Του Λευτέρη Π. Παπαδόπουλου
Εγραφα προ ημερών για τον φίλο μου τον Χάρη, τον ηθοποιό, που, αραχτός, μαζί μου, στο Θησείο, έπινε καφέ - πίναμε - στη σκιά, κοίταζε τη λουσμένη στον ήλιο Ακρόπολη και φιλοσοφούσε: «Εμείς οι Ελληνες είμαστε άλλος λαός. Φταίει ο ήλιος, ίσως, που μας έχει κάνει μυστήριους. Εμείς, δεν θα 'πρεπε να δουλεύουμε. Θα 'πρεπε, όπως γινόταν τα αρχαία χρόνια σε τούτη τη γειτονιά, να αράζουμε και να συζητάμε. Ετσι, με τη συζήτηση, βγήκαν όλα αυτά τα ωραία πράγματα - ποίηση, γλυπτική, φιλοσοφία, αρχιτεκτονική κ.λπ. - που τα θαυμάζουν οι πάντες. Αμα δουλεύεις σαν τον Γερμανό ή τον Νορβηγό, πού να βρεις κουράγιο να σκεφτείς, να ονειρευτείς και να κουβεντιάσεις!..».
Θα βγάλει σπυριά, βέβαια, ο φίλος μου ο Σταύρος Τσακυράκης, διαβάζοντας τα λόγια του Χάρη. Τον «βλέπω» να μου λέει, έξαλλος από οργή: «Και ποιος θα πλήρωνε τον Χάρη για να κάθεται και να φιλοσοφεί; Ο Γερμανός βέβαια και ο Νορβηγός! Που θα δουλεύουν σα σκυλιά, για να δανείζουν την Ελλάδα και τους τεμπελαράδες τους Χάρηδες! Να το ξέρεις: με τα μυαλά που έχουμε δεν πρόκειται ποτέ να γίνουμε άνθρωποι...».
Να, όμως, που υπάρχουν και άλλοι – και μάλιστα αλλοδαποί και διανοούμενοι – που σκέφτονται περίπου σαν τον Χάρη. Οπως ο Τόνι Μπούχολτς, γνωστός αμερικανός οικονομολόγος, που έγραψε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» τα εξής, ανάμεσα σε πολλά άλλα: «... Το πραγματικό κίνητρο των Γερμανών προκειμένου να βοηθήσουν την Ελλάδα δεν είναι τα μετρητά. Είναι η κουλτούρα. Οι Γερμανοί παλεύουν με μια εθνική ζήλεια. Εδώ και περισσότερα από 200 χρόνια αναζητούν ένα χαμένο κομμάτι της ψυχής τους: το πάθος. Το βρίσκουν στον Νότο και λιγουρεύονται τις χαλαρές ηλιόλουστες μέρες των μεσογειακών λαών (...). Στη διάρκεια του Octoberfest, οι Γερμανοί στις μπιραρίες υψώνουν τα ποτήρια και τραγουδούν, ο ένας δίπλα στον άλλον, το δημοφιλές γερμανικό τραγούδι «Ελληνικό κρασί». Οι στίχοι του συγκρίνουν το ελληνικό κρασί με το «αίμα της γης» – ο στιχουργός παρακολουθεί μια ομάδα Ελλήνων να πίνει και ποθεί να κάτσει μαζί τους, αλλά δεν χρειάζεται καν να το ζητήσει διότι ένας από τους Ελληνες σηκώνεται και τον προσκαλεί. Τελικά, παρότι στην ιστορία τους οι Γερμανοί διακηρύσσουν πάντα την ανωτερότητά τους, κατά βάθος δεν είναι σίγουροι...».
Τα παραλέει μάλλον ο Μπούχολτς. Αλλά, πάντως, θυμάμαι, πως όταν ζούσα στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, στη Γερμανία, στις αρχές της απριλιανής δικτατορίας και με φιλοξενούσε ο φίλος μου Αγγελος Μαρόπουλος, η σπιτονοικοκυρά του, μια νόστιμη τριαντάρα, παντρεμένη με έναν ταχυδρομικό υπάλληλο, ερχόταν κάθε απόγευμα στο διαμέρισμά μας και τις περισσότερες φορές μάς έλεγε: «Παντρεύτηκα πολύ νέα, έχω ένα παιδί 12 χρόνων, ο άντρας μου έχει σταθερή δουλειά κ.λπ. Είμαι, όμως, δυστυχισμένη. Ολη τη μέρα κάνω τη λάτρα του σπιτιού και το σούρουπο που επιστρέφει εδώ ο άντρας μου, με το ποδήλατο, τρώμε το φαγητό που μαγείρεψα και κατόπιν βλέπουμε τηλεόραση, έως τις 11. Μετά πάμε για ύπνο. Τα ίδια και τα ίδια, μιάμιση δεκαετία! Το πολύ πολύ να βγούμε μια φορά την εβδομάδα και να φάμε, με ένα άλλο ζευγάρι, σε κάποιο εστιατόριο. Είναι ζωή αυτή; Αφήνω τη βροχή και το κρύο και τα χιόνια... Αχ, να ζούσα στην Ελλάδα! Θα έτρωγα ψωμί κι ελιές, δεν θα είχα λεφτά, αλλά θα είχα ήλιο, θάλασσα, όλες τις χαρές του Θεού...».
Μήπως κάπου είχε δίκιο;
πηγή
Εγραφα προ ημερών για τον φίλο μου τον Χάρη, τον ηθοποιό, που, αραχτός, μαζί μου, στο Θησείο, έπινε καφέ - πίναμε - στη σκιά, κοίταζε τη λουσμένη στον ήλιο Ακρόπολη και φιλοσοφούσε: «Εμείς οι Ελληνες είμαστε άλλος λαός. Φταίει ο ήλιος, ίσως, που μας έχει κάνει μυστήριους. Εμείς, δεν θα 'πρεπε να δουλεύουμε. Θα 'πρεπε, όπως γινόταν τα αρχαία χρόνια σε τούτη τη γειτονιά, να αράζουμε και να συζητάμε. Ετσι, με τη συζήτηση, βγήκαν όλα αυτά τα ωραία πράγματα - ποίηση, γλυπτική, φιλοσοφία, αρχιτεκτονική κ.λπ. - που τα θαυμάζουν οι πάντες. Αμα δουλεύεις σαν τον Γερμανό ή τον Νορβηγό, πού να βρεις κουράγιο να σκεφτείς, να ονειρευτείς και να κουβεντιάσεις!..».
Θα βγάλει σπυριά, βέβαια, ο φίλος μου ο Σταύρος Τσακυράκης, διαβάζοντας τα λόγια του Χάρη. Τον «βλέπω» να μου λέει, έξαλλος από οργή: «Και ποιος θα πλήρωνε τον Χάρη για να κάθεται και να φιλοσοφεί; Ο Γερμανός βέβαια και ο Νορβηγός! Που θα δουλεύουν σα σκυλιά, για να δανείζουν την Ελλάδα και τους τεμπελαράδες τους Χάρηδες! Να το ξέρεις: με τα μυαλά που έχουμε δεν πρόκειται ποτέ να γίνουμε άνθρωποι...».
Να, όμως, που υπάρχουν και άλλοι – και μάλιστα αλλοδαποί και διανοούμενοι – που σκέφτονται περίπου σαν τον Χάρη. Οπως ο Τόνι Μπούχολτς, γνωστός αμερικανός οικονομολόγος, που έγραψε στους «Νιου Γιορκ Τάιμς» τα εξής, ανάμεσα σε πολλά άλλα: «... Το πραγματικό κίνητρο των Γερμανών προκειμένου να βοηθήσουν την Ελλάδα δεν είναι τα μετρητά. Είναι η κουλτούρα. Οι Γερμανοί παλεύουν με μια εθνική ζήλεια. Εδώ και περισσότερα από 200 χρόνια αναζητούν ένα χαμένο κομμάτι της ψυχής τους: το πάθος. Το βρίσκουν στον Νότο και λιγουρεύονται τις χαλαρές ηλιόλουστες μέρες των μεσογειακών λαών (...). Στη διάρκεια του Octoberfest, οι Γερμανοί στις μπιραρίες υψώνουν τα ποτήρια και τραγουδούν, ο ένας δίπλα στον άλλον, το δημοφιλές γερμανικό τραγούδι «Ελληνικό κρασί». Οι στίχοι του συγκρίνουν το ελληνικό κρασί με το «αίμα της γης» – ο στιχουργός παρακολουθεί μια ομάδα Ελλήνων να πίνει και ποθεί να κάτσει μαζί τους, αλλά δεν χρειάζεται καν να το ζητήσει διότι ένας από τους Ελληνες σηκώνεται και τον προσκαλεί. Τελικά, παρότι στην ιστορία τους οι Γερμανοί διακηρύσσουν πάντα την ανωτερότητά τους, κατά βάθος δεν είναι σίγουροι...».
Τα παραλέει μάλλον ο Μπούχολτς. Αλλά, πάντως, θυμάμαι, πως όταν ζούσα στο Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, στη Γερμανία, στις αρχές της απριλιανής δικτατορίας και με φιλοξενούσε ο φίλος μου Αγγελος Μαρόπουλος, η σπιτονοικοκυρά του, μια νόστιμη τριαντάρα, παντρεμένη με έναν ταχυδρομικό υπάλληλο, ερχόταν κάθε απόγευμα στο διαμέρισμά μας και τις περισσότερες φορές μάς έλεγε: «Παντρεύτηκα πολύ νέα, έχω ένα παιδί 12 χρόνων, ο άντρας μου έχει σταθερή δουλειά κ.λπ. Είμαι, όμως, δυστυχισμένη. Ολη τη μέρα κάνω τη λάτρα του σπιτιού και το σούρουπο που επιστρέφει εδώ ο άντρας μου, με το ποδήλατο, τρώμε το φαγητό που μαγείρεψα και κατόπιν βλέπουμε τηλεόραση, έως τις 11. Μετά πάμε για ύπνο. Τα ίδια και τα ίδια, μιάμιση δεκαετία! Το πολύ πολύ να βγούμε μια φορά την εβδομάδα και να φάμε, με ένα άλλο ζευγάρι, σε κάποιο εστιατόριο. Είναι ζωή αυτή; Αφήνω τη βροχή και το κρύο και τα χιόνια... Αχ, να ζούσα στην Ελλάδα! Θα έτρωγα ψωμί κι ελιές, δεν θα είχα λεφτά, αλλά θα είχα ήλιο, θάλασσα, όλες τις χαρές του Θεού...».
Μήπως κάπου είχε δίκιο;
πηγή