Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2012

Σώθηκε μόνον η θλιμμένη Παναγία

Δέσποζε στον έβδομο λόφο της Κωνσταντινούπολης, κοντά στη Χρυσή Πύλη. Στα «σπλάγχνα» της έκρυβε την κεφαλή του Ιωάννη του Βαπτιστή. Από τα κελιά της βγήκαν τρεις Πατριάρχες και σε αυτά αποσύρθηκαν τρεις αυτοκράτορες. Τα χειρόγραφα που βγήκαν από τα χέρια των αντιγραφέων της ήταν περιζήτητα στις βιβλιοθήκες Ανατολής και Δύσης. Και τα περίτεχνα ψηφιδωτά της εντυπωσίαζαν τους επισκέπτες της. Μία ευγενική και θλιμμένη Παναγία είναι «η μοναδική που σώζεται από τα άλλοτε λαμπρά εντοίχια ψηφιδωτά της περίφημης Μονής Στουδίου», εξηγεί  η βυζαντινολόγος, επιμελήτρια του Μουσείου Μπενάκη, δρ Αναστασία Δρανδάκη. Και από το Μουσείο Μπενάκη, όπου βρίσκεται εκτεθειμένη, μπορεί να μας «μιλήσει» για τη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου «του Στουδίου», που βρισκόταν μέσα από τα τείχη του Θεοδοσίου, στη συνοικία Ψαμαθιά, που σήμερα ονομάζεται Σαμάτια.
Τυλιγμένη στο μαφόριό της, η Παναγία πήρε τη θέση της σε μια σύνθεση
Δέησης (ή Υπαπαντής) στα τέλη του 10ου ή στις αρχές του 11ου αι. Και έτσι δεν είδε περί το 450 τον συγκλητικό Στούδιο να ιδρύει τη μονή - που σήμερα είναι η αρχαιότερη σωζόμενη εκκλησία μέσα στην Κωνσταντινούπολη - με σκοπό να φιλοξενήσει την κεφαλή του Ιωάννη του Βαπτιστή, η οποία είχε ανακαλυφθεί στην Εμεσα το 453.
Η κάρα δεν αποκτήθηκε τελικά και το μοναστήρι παραχωρήθηκε στους Ακοίμητους μοναχούς, σε εκείνους που προσεύχονταν από το πρωί έως το βράδυ χωρίς διακοπή. Ο χρόνος άφησε πάνω της σημάδια παρακμής. Μέχρι που τέσσερις αιώνες αργότερα, το 798, τα ηνία της ανέλαβε ο φωτισμένος Θεόδωρος, ο οποίος όχι μόνο έδωσε νέα πνοή στο μοναστήρι, που έφτασε να μετρά έως και 700 μοναχούς και να γίνει ένα από τα πολυπληθέστερα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και το ανέδειξε σε πνευματικό κέντρο ολόκληρης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Στα χρόνια του Θεοδώρου η μονή πλούτισε την εκκλησιαστική υμνολογία με νέους ύμνους και το τυπικό της αποτέλεσε πρότυπο όχι μόνο για τα μοναστήρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και της Ρωσίας. Ο ηγούμενος δε, αν και κλήθηκε από την αυτοκράτειρα Ειρήνη να αναλάβει την παρηκμασμένη μονή, έδωσε μάχες υπέρ της ανεξαρτησίας των μοναστηριών από την αυτοκρατορική εξουσία και υπέρ των εικόνων κατά την Εικονομαχία, με αποτέλεσμα να εξοριστεί δύο φορές.
Την εποχή που η καλοκαμωμένη ψηφιδωτή Παναγία παίρνει τη θέση της στην τρίκλιτη βασιλική - σήμερα σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση - η μονή έκανε στροφή και άρχισε να υποστηρίζει το παλάτι. Οι υποχωρήσεις της όμως είχαν όρια. Και όταν οι Φράγκοι επέβαλαν τους όρους τους για να συνεχίσει τη λειτουργία της, οι μοναχοί αρνήθηκαν και το ιστορικό μοναστήρι εγκαταλείφθηκε.
Η Παναγία όμως, που είχε φιλοτεχνηθεί με ροδόχρωμες μαρμάρινες ψηφίδες και το χρυσοπράσινο φωτοστέφανο, δεν έμεινε μόνη για πολύ. Το 1294 το μοναστήρι επαναλειτούργησε έως την Αλωση της Κωνσταντινούπολης, ενώ εν τω μεταξύ κατάφερε να κερδίσει εκ νέου τη χαμένη του αίγλη.
Διόλου παράλογο, αν σκεφτεί κάποιος ότι ήταν πόλος έλξης τόσο για τους πιστούς, καθώς αποτελούσε χώρο φύλαξης ιερών λειψάνων, όπως η κεφαλή του Ιωάννη Βαπτιστή - η οποία περιήλθε τελικά στη μονή τον 10ο αιώνα - και τα οστά του προφήτη Ζαχαρία, όσο και για τους λογίους της εποχής, καθώς στην πλούσια βιβλιοθήκη της μπορούσε να βρει κάποιος σπάνια έγγραφα, χειρόγραφα και επιστολές.
Η στέγη της Παναγίας, όπως άλλωστε και οι περισσότερες εκκλησίες, μετατράπηκε σε τζαμί από τον ιπποκόμο του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β', και για τον λόγο αυτόν έμεινε γνωστό ως «τζαμί του ιπποτρόφου», ενώ έως σήμερα έχει πέσει δύο φορές θύμα πυρκαγιάς (1782,1920) και μία φορά θύμα σεισμού (1894).
 Η τέχνη του ψηφιδωτού στην Κωνσταντινούπολη άνθησε από τον 11ο έως τον 13ο αιώνα, καθώς τα ψηφιδωτά έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση υπερβατικής ατμόσφαιρας στους χριστιανικούς ναούς.
- To σπάραγμα του ψηφιδωτού από τη Μονή Στουδίου αγοράστηκε με πρωτοβουλία του πρώτου διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, του κωνσταντινουπολίτη αρχαιολόγου Θεόδωρου Μακρίδη.
Πηγή: Μαίρη Αδαμοπούλου, Εφημερίδα  Τα Νέα