Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Οι εκστρατείες του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ηρακλείου κατά των Περσών (622-630 μ.Χ.)

Ο Ηράκλειος, ικανός και δραστήριος αυτοκράτορας, αποδείχθηκε (μετά τον τυραννικό Φωκά) ένας υποδειγματικός κυβερνήτης. Όπως λέει ο ποιητής Γεώργιος Πισίδης, που περιγράφει τις εκστρατείες του αυτοκράτορα στην Περσία καθώς και την εισβολή των Αβάρων, ο Φωκάς πίστευε ότι «η δύναμη πρέπει να δείχνεται πιο πολύ με την αγάπη παρά με τον φόβο».
«Ο Ηράκλειος», λέει ο Ostrogorsky, «υπήρξε ο δημιουργός του Μεσαιωνικού Βυζαντίου, του οποίου η οργάνωση είναι ρωμαϊκή, η γλώσσα και ο πολιτισμός ελληνικός και η πίστη χριστιανική». Τα κατορθώματα του Ηρακλείου είναι ακόμα πιο σημαντικά επειδή την εποχή της ανόδου του στο θρόνο, η θέση της αυτοκρατορίας ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Οι Πέρσες απειλούσαν από την Ανατολή και οι Άβαροι και οι Σλάβοι από τον Βορρά, ενώ οι εσωτερικές υποθέσεις του κράτους, μετά την άτυχη βασιλεία του Φωκά, βρίσκονταν σε μια κατάσταση τέλειας αναρχίας. Ο νέος αυτοκράτορας δεν είχε ούτε χρήματα ούτε αρκετή στρατιωτική δύναμη, πράγμα που οδήγησε, κατά την πρώτη περίοδο της βασιλείας του, την αυτοκρατορία σε μια μεγάλη κρίση.


Η διεύρυνση των Περσικών κατακτήσεων σε Βυζαντινά εδάφη

Το 611 οι Πέρσες επιχείρησαν να υποτάξουν τη Συρία και κατέλαβαν την Αντιόχεια, δηλαδή την κυριότερη πόλη των ανατολικών επαρχιών του Βυζαντίου. Αμέσως μετά πολιόρκησαν τη Δαμασκό. Μόλις συμπλήρωσαν την κατάκτηση της Συρίας βάδισαν προς την Παλαιστίνη και το 614 άρχισαν την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, η οποία κράτησε είκοσι μέρες. Μετά οι δυνάμεις των Περσών διέσπασαν τα τείχη και, όπως αναφέρει ένα βιβλίο, «οι σατανικοί εχθροί μπήκαν στην πόλη με μια μανία που έμοιαζε με τη λύσσα εξαγριωμένων θηρίων ή ερεθισμένων δράκων». Λεηλάτησαν την πόλη και κατέστρεψαν τους χριστιανικούς ναούς. Η εκκλησία του Αγίου Τάφου, την οποία έκτισε η μητέρα του Μ. Κωνσταντίνου, γυμνώθηκε από τους θησαυρούς της και μετά πυρπολήθηκε, ενώ οι Χριστιανοί υπέστησαν τρομερά μαρτύρια και σφαγές.


Οι Ιουδαίοι της Ιερουσαλήμ ενώθηκαν με τους Πέρσες και έλαβαν μέρος στις σφαγές, στη διάρκεια των οποίων σύμφωνα με μερικές πληροφορίες χάθηκαν 60.000 Χριστιανοί. Πολλοί θησαυροί της Αγίας Πόλης μεταφέρθηκαν στην Περσία και ένα από τα πιο πολύτιμα λείψανα της χριστιανοσύνης, ο Τίμιος Σταυρός, μεταφέρθηκε στην Κτησιφώνα. Αρκετοί αιχμάλωτοι στάλθηκαν στην Περσία, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ζαχαρία. Η καταστρεπτική αυτή κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Πέρσες, καθώς και η λεηλασία της Ιερουσαλήμ, αποτελούν ένα μεταβατικό σταθμό στην ιστορία της επαρχίας αυτής.

«Τέτοια καταστροφή», γράφει ο Kondakov, «δεν είχε ακουστεί από την εποχή της κατάκτησης της Ιερουσαλήμ από τον Τίτο. Τη φορά όμως αυτή η συμφορά δεν μπορούσε πια να επανορθωθεί. Ποτέ πια η πόλη αυτή δεν γνώρισε παρόμοια με τη λαμπρή εποχή του Κωνσταντίνου, περίοδο και τα περίφημα κτίρια της, όπως το τζαμί του Ομάρ, ποτέ πια δεν άφησαν εποχή στην ιστορία. Από εδώ και εμπρός η πόλη και τα κτίρια της παράκμαζαν σταθερά, βήμα προς βήμα. Ακόμα και οι Σταυροφορίες προκάλεσαν στην Ιερουσαλήμ μόνο βλάβη, ταραχή και εκφυλισμό. Η περσική εισβολή απομάκρυνε αμέσως από την Παλαιστίνη την επιρροή του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Κατέστρεψε τη γεωργία, ερήμωσε τις πόλεις, κατέστρεψε μόνιμα ή πρόσκαιρα πολλά μοναστήρια και λαύρες και διέκοψε κάθε εμπορική πρόοδο. Η εισβολή αυτή απάλλαξε επίσης τις ληστρικές αραβικές φυλές από το φόβο που είχαν, με αποτέλεσμα να αρχίσουν να σχηματίζουν την ενότητα εκείνη που έκανε δυνατές τις μεταγενέστερες επιθέσεις τους. Από εδώ και στο εξής η πρόοδος της χώρας σταματά και η Παλαιστίνη εισέρχεται στην ανήσυχη περίοδο, που πολύ φυσικά θα μπορούσε να ονομαστεί Μεσαιωνική περίοδος, εάν δεν διαρκούσε μέχρι της εποχή μας».

Η ευκολία με την οποία κατέκτησαν οι Πέρσες τη Συρία και την Παλαιστίνη, μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τις θρησκευτικές συνθήκες αυτών των επαρχιών. Η πλειοψηφία του πληθυσμού, κυρίως στη Συρία, δε δεχόταν την επίσημη Ορθόδοξη πίστη, την οποία υποστήριζε το κράτος. Οι Νεστοριανοί και αργότερα οι Μονοφυσίτες των επαρχιών αυτών πιέζονταν πολύ από την κυβέρνηση του Βυζαντίου και συνεπώς φυσικά προτιμούσαν την κυριαρχία των Περσών, στη χώρα των οποίων οι Νεστοριανοί απολάμβαναν σχετική θρησκευτική ελευθερία.


Η περσική εισβολή δεν περιορίστηκε μόνο στη Συρία και την Παλαιστίνη. Μέρος του περσικού στρατού, αφού διέσχισε τη Μ. Ασία, κατέλαβε τη Χαλκηδόνα, στη θάλασσα του Μαρμαρά, κοντά στο Βόσπορο και στρατοπέδευσε στη Χρυσούπολη (στο σημερινό Σκουτάρι) απέναντι από την
Άβαροι ιπποτοξότες
Κωνσταντινούπολη, ενώ ένα άλλο μέρος του στρατού προχωρούσε για να κατακτήσει την Αίγυπτο. Η Αλεξάνδρεια έπεσε πιθανόν το 618 ή το 619. Στην Αίγυπτο, ακριβώς όπως στη Συρία και την Παλαιστίνη, οι Μονοφυσίτες πρόθυμα προτίμησαν την περσική από τη βυζαντινή κυριαρχία. Η απώλεια της Αιγύπτου υπήρξε για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ένα πολύ βαρύ χτύπημα, επειδή η Αίγυπτος αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Κωνσταντινούπολης. Η διακοπή της αποστολής σίτου από την Αίγυπτο είχε βαρύ αντίκτυπο στην οικονομική ζωή της πρωτεύουσας.

Συγχρόνως όμως με τις βαριές απώλειες που προκλήθηκαν στο Νότο και στην Ανατολή από τους Πέρσες, παρουσιάστηκε από το Βορρά μια άλλη μεγάλη απειλή για το Βυζάντιο. Οι Αβαρο-σλαβικές ορδές της Βαλκανικής χερσονήσου, υπό την αρχηγία του Χαγάνου των Αβάρων, προχώρησαν προς τα νότια, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τις νότιες επαρχίες. Η επίθεση αυτή δεν ήταν μια οργανωμένη εκστρατεία, αλλά μάλλον μια σειρά επιδρομών που προμήθευσαν στον Χαγάνο πολλούς αιχμαλώτους καθώς και πλούσια λάφυρα, που μετέφερε στο Βορρά.

Οι επιδρομές αυτές αναφέρονται από τον σύγχρονο του Ηρακλείου Ισίδωρο, Επίσκοπο της Σεβίλλης, ο οποίος παρατηρεί στο χρονικό του ότι στις αρχές της βασιλείας του Ηρακλείου οι Σλάβοι αφήρεσαν από τους Βυζαντινούς την Ελλάδα, ενώ η Πέρσες κατέκτησαν τη Συρία, την Αίγυπτο και πολλές άλλες επαρχίες. Την ίδια περίπου εποχή (624) το Βυζάντιο έχανε τις τελευταίες του κτήσεις στην Ισπανία, όπου οι Βησιγότθοι συμπλήρωσαν τις κατακτήσεις τους, κάτω από την καθοδήγηση του βασιλιά τους Σουινθίλα. Οι Βαλεαρίδες νήσοι παρέμειναν στα χέρια του Ηρακλείου.

Οι εκστρατείες του Ηρακλείου κατά των Περσών

Υπερνικώντας τους δισταγμούς του ο αυτοκράτορας αποφάσισε να πολεμήσει την Περσία. Αντιμετωπίζοντας δε τις ελλείψεις του θησαυροφυλακίου, ο Ηράκλειος κατέφυγε στους θησαυρούς των εκκλησιών της πρωτεύουσας και των επαρχιών και διέταξε να γίνουν με αυτούς ένας μεγάλος αριθμός χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Καθώς προέβλεπε, θα μπορούσε να απομακρύνει την απειλή του Χαγάνου των Αβάρων στο Βορρά, στέλνοντάς του εκλεκτούς ομήρους και ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Την άνοιξη του 622 ο Ηράκλειος πέρασε στη Μ. Ασία όπου στρατολόγησε ένα μεγάλο αριθμό στρατιωτών, τους οποίους εκπαίδευσε αρκετούς μήνες. Η εκστρατεία κατά των Περσών, που αποσκοπούσε στην ανάκτηση του Τιμίου Σταυρού και της Ιερής Πόλης της Ιερουσαλήμ, πήρε τη μορφή Σταυροφορίας.

Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν πιθανόν ότι ο Ηράκλειος έκανε τρεις εκστρατείες κατά των Περσών, μεταξύ των ετών 622 και 628, οι οποίες υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχείς. Ένας σύγχρονός του ποιητής, ο Γεώργιος Πισίδης, συνέθεσε τον επινίκιο ύμνο, στον οποίον έδωσε τον τίτλο «Ηρακλειάς», ενώ σ’ ένα άλλο ποίημα του (την «Εξαήμερο») σχετικό με τη δημιουργία του κόσμου, υπαινίσσεται τον εξαετή πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου ο Ηράκλειος νίκησε τους Πέρσες. Ο ιστορικός Θ. Ουσπένσκι συγκρίνει τον πόλεμο του Ηρακλείου με τις ένδοξες εκστρατείες του Μ. Αλεξάνδρου. Ο Ηράκλειος εξασφάλισε τη βοήθεια των φυλών του Καυκάσου και έκανε μια συμμαχία με τους Χαζάρους, Οι βόρειες επαρχίες της Περσίας, που συνόρευαν με τον Καύκασο, αποτέλεσαν μια από τις κύριες περιοχές στρατιωτικής δράσης του αυτοκράτορα.

Ενώ ο αυτοκράτορας έλλειπε, οδηγώντας το στρατό του στις μακρινές εκστρατείες του, η πρωτεύουσα αντιμετώπισε έναν πολύ σοβαρό κίνδυνο. Ο Χαγάνος των Αβάρων παρέβη τη συμφωνία του με τον αυτοκράτορα και το 626 προχώρησε προς την Κωνσταντινούπολη με τεράστιες ορδές Αβάρων και Σλάβων. Επίσης έκανε συμφωνία με τους Πέρσες, οι οποίοι έστειλαν αμέσως μέρος του στρατού τους στη Χαλκηδόνα. Οι Αβαρο-σλαβικές ορδές πολιόρκησαν την πρωτεύουσα, προς μεγάλο φόβο του λαού, αλλά η φρουρά της πόλης πέτυχε να αποκρούσει την επίθεση και να τρέψει σε φυγή τον εχθρό. Μόλις οι Πέρσες έμαθαν την αποτυχία αυτή των Αβάρων, απέσυραν το στρατό τους από τη Χαλκηδόνα και τον κατεύθυναν προς τη Συρία. Η νίκη του Βυζαντίου κατά των Αβάρων, μπροστά στην Κωνσταντινούπολη, το 626 υπήρξε μια από τις κύριες αιτίες της εξασθένησης του άγριου βασιλείου των Αβάρων.

Η συντριβή των Περσών στην Νινευή (627 μ.Χ.)

Στο μεταξύ, κατά τα τέλη του 627, ο Ηράκλειος κατάνίκησε τους Πέρσες σε μια μάχη που έγινε κοντά στα ερείπια της αρχαίας Νινευή και προχώρησε στις κεντρικές επαρχίες της Περσίας από όπου συνέλεξε πλούσια λάφυρα. Στη συνέχεια έστειλε στην Κωνσταντινούπολη μια θριαμβευτική προκήρυξη η οποία περιέγραφε τις επιτυχίες κατά των Περσών, ενώ συγχρόνως ανήγγειλε το τέλος του πολέμου και τη λαμπρή του νίκη. «Το 629 συμπληρώθηκε η νίκη του Ηρακλείου, του οποίου η μεγαλοφυΐα σαν ήλιος σκόρπισε το σκοτάδι που απλωνόταν πάνω από την αυτοκρατορία, ανοίγοντας μπροστά στα μάτια όλων μια ένδοξη εποχή ειρήνης και μεγαλοπρέπειας. Ο αιώνιος και φοβερός εχθρός (οι Πέρσες) καταβλήθηκε για πάντα, ενώ στον Δούναβη οι ισχυροί Άβαροι παράκμαζαν γρήγορα. Ποιος μπορούσε πια να αντισταθεί στο στρατό του Βυζαντίου; Ποιος μπορούσε να απειλήσει την αυτοκρατορία;». Την εποχή αυτή εκθρονίστηκε και σκοτώθηκε ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης, ο δε διάδοχός του Σιρόης άρχισε διαπραγματεύσεις ειρήνης με τον Ηράκλειο. Με βάση τη συμφωνία τους, οι Πέρσες επέστρεψαν στη Βυζαντινή αυτοκρατορία τις επαρχίες της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, καθώς και τον Τίμιο Σταυρό.

Ο Ηράκλειος επέστρεψε θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα και το 630 μαζί με τη σύζυγό του Μαρτίνα πήγε στην Ιερουσαλήμ όπου αποκατέστησε τον Τίμιο Σταυρό στην παλιά του θέση, προς μεγάλη χαρά όλου του χριστιανικού κόσμου. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η νίκη του Ηρακλείου κατά των Περσών αναφέρεται και στο Κοράνι, όπου τονίζεται ότι «οι Έλληνες νικήθηκαν από τους Πέρσες... αλλά, μετά την ήττα τους, σε λίγα χρόνια, θα νικήσουν και αυτοί με τη σειρά τους».


Επίλογος - Μια αποτίμηση της σημασίας των νικών του Ηρακλείου

Οι περσικοί πόλεμοι είναι ένας πολύ σημαντικός σταθμός της ιστορίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από τις δύο κύριες δυνάμεις του κόσμου στις αρχές του Μεσαίωνα, δηλαδή τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την Περσία, η δεύτερη έχασε τελείως την παλιά της δύναμη και έγινε ένα ασθενικό κράτος που γρήγορα έπαψε να υπάρχει πολιτικά, μετά από τις επιθέσεις των Αράβων. Η ένδοξη Βυζαντινή αυτοκρατορία έδωσε το τελικό χτύπημα στον ισχυρό της εχθρό, απέκτησε όλες τις ανατολικές επαρχίες που είχε χάσει, απέδωσε στον χριστιανικό κόσμο τον Τίμιο Σταυρό και ελευθέρωσε την πρωτεύουσά της από τη φοβερή απειλή των Αβαρο-σλαβικών ορδών. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία φαινόταν να βρίσκεται στο κατακόρυφο της δόξας της. Ο βασιλιάς των Ινδιών έστειλε στον Ηράκλειο τα συγχαρητήριά του για τη νίκη του κατά των Περσών, μαζί με μια μεγάλη ποσότητα πολύτιμων λίθων. Ο βασιλιάς των Φράγκων έστειλε επίσης ειδικούς απεσταλμένους για να κλείσει μια διαρκή ειρήνη με την αυτοκρατορία. Τελικά, το 630, η βασίλισσα της Περσίας έστειλε ειδική πρεσβεία στον Ηράκλειο μέσω της οποίας έκανε μια τυπική ειρήνη.
Ο Ηράκλειος πήρε επίσημα το όνομα «βασιλεύς», για πρώτη φορά το 629, ύστερα από την επιτυχία του πολέμου του κατά των Περσών. Ο τίτλος αυτός χρησιμοποιείτο για πολλούς αιώνες στην Ανατολή, κυρίως στην Αίγυπτο, και τον 4ο αιώνα έγινε συνήθης στα μέρη εκείνα της αυτοκρατορίας όπου μιλούσαν την ελληνική. Ποτέ όμως προηγουμένως δεν είχε γίνει δεκτός ως επίσημος τίτλος. Μέχρι τον 7ο αιώνα χρησιμοποιείτο ο αντίστοιχος προς το λατινικό imperator, ελληνικός τίτλος αυτοκράτορας, ο οποίος όμως δεν ανταποκρίνεται ετυμολογικά προς το imperator. Ο μόνος ξένος αρχηγός κράτους στον οποίον ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου συγκατατέθηκε να δώσει τον τίτλο βασιλεύς (με εξαίρεση τον βασιλιά της Αβησσυνίας) ήταν ο βασιλιάς της Περσίας.
Ο Bury γράφει σχετικά ότι «εφόσον υπήρχε ένας μεγάλος, ανεξάρτητος βασιλιάς έξω από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, οι αυτοκράτορες απέφευγαν να υιοθετήσουν έναν τίτλο τον οποίον μπορούσε να φέρει άλλος μονάρχης. Αλλά μόλις ο μονάρχης αυτός μεταβλήθηκε σε υποτελή ο αυτοκράτορας, δίδοντας κάποια επισημότητα στο γεγονός αυτό, πήρε επίσημα τον τίτλο, ο οποίος για αρκετούς αιώνες του είχε ανεπίσημα δοθεί».

πηγή