώσω τον τελευταίο ασπασμό στον Γέροντα, δεν θα το πιστέψετε. ΄Ισως να με περάσετε για τρελλό. Όμως θα το πώ: Σήκωσε το χέρι του και μου το έδωσε να το ασπαστώ! Και βεβαίως το ασπάστηκα.

   Κλίνουμε γόνυ ευλαβώς μπρος στη μνήμη του μακαριστού Γέροντος π. Σίμωνος, όλοι όσοι τον γνώρισαν και τον αγάπησαν και τον περιέβαλαν με βαθύτατο σεβασμό και ανάμεσά τους, έσχατος πάντων «ωσπερεί τι έκτρωμα» και «πάντων περίψημα έως άρτι», αυτός που παρόλη την αναξιότητά του και την αδυναμία του, την οποία και ταπεινά ομολογεί ήδη από την αρχή του παρόντος, καταθέτει τις άτεχνες και άκομψες αυτές γραμμές, κλίνουμε, επαναλαμβάνω, γόνυ ευλαβώς μπρος στην αγία μορφή και στην ιερώτατη για μας μνήμη του Γέροντά μας π. Σίμωνος. Και ταπεινά και με όσο πόνο και θλίψη μπορούμε να νιώθουμε για τη στέρησή του, τον ικετεύουμε να παρακαλεί αυτός τον Κύριο εκεί κοντά του πιά, και για μας τους «περιλειπομένους» στη ζάλη και τον χειμώνα του παρόντος βίου στη γη ετούτη, να ακολουθήσουμε τα ίχνη του στην ταπείνωση, στην αγάπη και στη πίστη που έδειξε ο ίδιος προς τον Κύριο και προς τους ανθρώπους. Και αυτά, μέχρι τέλους. Για να αξιωθούμε με τη βοήθεια και των δικών του ευχών να τον συναντήσουμε εκεί που τώρα εν πλήρει ασφαλεία βρίσκεται, πέρα από τις μικρότητες και μικροψυχίες και απάτες του «αιώνος τούτου του απατεώνος», μέσα στο εκθαμβωτικό, άκτιστο, θείο φως και στην υπέρ νουν και κατάλιψιν μακαριότητα του Παραδείσου! Αμήν!»
 (Α – 204 έως 225).
      
-         Σε συζήτηση με πνευματικό του τέκνο για το μυστήριο του θανάτου, ο Γέροντας του είπε: «΄Ενας βίος τελείωσε, μια ζωή αρχίζει». (Α – 241).
                                       
-         Μια περίοδο, στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, στη Νέα Πεντέλη, Ο Γέροντας συνήθιζε, μετά τη θεία Λειτουργία, να «ανοίγει το σχολείο». Συγκέντρωνε, δηλαδή, τους μοναχούς του και όσους από τους πιστούς παρέτειναν την παραμονή τους στο Μοναστήρι, και άρχιζαν την ανάγνωση και ερμηνεία των επιστολών του Αποστόλου Παύλου, από την έκδοση του 1968 του εκδοτικού οίκου Δημ. Παναγοπούλου, η οποία έχει εκπονηθεί από τον ΄Αγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και ο οποίος έχει λάβει υπόψη του όλους τους Πατέρες.

Ο Γέροντας πάντα έλεγε, πως πρέπει να μελετούμε την Αγία Γραφή διά των Πατέρων. Μάλιστα δε, του άρεσε πάρα πολύ ο ιερός Χρυσόστομος και έλεγε: «Το στόμα του Χριστού, το στόμα του αποστόλου Παύλου και το στόμα του ιερού Χρυσοστόμου, ένα στόμα. Όταν διαβάζεις Χρυσόστομο, είναι σαν να πηγαίνεις κατ’ ευθείαν στον ουρανό, τη βασιλεία των ουρανών. ΄Αμα βαδίσεις την οδό Πατησίων, πηγαίνεις κατ’ ευθείαν στην Ακρόπολη. ΄Ετσι, άμα διαβάζεις τον ιερό Χρυσόστομο, πηγαίνεις κατ’ ευθείαν στον ουρανό, στη βασιλεία των ουρανών». Αυτά όλα τα υπογράμμιζε και με το χρυσοστομικό «η των γραφών ανάγνωσις, ουρανών υπάνοιξις εστί». (Α – 257).

-         Σε μια νεαρή μάνα που είχε βαπτίσει το παιδί της, είπε ο Γέροντας: «Θα το πας να το μεταλάβεις, αλλά δεν θα το ταίσεις. Θα το πας νηστικό το παιδί για να πάρει το Χριστό στην καρδιά του. Δεν τα πηγαίνουμε τα παιδιά χορτάτα. Πρέπει να το κάνεις. Στην εβδομάδα δύο φορές, αν είναι δυνατόν, να πηγαίνεις να το μεταλαμβάνεις». (Α – 268).
                                 
-         Ο Γέροντας συμβούλευε τα πνευματικά του τέκνα:
«Όταν μιλάμε για πνευματικά πράγματα, να μιλάμε με ταπείνωση και όχι όλοι μαζί, γιατί υπάρχει το κακό πνεύμα και διαστρέφει την αλήθεια και κάνει να ακούγονται άλλα λόγια από αυτά που ήδη έχουν ειπωθεί». (Α – 281)
                                  
-         Μια χριστιανή, μάνα πέντε παιδιών, ένοιωθε πως δεν θα είχε την αντοχή να κάνει και άλλα παιδιά, και γι’ αυτό έπαιρνε τις ανάλογες προφυλάξεις. Επί δέκα χρόνια οι πνευματικοί που προσέτρεχε της απαγόρευαν επίμονα τη Θεία Κοινωνία. Επί δέκα χρόνια ήταν μακρυά η δυστυχής από το Ποτήριον της Ζωής και υπέφερε.
Τέλος, κατέληξε και στον πατέρα Σίμωνα. Κι’ εκείνος με το διορατικό του χάρισμα διέγνωσε την απόγνωση της καρδιάς της και με τη διάκριση, που ο Κύριος του είχε τόσο πλούσια χαρίσει, την ανέπαυσε με τα χρυσά του λόγια:
«Παιδί μου, και στον πιο αμαρτωλό, εάν έχει συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του, δεν γίνεται να του στερήσουμε τρεις φορές το χρόνο την συμμετοχή στο Μέγα Δείπνο του Χριστού μας. Την ευλογία μου, παιδί μου, να κοινωνίσεις». (Α – 305).
                                  
-         Μια πνευματική θυγατέρα του Γέροντα γράφει, ότι ένα βράδυ που είχε μείνει στο Μοναστήρι, κάνανε προσευχή στο κελί της Γερόντισσας με άλλες γυναίκες και ακούσανε στο παράθυρο δύο χτυπήματα: «τάκ – τάκ»! Την άλλη μέρα πήγε στον Γέροντα, του το είπε, και τον ρώτησε: Τι ήτανε Γέροντα;
Και εκείνος της είπε: «Ο σατανάς ήτανε, παιδάκι μου. Γιατί εκείνος δεν χτυπάει τρείς. Χτυπάει δύο. Το τρία το φοβάται».
(Α – 320).

-         Ο Γέροντας, όταν κάποιος του έλεγε για κάποια ασθένειά του και για τα φάρμακα που έπαιρνε, πάντα συνιστούσε να σταματήσει τα φάρμακα και να ακολουθήσει τα φάρμακα του Θεού, που είναι η νηστεία, η προσευχή και η πίστη και που αυτά έχουν οπωσδήποτε θετικό αποτέλεσμα. (Α – 342).

-         Ο Γέροντας είπε κάποτε σε μια κυρία: Παιδί μου, πρέπει να ψάχνετε τον πνευματικό σας, όπως το γιατρό. Όταν έρχεται μια σοβαρή πάθηση, ψάχνετε για τον καλύτερο.
(Α – 390).

-         Μια φορά, στην τράπεζα της Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, ο Γέροντας είπε μεταξύ άλλων:
«Η μεγαλύτερη επιστήμη στον άνθρωπο είναι πώς να κάνει το καλό, πώς να σκέπτεται το καλό και πώς να λέει το καλό».
(Α – 396).
                                 
-         Ένα πνευματικό τέκνο του πατρός Σίμωνος γράφει:
«Άλλη μια φορά πάλι που πήγα να εξομολογηθώ, ανέφερα δυό– τρεις αμαρτίες μου, που είχα εξομολογηθεί σε άλλον πνευματικό. Τότε, ο Γέροντας μου είπε:
«Αυτά, παιδί μου, δεν υπάρχουν πιά, έχουνε σβήσει».   (Α – 425).

-         Ο Γέροντας, σε μια νυκτερινή συζήτηση με ένα πνευματικό του τέκνο, του είπε και τούτο μεταξύ άλλων:
«Ο κόσμος αυτός που ζούμε δεν γνωρίζει, τι κάνει. Εσύ μη ζητείς να εύρεις από τον αμαρτωλό κόσμο Αλήθεια και Δικαιοσύνη». (Α – 438).

-         Σε σχετική ερώτηση, τι γνώμη έχει για την λεγόμενη οικουμενική κίνηση, ο Γέροντας απάντησε με φράση του μακαριστού πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς:
«Οικουμενισμός, παιδί μου, είναι η παναίρεση των αιώνων».
                                     (Β - 20)
-         Ο Γέροντας τόνιζε στα ζευγάρια που δεν είχαν παιδιά, να υιοθετούν και τους έλεγε: «Εάν δεν υιοθετήσετε εσείς, που είστε χριστιανοί, τα παιδιά αυτά, που θέλουν πολύ αγάπη και πρέπει να γνωρίσουν και τον Θεό, ποιος θα τα υιοθετήσει; Ευλογία! Μεγάλη ευλογία!», έλεγε. (Β – 26 / 27).
                                     
- ΄Οσο αγαπούσε ο Γέροντας τον μοναχισμό, τόσο αγαπούσε και τον έγγαμο βίο, αλλά τον έγγαμο σωστό βίο. ΄Ηθελε οι άνθρωποι να ζουν τίμια και να μην αποφεύγουν επ’ ουδενί την τεκνογονία.
                                                   (Β – 36)
-         Στα θέματα της πίστεως ήταν απόλυτος και ασυμβίβαστος. Κάποτε ένας προσκυνητής είπε κάτι για τους Καθολικούς. Ο Γέροντας αμέσως άναψε και κοκκίνισε, και με χειρονομίες και έντονη φωνή είπε: «Οι Καθολικοί δεν έχουν Χάρη και έγιναν χίλια κομμάτια, διαλύθηκαν, δεν είναι εκκλησία οι Καθολικοί, δεν έχουν ιερωσύνη, δεν έχουν Μυστήρια, ακόμη και στον αγιασμό βάζουν αλάτι να μη βρωμίσει». (Β – 43 /44).
                                                    
-         «Ο Γέροντας είχε πολύ αγνότητα και καθαρότητα και αυτή του η αγνότητα φαινόταν στο πρόσωπό του, που συχνά μεταμορφωνόταν, αλλά και ευωδίαζε ενίοτε». (Β – 44).

- Όταν θύμωνα, διηγείται ο π. Ζωσιμάς, μου έκανε ο Γέροντας συστάσεις να μιλάω με καλό τρόπο:
«Να προσέχεις και τον καλό τρόπο και όχι σαν αστυνομικός. Να προσέχεις και το περπάτημά σου. Να μην είναι γρήγορες και νευρικές οι κινήσεις σου, διότι αυτό είναι της υπερηφανείας. Να είσαι σεμνός σ’ όλα, να είσαι πολύ ευσεβής, για να σε αγαπάνε όλοι. Να αποφεύγεις τους κακούς ανθρώπους, πολυλογάδες και φιλοκατήγορους, για να μη σου βγει το όνομα, γιατί δεν θα μπορέσεις κατόπιν να σταθείς πουθενά. Πάντα να σκέφτεσαι το καλό, να λες το καλό και να κάνεις το καλό. Και πάντα να θυμάσαι ότι εδώ δεν ήλθαμε για τίποτα άλλο, μόνο και μόνο να πάμε στον Παράδεισο». (Β – 85).

-         Μια ημέρα ρώτησε κάποιος τον Γέροντα: «Γιατί ο Χριστός γεννήθηκε από την φυλή των Εβραίων;»
      Ο Γέροντας του είπε: «Γιατί υπάρχει ρίζα αγία, παιδί μου. ΄Ολοι       οι Προφήτες ήταν από εκεί». (Β – 102).

-Ο Γέροντας πάντα έλεγε στα πνευματικά του τέκνα, να μην πιέζουν κανένα να εξομολογηθεί με το ζόρι, αφού δεν του έχει έλθει ακόμη η μετάνοια. (Β – 104).
                                           
-         Όταν γινόταν αγρυπνία, ο Γέροντας έλεγε στον κόσμο:
«Ακούστε, παιδιά μου, να ξέρετε, μια αγρυπνία ισοδυναμεί με σαράντα Λειτουργίες και πρέπει να ξέρετε ότι θα είσθε νηστικοί από φαγητό εννέα ώρες και από νερό έξη ώρες, πριν τη Θεία Κοινωνία». (Β – 105).
                                        
-         Επίσης, έλεγε πως ο καλός χριστιανός πρέπει να πηγαίνει πρωί-πρωί στην εκκλησία τις Κυριακές και τις εορτές. Πρέπει να είναι μέσα, όταν ο ιερεύς βάζει το «ευλογητός», διότι η πρώτη προσευχή, που γίνεται, είναι ο «Εξάψαλμος», που είναι η προσευχή της κρίσεως, διότι με αυτήν την προσευχή θα κριθούμε όλοι μας. Εάν τύχει, πηγαίνοντας στην Εκκλησία, να έχει αρχίσει ο «Εξάψαλμος» και τον ακούσεις απ’ έξω να διαβάζεται, θα μείνεις επί τόπου, όπου τον ακούσεις, δεν θα κινηθείς καθόλου, ούτε ένα βήμα δεν θα κάνεις. Αν σου πει ο λογισμός σου, «μπες μέσα στην εκκλησία και κάθισε», εσύ να μην το κάνεις. Να μείνεις εκεί που βρίσκεσαι μέχρι να τελειώσει. Θα κάθεται ένας στα κεριά και δεν θα αφήνει κανέναν να κινείται αυτή την ώρα, διότι γίνεται η «κρίσις» και θα κριθούμε όπου βρεθούμε. Επίσης, θα σβήνει όλα τα κεριά, όταν αρχίζει ο «Εξάψαλμος», και θα τα ανάβει, μόλις τελειώσει. Τα κεριά πρέπει να σβήνουν, διότι εκείνη τη στιγμή κάνει την παρουσία του ο Χριστός, «το αληθινό φως». Πρέπει αυτά να τα εφαρμόζουμε και να τα βιώνουμε, για να αισθάνεται ο χριστιανός ότι βρίσκεται μέσα στον οίκο του Θεού και να είναι συγκεντρωμένος. (Β – 105).
                                               
-         Πολλές φορές ο Γέροντας έλεγε στον υποτακτικό του, π. Ζωσιμά, να μην επαινεί κανέναν άνθρωπο, όσο καλός και αν είναι, ούτε και να τον κολακεύει και να τον θαυμάζει, γιατί είναι καλός χριστιανός κλπ., διότι του επιτίθεται μετά ο σατανάς, μεγάλο πόλεμο του στήνει και τον βλέπεις κατόπιν να γίνεται ο χειρότερος και τα χάνεις που έφτασε σ’ αυτό το σημείο και είναι να τον λυπάσαι που τον βλέπεις. (Β – 110).
                                                 
-         Μια χριστιανή ζήτησε από τον πατέρα Σίμωνα να κάνει ένα σαρανταλείτουργο. Ο Γέροντας της είπε: « Ναι, παιδί μου, να ξέρεις ότι το σαρανταλείτουργο σώζει κεκοιμημένους και ζωντανούς. ΄Εχει πολύ μεγάλη ωφέλεια και θα σου πω ένα περιστατικό: Είχε έλθει κάποτε μια χήρα γυναίκα, είχε πεθάνει ο άνδρας της και ζήτησε να κάνει ένα σαρανταλείτουργο, γιατί ο άνδρας της δεν ήταν και πολύ κοντά στο Θεό. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το σαρανταλείτουργο και η γυναίκα βλέπει στον ύπνο της τον άνδρα της γεμάτο πληγές ξεραμένες να της λέει: «Εκεί που πήγες και μ’ αυτό που για μένα έκανες, με βγάλανε από εκεί που ήμουνα και οι πληγές αρχίζουν να επουλώνονται». Και όταν μου το είπε, της ξαναείπα ότι το σαρανταλείτουργο σώζει ανθρώπους».
                                        (Β – 114 / 115 / 116).
-         Ο ΄Αγγελος, ένας πνευματικός αδελφός του πατρός Ζωσιμά, του είπε ότι, όταν πήγε στο ΄Αγιον ΄Ορος, συνάντησε στη Μονή Φιλοθέου τον ηγούμενο της Μονής, πατέρα Εφραίμ, και τον ρώτησε, αν γνώριζε τον Γέροντα Σίμωνα Αρβανίτη. Ο πατήρ Εφραίμ τότε του μίλησε για την αγιότητά του και του ανέφερε και το εξής περιστατικό:
«Είχα πάει μια μέρα στο Μοναστήρι του Γέροντα, στον ΄Αγιο Παντελεήμονα, στην Πεντέλη. Συνάντησα τον Γέροντα, που με προσπέρασε, πηγαίνοντας προς την εκκλησία, και του λέω αμέσως: «Πάτερ Σίμωνα, ήρθα να σε δώ και να πάρω την ευχή σου». Και μου απαντά ο Γέροντας: «Δεν βλέπεις, παιδί μου, που με τραβάει από το χέρι ο ΄Αγιος Παντελεήμονας και με πάει στην εκκλησία;» (Β – 122).
                                      
-         Είπε ο Γέροντας:
«Παιδί μου, όλα τα πάθη προέρχονται από την κατάκριση. Αν κόψεις την κατάκριση, κόβονται και τα πάθη».

«Παιδί μου, όταν περπατάς, οι κινήσεις σου να είναι ήρεμες, όχι γρήγορες και νευρικές, διότι αυτά είναι της υπερηφανείας».

«Παιδί μου, όταν έχεις δοκιμασίες και πειρασμούς, να μην έχεις αγωνία, πότε θα ελευθερωθείς, αλλά να ξέρεις ότι κάνοντας υπομονή, τότε τελειοποιείσαι».

Μια κυρία είπε στον Γέροντα: «Την ευλογία σου, πατέρα Σίμωνα». Ο Γέροντας της είπε: «Παιδί μου, την ευχή μου θα σου δώσω, την ευλογία την δίνει ο Θεός». (Β – 122).               
                                       
- Ο πατήρ Ζωσιμάς διηγείται: Πάντα μου έλεγε ο Γέροντας:          
Παιδί μου, να εξομολογείσαι τους λογισμούς σου, να καθαρίζεσαι, να μην κατηγορήσεις κανέναν άνθρωπο, οτιδήποτε και να είναι αυτός και να μην οργίζεσαι.

Να έχεις μέσα σου ειρήνη, να διαβάζεις πολύ τα πατερικά βιβλία και να κάνεις τα καθήκοντά σου.

Να αγαπάς τους φτωχούς και να παρέχεις την φιλοξενία. Να τους προσφέρεις από όλα τα καλά.

Πάντα να σκέφτεσαι το καλό, να λές το καλό και να κάνεις το καλό.

Εδώ στη γη που ήρθαμε, παιδί μου, πρέπει να ξέρεις, ότι ήρθαμε μόνο και μόνο , για να πάμε στον Παράδεισο.

Εάν θυμώσεις καμιά φορά και δεν σε αφήνει ο λογισμός σου, να πας να ζητήσεις συγγνώμη, εσύ να μην τον ακούς, γιατί είναι ο σατανάς, που παρεμποδίζει. Εσύ να τρέξεις πρώτος και ας έχεις δίκιο. Να βιάσεις τον εαυτό σου, να πας πρώτος να ζητήσεις συγγνώμη, για να μην προλάβει ο άλλος και έρθει και σου αρπάξει το στέφανο. Διότι εκεί είναι ο Χριστός και σε περιμένει με το στέφανο για να σε στεφανώσει. Όταν προσέξεις σε αυτά που σου λέω, ο σατανάς δεν θα μπορεί να σε πειράξει και ο Χριστός θα είναι πάντα μαζί σου.

Να είσαι, παιδί μου, πάντα στην υπακοή. Υπακοή στον Γέροντα σημαίνει υπακοή στον Χριστό. (Β – 130).
                                                       
-         Μια ημέρα είπε ο Γέροντας στον πατέρα Ζωσιμά:
«Πάτερ Ζωσιμά, από σήμερα θα διαβάζεις τους τόμους του Χρυσοστόμου. Θα διαβάζεις μόνο το κείμενο, όχι την ερμηνεία. Θα τα διαβάζεις και ας μη τα καταλαβαίνεις. Σιγά, σιγά θα έρθουν όλα και θα τα καταλαβαίνεις μετά. Θα πηγαίνεις στο καλύβι σου, θα κλείνεσαι μέσα και θα διαβάζεις όλη την ημέρα».
Ο πατήρ Ζωσιμάς έκανε όπως του είπε ο Γέροντας. Όμως, όπως κρατούσε το βιβλίο με τα δυό του χέρια, από κάτω από το εξώφυλλο έβγαλε ο σατανάς το κεφάλι του και τον κοιτούσε. Τον έβλεπε και αυτός και μόλις άρχισε να διαβάζει, ζαλιζόταν και τον έπιανε ύπνος βαθύς. Όταν ξυπνούσε, και έπιανε να διαβάζει, ξανά του έβγαζε το κεφάλι του, τον κοιτούσε και πάθαινε το ίδιο. Τότε, ο πατήρ Ζωσιμάς σηκώθηκε και πήγε στο Γέροντα και του είπε για τον πειρασμό. Ο Γέροντας του είπε: «Βλέπεις, παιδί μου, πόσο καλό κάνει η μελέτη! Βλέπει ο σατανάς και ξέρει, πόσο θα ωφεληθείς και δεν σε αφήνει ήσυχο». ΄Εβγαλε το Σταυρό του, του σταύρωσε το κεφάλι και του είπε: «Πήγαινε τώρα, παιδί μου, και μη φοβάσαι. Από αυτή τη στιγμή θα διαβάζεις καλά και δεν θα σε ξαναπειράξει». Όπως το είπε, έγινε. Ο π. Ζωσιμάς διάβασε όλα τα βιβλία, και τους 96 τόμους, και δεν ξαναεμφανίσθηκε. (Β – 130 / 131).
                                      
-         Ο Γέροντας έλεγε στους πατέρες της Μονής:
Ο κόσμος ένα πράγμα έχει περισσότερο ανάγκη, την αγιότητα! Ο άνθρωπος πρέπει να μιμηθεί την απλότητα των μικρών παιδιών και απευθυνόμενος προς τον Θεόν να λέγει: «Τι θέλεις, Κύριε, να κάμω;»

Προσέχετε τον διάβολο. Θέλει τη διχόνοια, τη σύγχυση, την ακαταστασία. Μην ακούτε τους λογισμούς που σας ενσπείρει. Ο Χριστός μας, η Παναγία μας, οι ΄Αγιοί μας, είναι γλυκύτατοι, ωραιότατοι, με πολλήν αγάπη. Σ’ αυτούς να καταφεύγετε για να σας προστατεύουν από τους δαίμονες.

          Όταν κάνεις κάτι από ζήλο και μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό
          μας, και στραβό να είναι, ο Θεός, επειδή γίνεται από ζήλο και
          αγάπη για κείνον, το δέχεται και το ευχαριστείται.

          Την υπακοή πολύ αγαπήσατε, φέρνει μεγάλη Χάρη στη ψυχή
           μας. Υπακοή στην Εκκλησία, στον πνευματικό σας.

          Πολλές φορές μας υπενθύμιζε ο Γέροντας να κάνουμε νωρίς το     Απόδειπνο και να μην εργαζόμαστε μέχρι
          αργά το βράδυ. Σε όλα χρειάζεται «τάξη», έλεγε, «εδώ δεν ήρθαμε να
          γίνουμε οικοδόμοι, εδώ ήρθαμε να σώσουμε την ψυχή μας και
          να βοηθήσουμε τον κόσμο, που έχει ανάγκη. Πρέπει να είμαστε
          ξεκούραστοι, για να ψάλλουμε ωραία και με όρεξη στην εκκλη-
          σία». (Β – 131 / 132).

-         Επίσης, ο Γέροντας μου έλεγε, γράφει ο π. Ζωσιμάς:
«Τον κανόνα σου με τις μετάνοιες και τα κομποσχοίνια να τον κάνεις πρωί. Μόλις ακούς το τάλαντο, πέταξε την κουβέρτα σου και άρχισε να κάνεις τις μετάνοιές σου, πριν πλυθείς. Εάν σου λέει ο λογισμός σου: «Μην κάνεις ολόκληρο τον κανόνα σου, τον κάνεις μετά από την εκκλησία», ή σου λέει: «Κάθισε λίγο κάτω να ξεκουραστείς ή ξάπλωσε για λίγο», εσύ μην τον ακούσεις, μην του δώσεις καθόλου σημασία. Όταν καμιά φορά δεν τον κάνεις το πρωί, οφείλεις να τον κάνεις αμέσως μετά την εκκλησία, η πρώτη σου δουλειά! Εάν συνεχίζει ο λογισμός σου να λέει: «Μην τον κάνεις τώρα, μέχρι το βράδυ έχεις καιρό», εσύ μην τον ακούς. Να τελειώσεις όλα τα καθήκοντά σου, γιατί αυτός δεν ησυχάζει, μέχρι να σε καταφέρει να κάνεις αυτό που σου λέει. Οφείλεις μετά την εκκλησία να κάνεις τον κανόνα σου. Προηγείται η προσευχή της εργασίας». (Β – 132).   
         
-         Επίσης ο Γέροντας μου έλεγε, να έχουμε πάντα την νοερά
προσευχή μέσα μας, να μη μιλάμε πολύ για να μπορούμε  
            να προσευχόμαστε συνέχεια.
           Να μιλάμε, όταν χρειάζεται, και να αποφεύγουμε τα πολλά
           γέλια, γιατί μετά από αυτό έρχεται η θλίψη. Να είμαστε
           συγκεντρωμένοι, για να είμαστε έτοιμοι, όταν χρειάζεται να
           μιλήσουμε, να πούμε το σωστό, αυτό που θέλει ο Κύριος.
            (Β – 132 / 133).

-         Είπε ο Γέροντας:

Τον καλό χριστιανό, που πηγαίνει τακτικά στην εκκλησία, νηστεύει, εξομολογείται, πριν κοινωνήσει, μελετά τα βιβλία του Θεού και τον βίο του Αγίου της ημέρας, που εορτάζει, και προσέχει να μην κακολογήσει κανέναν και αγωνίζεται κατά των παθών του, τα μάγια δεν τον αγγίζουν καθόλου. Ο σατανάς ούτε το όνομά του δεν θέλει να ακούσει. Τα μάγια πιάνουν αυτούς που απομακρύνονται από την Εκκλησία. Τους ξεγελάει ο σατανάς, τους ρίχνει στο σκοτάδι και γίνονται όργανά του. Αντιστρατεύονται τον Θεό, βλαστημάνε τα Θεία, κατηγορούν τους ανθρώπους του Θεού, τους κοροϊδεύουν ότι είναι καθυστερημένοι και θεωρούν τον εαυτό τους σπουδαίο.

Ο Θεός μας δίνει μια προθεσμία για να επιστρέψουμε ξανά στην Εκκλησία. Όταν περάσει η προθεσμία και δεν έχουμε μετανοήσει, αρχίζουν τα μαρτύρια, οι αρρώστιες. Αυτό γίνεται για το καλό μας. Ο άνθρωπος, που είναι άρρωστος, οφείλει να καταλάβει γιατί τιμωρήθηκε και να έλθει στην αληθινή μετάνοια, όπως ο ΄Ασωτος Υιός,  που αναφέρει το Ιερό Ευαγγέλιο. Να βρει έναν καλό πνευματικό, να κάνει μια γενική εξομολόγηση αληθινής μετανοίας, και να είναι βέβαιος ότι, όσες αρρώστιες και αν έχει, μετά την εξομολόγησή του θα γίνει υγιής και θα είναι όλος χαρά.

Η Εκκλησία μας καθημερινώς θαυματουργεί. Όμως υπάρχουν πολλοί άρρωστοι, που πηγαίνουν στην εκκλησία, εξομολογούνται και λένε ότι δεν γίνονται καλά. Δε γίνονται καλά, γιατί δεν αναφέρουν όλες τις αμαρτίες τους, λένε μόνο αυτά που θέλουν. Αυτοί πηγαίνουν στην εκκλησία μόνο και μόνο να γίνουν καλά και να ξανακάνουν τα ίδια. Γι’ αυτό δεν παίρνουν τη χάρη και λένε κατόπιν: «Ο Θεός με δοκιμάζει πολύ εμένα. Τι του έκανα και τιμωρούμαι τόσο πολύ;». Αυτό είναι λάθος και είναι μεγάλο ψέμα. Ο άνθρωπος, που δεν έχει αληθινή μετάνοια, δεν δοκιμάζεται από τον Θεό, αλλά από την αμαρτία του, όπως λέει και ο θείος Ιάκωβος στην επιστολή του: «Ο θεός είναι απείραστος, δεν πειράζει κανέναν, εμείς πειραζόμαστε από τις επιθυμίες μας».

Λένε μερικοί ότι και οι ΄Αγιοι αρρωσταίνουν, έχουν και αυτοί δοκιμασίες. Ναι, έχουν και αυτοί πάρα πολλές, αλλά τις ζητούν οι ίδιοι από τον Θεό. Ζητούν αρρώστιες κ.τ.λ., γιατί θέλουν να αγωνιστούν. Δεν θέλουν αυτοί να πάνε στους γιατρούς να θεραπευτούν. Εμείς τους πηγαίνουμε, γιατί δεν έχουμε πίστη και φοβόμαστε μήπως τους χάσουμε. Εκείνος όμως, που αρρωσταίνει και τρέχει στο γιατρό, για να μην πεθάνει, δοκιμάζεται από την αμαρτία του και όχι από παραχώρηση Θεού. (Β – 135 / 136).
                            
-         Μια φορά κάποια κυρία, πνευματικό παιδί του Γέροντα, πήγε στο Μοναστήρι και είπε στον Γέροντα: «Πάτερ Σίμων, ήρθα σήμερα εδώ να πάρω την ευχή σου  και να μου δώσεις την ευλογία σου να πάω με το παλαιό ημερολόγιο, γιατί αυτό είναι το καλό και το σωστό». Ο Γέροντας της είπε: «Παιδί μου, θα κάνουμε απόψε προσευχή, εγώ εδώ και εσύ στο σπίτι σου και ό,τι σου δείξει ο Θεός, θα έρθεις το πρωί να μου το πεις». Η κυρία συμφώνησε σ’ αυτό που της είπε ο Γέροντας, πήρε την ευχή του και έφυγε.

Το πρωί πήγε στον Γέροντα και είπε: «Πάτερ Σίμων, είμαι η κυρία που μου είπες να προσευχηθώ για το παλαιό ημερολόγιο. ΄Ηρθα να σου πω ότι είδα στον ύπνο μου πως βρέθηκα σε μια μεγάλη αίθουσα, σαν αυτές που πηγαίνει ο κόσμος για να φάει, σε μια τραπεζαρία. Από τη μια πλευρά ήταν ένα τραπέζι μεγάλο με παλαιά σανίδια και οι άνθρωποι ήταν όρθιοι και περίμεναν να γίνει η προσευχή. Από την άλλη πλευρά ήταν ένα άλλο τραπέζι, το ίδιο μεγάλο, με καινούρια σανίδια και ο κόσμος σε στάση προσευχής. ΄Αρχισε κάποιος να λέει την προσευχή και όταν ήρθε η ώρα να ευλογηθεί η τράπεζα, βλέπω τον Χριστό επάνω από την τράπεζα, που ήταν με τα παλαιά σανίδια, να την ευλογεί. Μόλις την ευλόγησε, φεύγει αμέσως και πηγαίνει στην άλλη τράπεζα απέναντι, με τα καινούρια σανίδια, και ευλόγησε και εκείνη. Όπως ευλόγησε τη μία, ευλόγησε και την άλλη. Αυτό το όνειρο είδα απόψε».
Ο Γέροντας της είπε: «Το κατάλαβες αυτό που σου έδειξε ο Θεός;».
«Ναι, πάτερ Σίμων», είπε η κυρία, «το παλαιό και το νέο είναι τα ίδια, δεν έχουν καμία διαφορά».
«Τώρα, τι θα κάνεις», της είπε ο Γέροντας. (**)
«Δεν θα φύγω από κοντά σου, είπε, θα είμαι μαζί σου».
(Β – 141 / 142).
                                      
-         Όταν έβλεπε ο Γέροντας ότι εμείς οι μοναχοί, διηγείται ο π. Ζωσιμάς, καταπιανόμαστε με πολλές δουλειές και ξεχνούσαμε τα καθήκοντά μας, μας βοηθούσε με πολλούς τρόπους να καταλάβουμε πως πάνω απ’ όλα είναι η υπακοή. Κάποτε, παραδείγματος χάριν, δουλεύαμε με τους μαστόρους εμείς οι μοναχοί στην οικοδομή και σε κάθε δουλειά που χτιζόταν, λέγαμε και εμείς την γνώμη μας, πώς πρέπει να γίνει. Πολλές φορές διαφωνούσαμε με τους μαστόρους και γινόταν μία σύγχυση. Στενοχωριόμασταν και αυτό ήταν σατανικό. Μια ημέρα το εξομολογήθηκα στον Γέροντα και με μάλωσε, να μη μιλώ και να προσέχω να κάνω ό,τι μου λένε αυτοί.
΄Ερχεται το πρωί ο Γέροντας εκεί που δουλεύαμε εμείς οι μοναχοί με τους μαστόρους και μας είπε: «Ακούστε, παιδιά μου. Εγώ κάνω προσευχή στον Θεό, να φωτίζει τους μαστόρους για να γίνεται το έργο όπως πρέπει. Γι’ αυτό οφείλετε εσείς οι μοναχοί να υπακούετε σε αυτούς και να μη λέτε τη γνώμη σας, ούτε να επιμένετε. ΄Ο,τι σας λένε οι μαστόροι, αυτό θα κάνετε».

Ο Γέροντας, συνεχίζει ο π. Ζωσιμάς, με διόρθωνε σε όλα, ακόμη και στις φορεσιές, στα ράσα. Μου έλεγε: «Παιδί μου, πρέπει να είσαι καθαρός, να πλένεσαι τακτικά, να κόβεις τα νύχια σου μέχρι το κρέας. Το Μοναστήρι μας εδώ είναι προσκύνημα, είμαστε κοντά στην πόλη και έρχονται εδώ άνθρωποι όλων των τάξεων. Γι’ αυτό χρειάζεται να έχομε καινούρια ράσα για τις Κυριακές, μία ξεχωριστή φορεσιά για τις μεγάλες γιορτές, και άλλα για τις καθημερινές».

Επίσης, με έψαχνε στην τσέπη, στο ζωστικό, που έβαζα τους στυλούς, για να φαίνομαι ότι είμαι σπουδαίος. Ο Γέροντας το καταλάβαινε και μου έβγαζε τον ένα, «δεν χρειάζεται ο δεύτερος», έλεγε.

Με διόρθωνε, να είμαι ταπεινός, να έχω ένα στυλό. Επίσης, ό,τι άλλο περιττό είχαμε, μας το αφαιρούσε, άφηνε μόνο τα απαραίτητα.

Θυμάμαι στις αρχές, ως δόκιμος που ήμουν, είχα ένα καθρεπτάκι στην τσέπη μου. Βάζει το χέρι του, μου το παίρνει και μου λέει: «Βάλτο αυτό πάνω στο ντουλάπι, γύρισέ το ανάποδα, άφησέ το εκεί και μη το ξαναπειράξεις. Δεν σου χρειάζεται. (Β – 142 / 143 / 144).          
                                         
-         Διηγείται ο πατήρ Ζωσιμάς ότι ο Γέροντας του έλεγε πως η καθαρή εξομολόγηση κάνει τον άνθρωπο υγιή, να μην έχει τίποτα. ΄Οσες αρρώστιες και αν έχει, μόλις ο ιερέας, μετά από την εξομολόγηση, του διαβάσει την ευχή με το πετραχήλι, τον βλέπεις να αστράφτει σαν τον ήλιο. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λέμε στον πνευματικό να μας διαβάσει απλώς μία ευχή, για να κοινωνήσουμε. Δεν πρέπει να μας αναπαύει αυτό, είναι λάθος. Πρέπει πρώτα να εξομολογηθούμε, για να καθαριστούμε και μετά να μας βάλει ο πνευματικός το πετραχήλι στο κεφάλι μας, για να γίνει ολόκληρο το μυστήριο, διότι το πετραχήλι παίρνει όλες τις αμαρτίες μας.

«Πάτερ Ζωσιμά», έλεγε ο Γέροντας, «πρέπει να ξέρεις πως, με την καθαρή εξομολόγηση, ο άνθρωπος αστράφτει σαν τον ήλιο. Διότι η εξομολόγηση είναι ένα από τα επτά μυστήρια της Εκκλησίας μας και παίρνει όλη τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Αυτό το είδα να γίνεται σε επτά άτομα σε όλη μου τη ζωή. Αφού τους διάβασα την ευχή, μετά δεν μπορούσα να τους κοιτάξω, έλαμπαν σαν τον ήλιο. (Β – 144).
                                                   
-         Για τον Μεγάλο Αγιασμό ρώτησε μία κυρία: Γέροντα, τι θα κάνουμε με τον αγιασμό που έχουμε στο σπίτι;
Και ο Γέροντας της είπε:
«Για να μη σου πω, ότι πρέπει να κάνεις Λειτουργία και να σηκώσεις τον αγιασμό, να τον φέρεις εδώ πέρα. Θα τον φέρεις εδώ, να τον ρίξω στο χωνευτήρι». Και έτσι έγινε. Η κυρία σηκώθηκε και τον πήγε στον Γέροντα. (Β – 275 / 276).

-         Ο Γέροντας έλεγε σε μια διδαχή του:
«Εκείνο που κάνει αξιοθαύμαστο έναν άνθρωπο, είναι η γλυκύτης και η καλωσύνη πάντοτε, αλλά περισσότερο σε περιστάσεις υποδείξεων και ελέγχου. Διότι είναι πολύ σημαντικό πράγμα, να ξέρει να ελέγξει κανένας. Μόνον όποιος μιλάει με γλυκό και πράο τρόπο – προ πάντων σήμερα -, μπορεί να οδηγήσει τον άλλον σε συναίσθηση και μετάνοια. Και, τι πιο ωραίο να υβρίζεσαι, και εσύ να μιλάς με γλυκό τρόπο;».(Β-295)

- Είπε ο Γέροντας:
«Εάν κάνεις το θέλημά σου, δεν λέγεσαι μοναχός». (Γ – 18).

-         Ο Γέροντας, τόσο πολύ δεν τον υπολόγιζε τον σατανά, ώστε έλεγε και στον πατέρα Ζωσιμά να του λέει, όταν είχε κακούς λογισμούς:
«Κουταβάκι, τι γαυγίζεις;». (Γ – 19).
                                    
-         Ένα βράδυ ο Γέροντας είπε στον π. Ζωσιμά: «Ζωσιμά, έχω πολλά πνευματικά παιδιά μαζί μου, αλλά στο τέλος, λίγοι θα μείνουν. Εσύ θα με ομολογήσεις, εσύ θα μου γράψεις». (Γ – 19).

- Ο Γέροντας είπε σε μια κυρία:
«Να μην αγαπάς πάρα πολύ ποτέ κανέναν άνθρωπο, ούτε ζώο, ούτε αντικείμενο, διότι γίνεται κατόπιν πόλεμος από τον πειρασμό και μας φεύγει αυτή η υπερβολική αγάπη και ψυχραινόμαστε. Σε όλα πρέπει να βάζουμε μέτρο». (Γ-21/22).

-         Μια μέρα ο Γέροντας στο μοναστήρι έδωσε πολλά λεφτά στον πατέρα Ζωσιμά, να τα φυλάξει. Όταν ο π. Ζωσιμάς τα είδε, τα έχασε. Δεν ήξερε τι να τα κάνει. Στο τέλος είπε:
«Γέροντα, θα σκάψω μέσα στο ντουλάπι, εδώ στο κελί σου, και θα τα κρύψω στο χώμα».
Και ο Γέροντας του είπε:
«Τότε, εάν κάνεις αυτό, θα είσαι αιρετικός».
Στο τέλος η λύση βρέθηκε και ο π. Ζωσιμάς κατάλαβε ότι ο Γέροντας, που παρακολουθούσε τον π. Ζωσιμά, τι θα τα κάνει τα λεφτά, πού θα τα βάλει, ήθελε να τον διδάξει, να μη σκέπτεται καθόλου τα χρήματα. Πάνω απ’ όλα είναι η Βασιλεία του Θεού.
΄Υστερα από αυτά και από ένα παραβολικό όραμα, ο π. Ζωσιμάς, με τη βοήθεια του Γέροντα, ξεπέρασε το πάθος της φιλαργυρίας, και με χαρά έδινε χρήματα, όποτε και όπου ο Γέροντας του έλεγε να δώσει. (Γ – 23 / 24).

-         Ο Γέροντας γύμναζε τον π. Ζωσιμά και πολλές φορές του έλεγε:
«Ζωσιμά, ό,τι έχω, το έχω δυνάμει της πίστεως! Και συ να μη φοβάσαι. Στις δύσκολες στιγμές να τα αφήνεις όλα στο Χριστό». (Γ – 24 / 25).
                                        
-         Μία ημέρα ο π. Ζωσιμάς ρώτησε τον Γέροντα, αν την ώρα της Λειτουργίας, στο «Τα Σα εκ των Σων», έβλεπε το ΄Αγιο Πνεύμα επάνω από το Ποτήριο, που είναι στην Αγία Τράπεζα, να μεταβάλλει τα Τίμια Δώρα σε Σώμα και Αίμα Χριστού.
Ο Γέροντας τότε του είπε:
«Λειτουργώ πενήντα πέντε χρόνια. Σ’ όλες μου τις Λειτουργίες το βλέπω!». (Γ – 25).
                                          
-         Ο π. Ζωσιμάς, όταν ήταν δόκιμος μοναχός, δεν χόρταινε να διαβάζει ωραίες προσευχές από τη «Μίμηση του Χριστού» και από άλλα βιβλία. Συναρπαζόταν και ήταν όλο χαρά. Μια ημέρα τον είδε ο Γέροντας, εκεί που διάβαζε, και του είπε:
«Παιδί μου, δεν είναι αυτά για σένα. Να προσεύχεσαι , όπως αισθάνεσαι, με δικά σου λόγια, απλά». (Γ – 25

-         Είπε ο Γέροντας:
«Παιδί μου, να δώσεις τα νιάτα σου στην άσκηση. Να μη μάθεις στην τροφή και στη μαλθακότητα, γιατί όταν περάσουν τα χρόνια σου, δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα. Θα είναι αργά να είσαι στην υπακοή, στον Γέροντά σου. Να μιλάς σε όλους με ευγενικό τρόπο και να προσέχεις να τρως, μόνο όταν έλθει η ώρα».
Και πάλι έλεγε:
«Εάν νηστεύεις κάθε μέρα το λάδι, μπορείς να κοινωνάς κάθε μέρα». (Γ – 26 / 27).
                                     
-         Μια μέρα έφτασε ένα πούλμαν στο μοναστήρι, με 50 άτομα. Ο Γέροντας είπε στον π. Ζωσιμά να τους δώσει να φάνε. Ο π. Ζωσιμάς ετοίμασε την Τράπεζα και είδε πως δεν υπήρχε ψωμί, παρά μόνο ένα καρβέλι. Τι να κάνει; Το πήρε και το πήγε στον Γέροντα και είπε: «Γέροντα, δεν έχουμε ψωμί, μόνο αυτό το καρβέλι υπάρχει». Και ο Γέροντας είπε: «Φερ’το εδώ». Το έδωσε, το ευλόγησε και είπε: «Μη φοβάσαι, και κοψ’το στο καλάθι. Θα φτάσει να φάνε όλοι και θα περισσέψει».

Το πήρε και άρχισε να κόβει. ΄Εκοβε, έκοβε ψωμί και δεν τελείωνε το καρβέλι! ΄Εφαγε όλο το πούλμαν και περίσσευσαν πολλά κομμάτια ψωμί. Το είπε αυτό το θαύμα στον Γέροντα και εκείνος του είπε: «Εσύ να πιστεύεις και θα δεις και μεγαλύτερα θαύματα». (Γ – 27).
                                          
-         Κάποτε ο Γέροντας είπε στον π. Ζωσιμά, πως το μάτι της ψυχής είναι στο μέτωπο, και βλέπει μ’ αυτό όλο τον κόσμο. Ο π. Ζωσιμάς παρακάλεσε τον Γέροντα, να δει το μάτι της ψυχής, πως είναι. Ο Γέροντας του είπε: «Θα το δεις το βράδυ». Ο π. Ζωσιμάς είδε στον ύπνο του τον Γέροντα και στο μέτωπό του να είναι ένα άσπρο πράγμα πολύ φωτεινό, σαν ένα χαρτί της τράπουλας και είπε μέσα του: «Αυτό είναι το μάτι της ψυχής. Με αυτό βλέπει όλο τον κόσμο». (Γ – 31).

-         Κάποιος χτίστης εξομολογήθηκε στον π. Σίμωνα και του είπε για θησαυρό χιλιάδων λιρών, που ήξερε πού ήταν θαμένος, και ρώτησε τον Γέροντα, εάν ήταν ευλογημένο να πάει να τον πάρει. Ο Γέροντας του απάντησε; « Όχι, παιδί μου, μη τον πάρεις. Θα χάσεις την ψυχή σου, εσύ και πολλοί άλλοι». Αυτός έκανε υπακοή και δεν τα πήρε και σε λίγες μέρες σκοτώθηκε σε ατύχημα. (Γ- 31)
                                          
-         Όταν ζούσε ο Γέροντας, στο μοναστήρι, είπε μία μέρα: «Ζωσιμά, θα έχεις αρρώστιες στη ζωή σου, αλλά να μη φοβάσαι. Είναι για καλό σ’ ένα μοναχό να έχει δοκιμασίες, για να αγωνίζεται».(Γ-33)
                                       
-         Την εποχή που είχε ξεσπάσει το σκάνδαλο με τη ραδιενέργεια του Τσερνομπίλ, οι βερικοκιές στο περιβόλι του μοναστηριού του Γέροντα ήταν φορτωμένες βερίκοκα, αλλά κανένας δεν ζύγωνε να τα κόψει, από το φόβο της ραδιενέργειας.
Όταν ο Γέροντας το έμαθε αυτό από τον πατέρα Ζωσιμά, που τον επισκέφθηκε άρρωστο στο σπίτι του ανηψιού του, αναστέναξε και είπε: «Πήγαινε, παιδί μου, στο μοναστήρι, πάρε ένα καλάθι από εδώ, γέμισέ το βερίκοκα, σταύρωσέ τα και με την εντολή μου φάε όσα θέλεις, και δεν παθαίνεις τίποτα. Φέρε κάτω να φάω και εγώ. Αυτή είναι η δύναμη του Σταυρού! Ότι σταυρώνουμε, αγιάζεται. Εμείς οι χριστιανοί δεν πρέπει να έχουμε φόβο σ’ αυτά τα πράγματα. Ο Χριστός μας άφησε ισχυρά όπλα. Εάν προσέξουμε και τα κάνουμε καλή χρήση, το σημείο του σταυρού αγιάζει και καθαρίζει και φεύγει ο κίνδυνος. Εκείνος που πιστεύει, δεν πρέπει να φοβάται, ό,τιδήποτε και να είναι….». (Γ – 39). (***)
                                                 
-         Ο Γέροντας έλεγε: «΄Οσα λέγω στους εξομολογουμένους, μη νομίζετε ότι τα βγάζω από την κοιλιά μου, αλλά παρακαλώ τον Κύριο να με φωτίσει, για να πω εκείνα, τα οποία χρειάζεται ο εξομολογούμενος προς σωτηρία του». Ο Γέροντας αγαπούσε πολύ τους εξομολογούμενους. Συνέπασχε. Όταν συμβούλευε να νηστεύουν για τα διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζαν, νήστευε και ο ίδιος μαζί τους. (Γ – 46).

-         Κάποτε, ο π. Ζωσιμάς ρώτησε τον Γέροντα: «Πώς συμβαίνει, Γέροντα, να έρχεται τόσος κόσμος για εξομολόγηση, παρ’ όλο ότι υπάρχει μία απόσταση, είναι τα λατομεία, δεν υπάρχει καλός δρόμος και πολλά άλλα εμπόδια;»
Η απάντησή του ήταν:
«Είναι, παιδί μου, ο έλεγχος της συνειδήσεως. Δεν μπορεί να ησυχάσει ο άνθρωπος, εάν δεν εξομολογηθεί. Και, όταν βρούν τον πνευματικό πατέρα, πηγαίνουν, για να φύγει το βάρος».
Επίσης, έλεγε, ότι πολλοί άνθρωποι έρχονται να εξομολογηθούν, αλλά λίγοι λαμβάνουν τη Χάρη. (Γ – 47).

       - Η δίψα του μακαριστού Γέροντος για τη μελέτη του λόγου του      Θεού, και μάλιστα του Ιερού Χρυσοστόμου, ήταν παροιμιώδης. Τόνιζε συνεχώς το χρυσοστομικό: «Η των Γραφών ανάγνωσις, των ουρανών υπάνοιξις εστί».
΄Ελεγε ότι τα νοήματα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι απλά και καθαρά, και μας οδηγούν κατ’ ευθείαν στη Βασιλεία των Ουρανών. Μοιάζουν με την οδό Πατησίων. Όπως η Πατησίων, έλεγε, μας οδηγεί κατ’ ευθείαν στην Ακρόπολη, έτσι, μελετώντας τον Ιερό Χρυσόστομο, οδηγείσαι στη Βασιλεία των Ουρανών.
Προτιμούσε πάντοτε το πρωτότυπο, το οποίο και εχαίρετο και κατανοούσε με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος.
Ο Γέροντας είχε αποκτήσει μεγάλη θεολογική κατάρτιση και δεν είχε δυσκολίες να συζητεί με οποιονδήποτε θεολόγο, ακόμη και με τους μεγάλους και κορυφαίους.
Ο μακαριστός Γέροντας είχε πολλές αρετές. ΄Ηταν διδακτικός, ευκαίρως – ακαίρως. Φιλόξενος, όσο λίγοι. Σαν τον Αβραάμ. Νηστευτής, σαν τους μεγάλους ασκητές. Διακριτικός και, προ πάντων, υπάκουος στην προϊσταμένη του Αρχή. (Γ – 48 /49).

-         Κάποτε, ένα πνευματικοπαίδι του Γέροντα, πήγε να πάρει την ευχή του και να του αναφέρει ότι επρόκειτο να καταφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον στελεχών της υπηρεσίας που εργαζόταν, διότι σχεδίαζαν να «κουκουλώσουν» οικονομικές ατασθαλίες, τις οποίες είχε αποκαλύψει ο εν λόγω και προς τον οποίο ο Γέροντας είπε:
«Όχι, παιδί μου, όχι. Εμείς οι Χριστιανοί δεν πάμε στα δικαστήρια. Δικαστής είναι ο Κύριος. Εάν δεχθείς την αδικία χωρίς γογγυσμό, θα έχεις μεγάλο μισθό στον ουρανό, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες».
Ο αδικημένος υπάλληλος έκανε υπακοή στον Γέροντα και δεν προχώρησε σε καμία δικαστική ενέργεια. (Γ – 90).

-         Μια μέρα ένα ανδρόγυνο μπήκε στο κελλάκι του Γέροντα, έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας, και του ζήτησε να προσευχηθεί στο Θεό για το παιδί τους, που ήταν στρατιώτης και είχε τάσεις αυτοκτονίας. Ο Γέροντας τους είπε τα ακόλουθα:
«Πώς το παιδί σας να μην έχει τάσεις αυτοκτονίας, τη στιγμή που εσείς, οι γονείς, δεν έχετε μπει μέχρι τώρα μέσα σε εκκλησία; Ούτε ξέρετε, τι θα πει νηστεία, και ειδικά Τετάρτη και Παρασκευή, και στο σπίτι σας δεν έχετε ανάψει ποτέ καντηλάκι;».
Οι γονείς τα χάσανε και είπαν: «Ναι, πατέρα Σίμωνα, αυτή είναι η αλήθεια, όπως ακριβώς τα είπατε. Ούτε καντηλάκι ανάβουμε στο σπίτι μας». Και κλαίγανε οι δύο μετανοημένοι. Ο Γέροντας τους έδωσε τότε σχετικές οδηγίες για εξομολόγηση με ειλικρινή μετάνοια, εκκλησιασμό, νηστεία και λοιπά χριστιανικά καθήκοντα και πρόσθεσε:
«Το παιδί σας σύντομα θα απαλλαγεί από αυτές τις δαιμονικές σκέψεις αυτοκτονίας και θα ομολογήσει τον Κύριό μας».
Το ζευγάρι υποσχέθηκε υπακοή. (Γ – 154).

-         Μια άλλη κυρία γράφει, ότι έκανε υπακοή σε ό,τι της έλεγε ο Γέροντας, και όλα πηγαίνανε καλά. ΄Ακουγε και από άλλους ανθρώπους για πολλά θαύματα που γίνονταν, αλλά ο Γέροντας δεν άφηνε να τα λένε και να τα συζητάνε. Τους μάλωνε, δεν ήθελε να τα λένε. ΄Ηταν πολύ ταπεινός. ΄Ελεγε:
«΄Οσο ζω εγώ, δεν θέλω να λέτε τίποτα. Όταν φύγω από εδώ, τότε κάντε ό,τι θέλετε». (Γ – 187).
                                           
-         Μια κυρία διηγείται: «Θυμάμαι, μια φορά είχε έρθει πολύς κόσμος στην εκκλησία και τηγανίζαμε ψάρια. Εκείνη τη στιγμή είπα στον Μοναχό που ήταν δίπλα μου: «Πάτερ, είναι πολύ λίγα τα ψάρια για τόσο κόσμο που έχουμε, και δεν θα φτάσουνε». Και εκείνος μου απάντησε: «Κυρία Χαρίκλεια, μην ανησυχείς. Τόσα είπε ο Γέροντας να πάρουμε. Θα τα ευλογήσει εκείνος και θα φτάσουνε».
΄Ηρθε η ώρα, στρώσαμε την τραπεζαρία, ήταν όλα έτοιμα και κάθισε όλος ο κόσμος για φαγητό. ΄Οσοι ερχόντουσαν όλη την ημέρα, έτρωγαν και αυτοί. Πήγαμε να καθαρίσουμε τα τραπέζια και είδαμε ένα ταψί γεμάτο ψάρια. ΄Εμεινα με το στόμα ανοιχτό και μου λέει ο πατέρας: «Βλέπεις, κυρία Χαρίκλεια, πόσα ψάρια μείνανε;» Και του λέω: «Το βλέπω. Αυτό είναι μεγάλο θαύμα! Ο πατέρας Σίμων είναι άγιος!».
(Γ – 196).

-         Μια κυρία, πνευματικό παιδί του Γέροντα, εξομολογήθηκε τον λογισμό στον πατέρα Σίμωνα, διότι ένοιωθε κάποια αναστάτωση, τι να ακολουθήσει, δεδομένου ότι ο σύζυγός της και η οικογένειά του ανήκαν στην τάξη του Παλαιού Ημερολογίου, ενώ η ίδια ακολουθούσε το Νέο.
Ο Γέροντας της είπε ν’ ακολουθήσει τον άνδρα της, για να μην έχουν διχόνοια στο σπίτι της. (Γ – 209).

-         Όταν ο Γέροντας Σίμων, στα τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής του (ήταν τυφλός), ετοίμαζε την Θεία Κοινωνία, κάποιος χριστιανός έβλεπε το κρασί στο ΄Αγιο Ποτήριο να ξεχειλίζει και παρά ταύτα να μη χύνεται, αλλά να παραμένει «όρθιο» πάνω από το στόμιο του Αγίου Ποτηρίου. (Γ – 229).

 - Μεγαλυνάρια για τον Γέροντα. (Γ – 261 / 262 / 263).

-         Φωτογραφικό υλικό από την ζωή του Γέροντα. (Γ – 264 έως 277).

-         Είπε ο Γέροντας:
«Μοναχός που έχει δοκιμασία και δεν τη σηκώνει, χάνει πολλά». (Δ -16).
                                   
- Ο Γέροντας Σίμωνας, διηγείται ο μοναχός Ξένος, ο οποίος γνώριζε τον Γέροντα από τότε που τον είχε επισκεφθεί, ως λαϊκός ακόμα, στην Αγία Βαρβάρα, στη Λυκόβρυση, για να εξομολογηθεί, δεν διέθετε την παιδεία του κόσμου. Είχε όμως την κατά Θεόν, που είναι η βαθειά ευλάβεια. Αυτή τον βοηθούσε να έχει πολλή διάκριση, πράγμα το οποίο είναι ίδιον των πεπαιδευμένων ανθρώπων. ΄Αφηνε κάθε τύπο στην άκρη, για να αναπαύσει τον άνθρωπο. 
          Μοσχάρι ολόκληρο παρέθετε ο Γέροντας στην Τράπεζα του              Αγίου Παντελεήμονα, για να ευφράνει τους προσκυνητές, γράφει ο μοναχός Ξένος, ο οποίος είπε στον Γέροντα: «Μα, Γέροντα, τα  μοναχικά τυπικά λέγουν όχι κρέας».
Και ο Γέροντας του είπε:
«Ναι, παιδί μου, αλλά αυτή τη μέρα ας δώσουμε τα πάντα τοις πάσι!».
«Μα, Γέροντα, οι μοναχοί έχουν αποκάμει από την φιλοξενία», αντέτεινε, πάλι, ο μοναχός Ξένος, για να λάβει την απάντηση:
«Ας δώσουμε, παιδί μου, τα πάντα για τη σωτηρία του κόσμου. Ο Χριστός έδωσε τον Εαυτό Του, εμείς ούτε ψωμί να μην τους δώσουμε; Πάνω απ’ όλα αγαπήσατε την σωτηρία του κόσμου». Και ποτέ δεν μετρούσε ο Γέροντας, πόσοι ωφελούνται απ’ αυτές τις μακρές και μεγάλες θυσίες του. Ας πέφτει ο σπόρος και ο Θεός ας αυξάνει τα πνευματικά μας γεννήματα στη Βασιλεία Του. ΄Αλλωστε, συνεχίζει τη μαρτυρία του ο μοναχός Ξένος, και το Μοναστήρι που έστησε στα βράχια της Πεντέλης, δεν το έκανε για τόπο άσκησης, όσο για αναπαυτήριο των κουρασμένων ψυχών, όπως ο ίδιος ο Γέροντας του εμπιστεύθηκε στο Νοσοκομείο Κληρικών Ελλάδος, όταν ο π. Ξένος τον επισκέφθηκε εκεί. (Δ – 24 /25).

-         Ο ίδιος ως άνω μοναχός Ξένος, σ’ ένα άλλο σημείο της μαρτυρίας του, γράφει:
«Αν θέλουμε να παριστάνουμε τον Γέροντα Σίμωνα, πρέπει να τον παρουσιάζουμε με το επιτραχήλιο. Αυτή είναι η πιο εκφραστική και αληθινή του πατέρα Σίμωνα παρουσίαση. Ο Γέροντας όλους με το πετραχήλι τους περίμενε. Να τους αναπαύσει. Να τους ξεκουράσει. Και, χωρίς να το καλοσκεφτείς, γονάτιζες μπροστά του. Το επιτραχήλι είναι ο μεγαλύτερος φύλακας του πνευματικού και του εξομολογουμένου η αληθινή «κατάπαυσις» των παθών. Αν δεις πνευματικό χωρίς πετραχήλι, μην πλησιάσεις για εξομολόγηση». (Δ – 24).
                                  
-         Ο Γέροντας έλεγε, ό,τι πίνουμε ή τρώμε να το κάνουμε πρώτα «στριφτό», εννοώντας να το σταυρώνουμε, γιατί την εποχή μας όλα τα τρόφιμα είναι γεμάτα ορμόνες και φυτοφάρμακα. ΄Ετσι, με το «στριφτό», δεν θα έχουμε πρόβλημα. (Δ – 38).

-         ΄Ελεγε κάποιος, ότι ο π. Σίμωνας ήταν πνευματικός του και, όταν αγόρασε το πρώτο του αυτοκίνητο, πήγε στον παππούλη να του κάνει αγιασμό. Ο Γέροντας του είπε:
«Παιδί μου, το αυτοκίνητο να το έχεις κατ’ οίκον εκκλησία, δηλαδή, όταν παίρνεις ανθρώπους, να τους πηγαίνεις εκεί ακριβώς που μένουν, ούτε πιο πάνω, ούτε πιο κάτω. Και μέσα στο αυτοκίνητο να λέτε ωφέλιμα πράγματα». (Δ – 97).

 - Μια κυρία τον ρώτησε: «Γέροντα, να λέμε στο εγγονάκι μου την αλήθεια για κάποιο οικογενειακό πρόβλημα που έχουμε;».
Ο Γέροντας της απήντησε:
«Ναι, παιδί μου, την αλήθεια να του λέτε, όσο μικρό και αν είναι». (Ε – 86).


Συνεχίζεται...
yiorgosthalassis.blogspot.com

Μέρος Πρώτο