Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

«ΟΙ ΓΚΟΥΡΟΥ, Ο ΝΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑ'Ι'ΣΙΟΣ»


Θυμάμαι, ότι πήρα με ενθουσιασμό και λαχτάρα να διαβάσω το βίο του π. Αρσενίου του Καππαδόκου, όταν έμαθα ότι το βιβλίο το έγραψε ο γέροντας Πα'ί'σιος. Έτσι, κλείστηκα μόνος μου σε ένα κελλί της Ι. Μονής Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, που είναι και το πλησιέστερο μοναστήρι στο κελλί του γέροντα, και ρουφήχθηκα μέσα στο βιβλίο.

Διάβαζα και εντυπωσιαζόμουν. σκεφτόμουν. Ενώ είχα προηγουμένως διαβάσει διάφορα ινδουιστικά βιβλία για τη ζωή κάποιον μεγάλων γιόγκι, πρώτη φορά διάβαζα για κάποιον Χριστιανό Άγιο. Απορούσα!. Τότε δεν ήμουν σε θέση να ξεχωρίσω την μεγάλη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε έναν ορθόδοξο Άγιο και έναν ινδουιστή γκουρού. Μου φαινόταν το ίδιο.

Συνέχιζα το διάβασμα και εντυπωσιαζόμουν όλο και περισσότερο από την αγία ζωή του π. Αρσενίου! Ξαφνικά άρχισα να ακούω κρότους μέσα στο δωμάτιο. Σαν να έσκαγαν μικρά δυναμιτάκια στον αέρα του δωματίου. Πετάχτηκα έκπληκτος και κοίταζα με ανησυχία και απορία γύρω μου. Δεν μπορούσα να εντοπίσω τίποτα. Συνέχισαν να σκάνε, να δημιουργούνται κρότοι στον αέρα από το τίποτα μπροστά στο πρόσωπο μου, δίπλα στο αυτί μου, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά. Μέρα μεσημέρι. Κοιτούσα σαν χαζός γύρω μου. Ανήσυχος. Φοβισμένος

Έφυγα από το δωμάτιο και πήρα το μονοπάτι για το κελλί του γέροντα Πα'ί'σιου.-Γέροντα, το και το μου συνέβη του είπα ανήσυχος. Γέλασε! -Μη φοβάσαι μου είπε, το ταγκαλάκι =ο δαίμονας ,σε πειράζει! Είδε την ωφέλεια που είχε η ψυχή σου όταν διάβαζες το βιβλίο και προσπάθησε να σε σταματήσει. Μη φοβάσαι, δεν είναι τίποτα. Με  στην αγκαλιά του με σταύρωσε και με έδιωξε ησυχασμένο.

Λες να υπάρχει διάβολος στα αλήθεια!! όπως μου λέει ο γέροντας? Αναρωτιόμουν στο δρόμο. Φυσικά δεν είχα δεχθεί την εξήγηση του γέροντα. Διάβολος ??!! Στον εικοστό αιώνα!!? Δεν το χωρούσε το μυαλό μου, η κουλτούρα μου, η μόρφωσή μου, η κοσμοθεωρία μου, η ιδεολογία μου. Μου φαινόταν πολύ τραβηγμένο. Από την άλλη μεριά, τι ήταν αυτό που έγινε? Αμηχανία...Απορία...Άσε να δούμε παρακάτω, θέλει ψάξιμο το πράγμα, σκέφτηκα.

ΤΑ ΟΥΡΛΙΑΧΤΑ!
Κάποια άλλη φορά, βρισκόμουν πάλι στο Κουτλουμούσι. Μόνος στο δωμάτιο, διάβαζα κάποιο χριστιανικό βιβλίο. Ξαφνικά μου ήρθε η επιθυμία να προσευχηθώ. Ας δοκιμάσω σκέφτηκα, και τον χριστιανικό τρόπο, να δούμε τι διαφορά έχει η προσευχή από τον διαλογισμό. Να το νιώσω στην πράξη. Βέβαια δεν ήξερα πως προσεύχονται. Γνώριζα αρκετά για τον διαλογισμό, αλλά τίποτα για την προσευχή. Θα γονατίσω ,σκέφτηκα, και θα μιλήσω στο Χριστό. Εξάλλου, ο Χριστός είναι καλός! Είτε μεγάλος γιόγκι ήταν, είτε οτιδήποτε άλλο, το σίγουρο ήταν ότι είναι καλός. Δεν έχω να φοβάμαι τίποτα από Αυτόν.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι και γονάτισα. Μόλις ακούμπησα στο πάτωμα τα γόνατα, άκουσα κάτι άγρια ουρλιαχτά έξω από το παράθυρο. Πετάχτηκα φοβισμένος Κοίταξα αμέσως έξω από το παράθυρο. Μεσημέρι, ζέστη, δεν κυκλοφορούσε τίποτα σε μεγάλη απόσταση. Όμως ακόμα άκουγα τα ουρλιαχτά. Τα έχασα! Φοβήθηκα!

Άσε...που πάω να μπλέξω, σκέφτηκα. Σταμάτησα, έφυγε κάθε διάθεση για προσευχή. Μόλις είχα δεχτεί μια απειλή, από κάτι πολύ άγριο και δυνατό. Μήπως ξέρω τι γίνεται?...Βρισκόμουν στο σκοτάδι, να παλεύω στα τυφλά με κάτι άγνωστο. Υποχώρησα σε υπαρξιακούς χώρους που γνώριζα. Ένιωθα ότι πήγα να κάνω ένα μικρό βήμα, μια είσοδο σε έναν πνευματικό χώρο, σε έναν υπαρξιακό χώρο αν προτιμάτε, και κάποιος μου έκλεισε άγρια, κατάμουτρα την πόρτα. Δεν ήμουν καθόλου ευπρόσδεκτος. Όμως με έτρωγε μέσα μου. Τι ήταν αυτό πάλι? Δεν μπορούσα να το αγνοήσω, είχε συμβεί.

Μετά από μέρες, πήγα πάλι στον γέροντα. Γέροντα έτσι και έτσι. Αυτό μου συνέβηκε. Με κοίταξε με πολλή αγάπη. Μου έπιασε το χέρι και κοιτούσε μέσα στα μάτια μου. Ένιωθα την μεγάλη του αγάπη, το μεγάλο του ενδιαφέρον για μένα προσωπικά. Μή φοβάσαι, οι δαίμονες είναι!! πάνε να σε φοβίσουν, να μην πάρεις τον καλό δρόμο! Δεν επιτρέπει ο Θεός να σου κάνουν κακό! Τους έχει δεμένους! Μόνο να φωνάζουν σαν τα σκυλιά μπορούν. Μη φοβάσαι! Κοντά στον γέροντα δεν φοβόμουν. Γενικά δεν φοβόμουν. Ίσως από άγνοια κινδύνου, ίσως από επιπολαιότητα.

Έφυγε, πέρασε το γεγονός...Συμπέρασμα δεν έβγαλα!...Τον γέροντα τον συμπαθούσα πολύ, αλλά τα λόγια του δεν τα πίστευα όλα. Δε χωρούσαν μέσα μου...Βρισκόμουν μετέωρος. Δεν πατούσα πουθενά. Δεν γνώριζα τι να πιστέψω, πως να ερμηνεύσω το γεγονός!...

Ο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ

Βρισκόμουν στην μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους. Ένα πολύ όμορφο, παραθαλάσσιο μοναστήρι, κάμποσες μέρες φιλοξενούμενος Ένα απόγευμα έπιασα κουβέντα με κάποιον σεβάσμιο μοναχό. Ήμασταν μόνοι στη βιβλιοθήκη που υπάρχει στο αρχονταρίκι της μονής. Γέροντα, θέλω να με μάθετε να προσεύχομαι, του είπα κάποια στιγμή. Να προσεύχεσαι? με ρώτησε με απορία. Επηρεασμένος από τα ινδουιστικά, φανταζόμουν ότι θα υπάρχει κάποια ιδιαίτερη μέθοδος, κάποια τεχνική...κάτι σαν τον διαλογισμό.

Ναι γέροντα, τι πρέπει να κάνω για να προσευχηθώ? Τι να πω? πως πρέπει να κάτσω? Κατάλαβε την μεγάλη μου άγνοια, αλλά δεν έδειξε τίποτα. Να, κοίτα να δεις...απλά. Πρέπει να είσαι απλός .Θα κάτσεις ήσυχα σε μια γωνιά και θα μιλήσεις στον Χριστό σαν να ήταν κοντά σου και να σε άκουγε. Είναι μπροστά και σε ακούει...θα τα πεις σαν να μιλούσες σε κάποιον φίλο σου. Καθώς όμως συνέχιζε να μου μιλάει, ένιωσα κάτι κακό, περίεργο, να πέφτει πάνω μου και να με αλλοιώνει ψυχικά. Τον διέκοψα. Γέροντα, τώρα που μου μιλάτε, κάτι περίεργο μου συμβαίνει, κάτι με εμποδίζει. Έχει αλλάξει το μυαλό μου. Σας βλέπω κάπως...διαφορετικά .Με κοίταξε με ανησυχία. Δεν πειράζει παιδί μου, θα τα πούμε αύριο. Πάνε τώρα να ξεκουραστείς...

Είχε βραδιάσει πια. Πήγα στο δωμάτιο μου. Ήμουν μόνος αυτήν την φορά σε ένα μικρό δωμάτιο. Έπεσα να κοιμηθώ .Δεν θα είχα κοιμηθεί πολύ, όταν ξύπνησα ανήσυχος. Κάτι με πλάκωνε στο στήθος Κάποιος είχε μπει μέσα στο δωμάτιο μου και με πίεζε στο στήθος. Άνοιξα τα μάτια φοβισμένος. Δεν έβλεπα τίποτα, παρά μόνο τα έπιπλα. Όμως... ένιωθα την ζωντανή παρουσία που με πίεζε αφόρητα. Χριστέ μου, δεν αντέχω άλλο βγάλε τον έξω από δω, είπα μέσα μου. Αμέσως ένιωσα το δωμάτιο να αδειάζει από αυτή την βαριά παρουσία. Πήγε και στάθηκε έξω από την πόρτα του δωματίου...απειλητικά. Δεν τόλμησα να κοιμηθώ. Πέρασα πολλές ώρες ανήσυχος, με την προσοχή τεταμένη. Κάποιος ήταν έξω από την πόρτα μου συνέχεια! Όταν ξημέρωσε πια, μπόρεσα και κοιμήθηκα λίγο.

Μόλις ξύπνησα, κατέβηκα στην αυλή του μοναστηριού και έπεσα πάνω στον σεβάσμιο μοναχό, που είχαμε την κουβέντα χτες βράδυ για την προσευχή. Φαινόταν πολύ κουρασμένος, ξάγρυπνος. Πώς είσαι σήμερα? είσαι καλά? με ρώτησε γεμάτος αγάπη και ενδιαφέρον. Ναι γέροντα, μου έφυγε. Δεν έχω τίποτα τώρα, Ευχαριστώ, του είπα. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος, είχε κουραστεί για μένα, προσευχόμενος την νύχτα, γι’ αυτό δεν μπορούσε να με πειράξει ο νυχτερινός επισκέπτης! Μέχρι σήμερα νιώθω υποχρέωση σε αυτόν τον άνθρωπο.

Την άλλη μέρα, πήγα να δω τον π. Πα'ί'σιο. Του είπα το συμβάν. Κάτσε να σου φέρω ένα πιστόλι, μου είπε γελώντας. Μπαίνει μέσα στο κελλί του και μου φέρνει ένα μικρό κομποσχοινάκι, 33άρι,με 33 κόμπους, όσα τα χρόνια του Χριστού και με έναν σταυρό. Ξέρεις μου λέει, αυτό πετάει πνευματικές σφαίρες. Κάθε φορά που λες την ευχή ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ, είναι σαν να πυροβολείς το διάβολο και δεν σε πλησιάζει. Πάρτο να το έχεις για άμυνα!

Χαρούμενος γιατί είχα κάτι δικό του το πήρα. Είπαμε και άλλα. Πάντοτε έφευγα από τον γέροντα πολύ καλύτερα από όταν πήγαινα, ξεκούραστος, με τα προβλήματα λυμένα, χωρίς απορίες, αισιόδοξος, τονωμένος ακόμα και με περισσότερες όχι μόνο ψυχικές, αλλά και σωματικές δυνάμεις. Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, φόβος, δυσκολία. Μόνο χαρά, σιγουριά και ευτυχία θεϊκή.
Ξαναγύρισα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα που με φιλοξενούσε. Ένα βράδυ, ξαναφάνηκε ο Επισκέπτης. Αυτή την φορά όμως είχα...το πιστόλι του π. Πα'ί'σιου. Μέσα στον ύπνο μου ακόμα, όταν ένιωσα την παρουσία του...πυροβόλησα.

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Αμέσως τραβήχτηκε μακριά μου. Συνέχισα να λέω την ευχή. Πήρα θάρρος και άρχισα να τον κυνηγώ. Προχώρησα προς το μέρος του. Όταν όμως πλησίασα αρκετά κοντά του, ένιωσα την παγερή δύναμη του και κοντοστάθηκα. Ήταν πολύ πιο δυνατός από μένα. Όρμισε κατά πάνω μου. ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ. Πυροβολούσα συνεχώς τώρα, έλεγα συνέχεια την ευχή. Τράπηκε σε φυγή. Λες και τον έκαιγαν τα λόγια της ευχής. Η ευχή, το όνομα του Χριστού είχε δύναμη, όχι εγώ.

Εμένα μπορούσε να με λιώσει σαν κουνούπι στο χέρι του. Ξαφνικά μεταμορφώθηκε. Έγινε αστείος κοντός, χοντρός, σαν νάνος, με ένα σαρίκι στο κεφάλι, άρχισε να κάνει αστεία και να με πλησιάζει σιγά-σιγά, σαν για παιχνίδι. Ξαφνιάστηκα, σχεδόν γέλασα. Όμως μόλις με πλησίασε αρκετά, ένιωθε η ψυχή μου την απειλή και την κακία και ξανάρχιζα την ευχή. Έφευγε τρέχοντας από κοντά μου. Έτσι υπήρχε η ευχή του Ιησού σαν απόσταση ασφαλείας ανάμεσα μας. Δεν μπόρεσε να μου κάνει τίποτα, όπως στο παρελθόν που με έδερνε και ήμουν σαν παράλυτος, ανίκανος να υπερασπίσω τον εαυτό μου. Εκείνο το βράδυ ,με την δύναμη του Χριστού, έτρεψα σε φυγή τον δαίμονα και τον κράτησα μακριά μου. Είχα κερδίσει μία μάχη.

Ο πόλεμος όμως, δεν τελείωσε. Συνεχίζεται σε κάθε μήκος και πλάτος της γης όπου υπάρχουν άνθρωποι. Η λύσσα του αοράτου εχθρού είναι μεγάλη και θέλει να τραβήξει στην κόλαση όσους περισσότερους μπορεί. Την ίδια στιγμή που έχει πείσει τον σημερινό ζαλισμένο άνθρωπο ότι δεν υπάρχει, τον έχει ρίξει με τα μούτρα στην λατρεία της ύλης και του πλούτου του οποίου είναι κλειδοκράτωρ! Τον έχει ρίξει στον αποκρυφισμό, στην μαγεία, στα μέντιουμ και την μασωνία και κάθε είδους παραθρησκεία που είναι τα παιδιά του, και του σιγοψυθιρίζει το αιώνιο ψέμα που είπε και στους πρωτοπλάστους μέσα στην Εδέμ...ποιος θεός?

Δεν υπάρχει θεός, δεν είναι. Εσείς είστε θεοί, ο άνθρωπος είναι θεός αρκεί να με ακούσετε, αρκεί να κάνετε ότι σας πω. Πότε με τέχνη και μαεστρία, δώρα και υποσχέσεις, πότε με φοβέρες και απειλές θέλει να παρασύρει τους πάντες στον όλεθρο. Ο Χριστός όμως, είναι παντοδύναμος. Τον έχει συντρίψει για χάρη μας πάνω στον σταυρό! Αρκεί εμείς, να μη λοξοκοιτάμε και φερόμαστε πολύ ανόητα και αχάριστα...

ΒΙΒΛΙΟ:«Οι Γκουρού, ο νέος και ο γέροντας Πα'ί'σιος»,(σελ.64-70)

leimwnas.blogspot.gr 
http://www.agioritikovima.gr