Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Πατάτες τηγανιτές στα ξύλα

Σταύρος Θεοδωράκης

Δεν τις τρώω πια. Και να μου τις φτιάξουν δεν τις τρώω. Όχι δίαιτες και κουραφέξαλα, απλώς δεν τις τρώω. Αλλά και ποιος να μου τις φτιάξει; Αυτές οι πατάτες δεν είχαν μόνο την μυρωδιά του ξύλου. Είχαν και το φως του δειλινού. Είχαν και το δροσερό κρύο που ένιωθα καμιά φορά στην πλάτη μόλις σουρούπωνε. Τότε που η γιαγιά φώναζε «βάλε κάτι πάνω σου». Εγώ έπιανα μια πατανία, ένα παλιό πουλόβερ, ότι έβρισκα τέλος πάντων και καθόμουν στην ψάθινη καρέκλα. Ο παππούς μου θα χτυπούσε τις μπότες του για να τις καθαρίσει. Ήταν ακόμη η εποχή που δεν υπήρχαν πλαστικές γαλότσες. Φορούσε παλιές δερμάτινες μπότες που από κάτω τους είχε καρφώσει μικρά σιδερένια καρφιά με μεγάλα κεφάλια. Μπροκαδούρα. Έτσι το έλεγαν. Για να μην κολλάει στις λάσπες η σόλα. Ο ήχος αυτής της σιδερένιας μπροκαδούρας στο τσιμέντο σήμαινε το τέλος της εργάσιμης ημέρας.

Ήταν τσιμέντο; Ή ήταν απλώς μεγάλες πλάκες φερμένες από τη θάλασσα, στρωμένες με προσοχή; Και μετά ο παππούς πλενόταν στην σγούρνα. Πρώτα τα χέρια του – μέχρι τους αγκώνες- μετά το πρόσωπο του και τέλος στον καφά του. Το πίσω μέρος του λαιμού του που είχε ποτιστεί με ιδρώτα. Καμιά φορά τον μιμούμουνα και εγώ. Έριχνα βιαστικά νερό μόνο και μόνο για να φωνάξει η γιαγιά «το ξεθέωσες το παιδί». «Μην μιλάς μωρή. Ολόκληρος άντρας είναι άστον να μαθαίνει». Έτσι την έλεγε όταν ήθελε να κάνει τον κουρασμένο και τον αυστηρό. Όλες τις άλλες ώρες την έλεγε Αλεξία. Ούτε γυναίκα, ούτε «η γιαγιά σου». Στο καλόπιασμα μπερδευόταν και φώναζε και τα δύο. «Μωρή Αλεξία που είναι τα καλά μου τα στιβάνια;». Η πετσέτα στη σγούρνα ήταν λεκιασμένη αλλά αν ήμουν εγώ που πλενόμουν, η γιαγιά έτρεχε και μου έφερνε μια κάτασπρη που μύριζε σαπούνι. Και μετά καθόμουν σαν άρχοντας στο τραπέζι της αυλής.

Η φωτιά τσίριζε, τα ξύλα έσκαγαν αλλά το μαυρισμένο τηγάνι δεν σκιαζόταν. Ο παππούς θα έπιανε το ραδιόφωνο να ακούσει δήθεν τα νέα. Όχι ότι καταλάβαινε και πολλά. Κουνούσε όμως το κεφάλι του με νόημα. Με περίσκεψη δήθεν. Ακόμη και τα παράσιτα των μεσαίων σχολίαζε. Τότε έφταναν και τα πιάτα. Άσπρα αλλά τσίγκινα. Οι πατάτες έκαιγαν. «Πιάσε μωρέ το αλάτσι». Το πιανα. Μετά ερχόταν το ψωμί. Μαύρο τεράστιο καρβέλι. Ο παππούς το κοβε με τα χέρια. Η γιαγιά μπορεί να έφερνε και σαλάτα ή δυο αυγά τηγανισμένα και αυτά στην φωτιά. Τυρί και ελιές. Αλλά αυτά εγώ δεν τα θυμάμαι. Μόνο την μυρωδιά της πατάτας θυμάμαι. Λες και είχε την μυρωδιά όλων των βοτάνων όλων των βουνών και όλων των θαλασσών.

Άνω Δραπανιάς Κισσάμου Χανίων Κρήτης, 1975.


πηγή