Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Η Εικασία και ο Αυτοκράτορας.

Για τον τρόπο εκλογής Αυγούστας από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο,
 και την μη επιλογή της Κασσιανής,
ο λογοτέχνης και συγγραφέας κ. Κ. Σαρδελής αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Πήρε το χρυσό μήλο ο Θεόφιλος και μαζί με την μητρυιά του μπήκε στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι υποψήφιες και όλοι οι παλατιανοί αξιωματούχοι. Όλοι υποκλίθηκαν μπροστά στο βασιλιά και την βασιλομήτορα. Ο Θεόφιλος προχώρησε μόνος στο μέρος που ήταν οι αρχοντοπούλες και στάθηκε για λίγο σαν να ήταν έτοιμος να δώσει το χρυσό μήλο σε μια από τις νέες. Έμεινε εκεί και όλοι τότε είπαν ότι, να, ο Θεόφιλος θα δώσει το χρυσό μήλο στην νέα Αύγούστα την Εικασία, "ωραιότατη πάνυ"... Και κείνη πίστεψε για μια στιγμή, ότι σε λίγο θα ήταν η Αυγούστα.

»...Όλοι δε πίστεψαν ότι η εκλογή του Θεόφιλου ήταν οριστική. Τα δευτερόλεπτα που περνούν είναι κρίσιμα... Γιατί άραγε ο Θεόφιλος δεν δίνει, επιτέλους το χρυσό μήλο στην Εικασία; Άλλαξε γνώμη; Όχι. Ακόμη είναι εκεί. Μπροστά της. Και την κοιτάζει μ' ένα τρόπο παράξενο, αλλόκοτο σα να βλέπει κάποιο όραμα. Σαν κάποιο φως από πάνω, από τον ουρανό, να του πήρε τη μιλιά, να τον κρατάει εκεί και να μη μπορεί να προχωρήσει σε άλλη αρχοντοπούλα και σε κείνη να δώσει το χρυσό μήλο. Άλλα δεν ήταν αυτό. Γιατί το μήλο ήταν σίγουρα δικό της. Της άνηκε. Γιατί οποιοσδήποτε μπορούσε να αδικήσει την Εικασία, η Ιστορία όμως ποτέ. Η Ιστορία, ωστόσο, εκείνη τη στιγμή ήταν ο Θεόφιλος. Αυτός κρίνει. Αυτός ανοίγει την χρυσή θύρα της σε κείνον ή σε κείνη που θέλει. Η Ιστορία πάει συχνά μαζί με την εξουσία. Πλάι-πλάι. Και η εξουσία είναι ο Θεόφιλος. Να τώρα θ' ανοίξει τη θύρα της Ιστορίας να μπει η Εικασία, μία από τις ωραίες τούτες κόρες, τις αρχοντοπούλες, που πίσω τους ένας ολόκληρος κόσμος, μεγάλες και ένδοξες οικογένειες... περιμένουν την παράδοση του χρυσού μήλου στην ωραιότερη αρχοντοπούλα.

»...Αλλά το ύφος του Θεοφίλου γίνεται ξαφνικά υπεροπτικό, προκλητικό... Της Εικασίας το πρόσωπο γαλήνιο, ήρεμο, πράο. Σα να προσεύχεται.. Ό,τι αποφασίσει ο Θεός... Οι άλλοι πιστεύουν, ότι αυτό οφείλεται στη σιγουριά, ότι αυτή θα κάνει γυναίκα του ο Θεόφιλος. Ή σίγουρη για την εκλογή της είναι, ή τίποτε άλλο συμβαίνει. Ποιος μπορεί να το γνωρίζει. Αυτή είναι μια άλλη στιγμή. Έξω από τη ζωή. Της αιωνιότητος... 
-Από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά, της λέει ξαφνικά ο Θεόφιλος εννοώντας την Εύα.
-Ναι, αλλά και από την γυναίκα πηγάζουν τα καλά, αποκρίνεται η Εικασία με την ηρεμία της εκούσιας Μάρτυρος στο βασανιστή της. Και εννοούσε την Υπεραγία Θεοτόκο.

Σα να έπεσε αστροπελέκι μέσα στην αίθουσα. Όλοι πάγωσαν.

»...Δεν πέρασε όμως ούτε στιγμή. Ο Θεόφιλος, κοιτάζοντας πάντοτε την Εικασία, δίνει το χρυσό μήλο στη Θεοδώρα (η μετέπειτα Αγ. Θεοδώρα η Αυγούστα). Όλοι ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Στις ίδιες που ήταν έτοιμες να ξεσπάσουν και για την Εικασία. Μόνο το όνομα άλλαξαν. Και η ζωή ξαναπήρε μέσα στο παλάτι το δρόμο της. Έτσι θέλησε ο Θεός, έτσι έγινε.

»Η Θεοδώρα ανήκε στις πρώτες τις αρχοντοπούλες. Και το θρόνο τον χρωστάει στην εξυπνάδα μιας άλλης γυναίκας, της Εικασίας (Κασσιανής). Χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει, ότι η ίδια είναι κουτή.
»...Κι όλα πήραν το δρόμο του Θεού. Όπως τα οικονομεί πάντοτε η Χάρη Του. Η Εικασία, η ωραιότατη αρχοντοπούλα, αφιέρωσε την υπόλοιπη ζωή της στο Θεό. Εκείνη τη στιγμή, που άλλη δεν έρχεται στη ζωή του ανθρώπου, άκουσε την κλήση Του. "Εικασία, ακολούθει μοι. Τί ζητάς εσύ εδώ μέσα; Δεν είναι για σένα το παλάτι, τα πλούτη, τα αξιώματα, οι θρόνοι, η πορφύρα. Ακολούθει μοι". Και χωρίς να σκεφθεί τίποτε, τίποτε απολύτως, σα να το είχε κάμει χίλιες φορές, Τον ακολούθησε. Έγινε μοναχή. Έκτισε μάλιστα δικό της μοναστήρι και εκεί έζησε, μακριά απ' τον κόσμο, πολλά χρόνια γράφοντας ποιήματα. Η ποίηση είναι μια σίγουρη πορεία προς το Θεό, προς τη θέωση, ευαγγελίζει τον άνθρωπο, τον ξαναγεννά, χωρίς το ρύπο της αμαρτίας. Η ποίηση είναι άσκηση. Είναι ακραία άσκηση. Και με την άσκηση το απ' έξω κάλλος, η ωραιότητα, η εμορφιά, περνάει από μέσα από το πετσί... και σιγά-σιγά γίνονται ποίηση και πνεύμα Θεού. "Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή"» 

(Κ. Σαρδελή, «Και εγένετο φως Κύριλλος και Μεθόδιος», Εκδόσεις «Αστέρας» 1991, σ. 99-103).