Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Η εικόνα που... τρύπησε τα βουνά!

Η Παναγιά Προυσιώτισσα τιμάται, από 14 έως 24 Αυγούστου, στο μοναστήρι της, στον Προυσό Ευρυτανίας, κοντά στο Καρπενήσι.
Η πανηγυρική αρχιερατική λειτουργία, με πάρα πολλούς προσκυνητές-πανηγυριστές, γίνεται στα εννιάμερα της γιορτής, στις 23 Αυγούστου. Μετά τη λειτουργία ακολουθούν πολλά βαφτίσια για τα «ταμένα» παιδιά στην Παναγιά, που παίρνουνε και τ' όνομά της. 

Η εικόνα της Παναγίας είναι ο τύπος Οδηγήτριας, την είχανε προστάτιδά τους οι συντεχνίες στην Κωνσταντινούπολη, στόλιζε τον πιο σπουδαίο ναό «της περιφήμου πόλεως Προύσης». Σύμφωνα με τη «Διήγησι ιερά και ωραία διαλαμβάνουσα περί της θαυματουργού Εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου», χειρόγραφη που έγραψε ο περίφημος λόγιος ηγούμενος της μονής, δάσκαλος του Γένους Κύριλλος Καστανοφύλλης (17ος-18ος αιώνας) και βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της, είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
Η Παναγία ζωγραφισμένη ως τη μέση με τον Χριστό στο αριστερό της χέρι (αριστεροκρατούσα). Ο μικρός Χριστός, λίγο γυρισμένος προς τη μητέρα του, την κοιτάζει, με το δεξί του χέρι ευλογεί. Η Παναγιά, με το κεφάλι να γέρνει λίγο αριστερά πάνω από τον Χριστό, έχει σοβαρή έκφραση, μακρόστενη μύτη, μικρογραμμένο στόμα, κι ελαφρά κόκκινα χείλη. Το δεξί χέρι υψωμένο στο στήθος σε στάση δέησης. Στολίζεται με τρία ομοιόμορφα αστέρια, δυο στους ώμους και ένα στο μέτωπο. Το μαφόρι (ωμοφόρι), ο κεκρύφαλος (κεφαλοπάνι), τα φωτοστέφανα κι ο εξωτερικός χιτώνας στην Παναγιά και στον Χριστό ολόχρυσα, πλούσια διακοσμημένα. Χρυσά σιερίτια στολίζουνε τα τελειώματα στο μαφόρι. Είναι μνημειακή, εκφραστικότερη και καλοδιατηρημένη εικόνα μεσοβυζαντινής περιόδου. Η επιχρύσωση ή το «πουκάμισο», όπως λέγεται στους επιχρυσωτές, έγινε το 1824 από τον Γεώργιο Καρανίκα, με έξοδα, τάμα από τον τρανό ηρωικό πολέμαρχο Ρούμελης, στρατηγό Γεώργιο Καραϊσκάκη, καθώς μαρτυρεί ανάγλυφη επιγραφή πάνω από τον δεξιό ώμο της Παναγιάς που γράφει: «Η Παντάνασα δι εσόδων και γεναιοτάτου στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρι Γεωργίου Καρανίκα, 1824», χάραξε ο χρυσοχόος στην εικόνα. Ψηλά, στις γωνιές της εικόνας τα μονογράμματα ΜΡ ΘΥ, κάτω δεξιά Η Παντάνασα και πάνω από το φωτοστέφανο του Χριστού ανάγλυφα τα γράμματα IC XC.
Καθώς πληροφορεί η «Ιερά Διήγησις της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας Προυσιώτισσας», πέρασε μεγάλο κίνδυνο στα χρόνια του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842), που διάταξε την καταστροφή και κάψιμο όλων των ιερώνεικόνων. Κάποιο ανώνυμο θεοσεβές αρχοντόπουλο, θέλησε να σώσει τη θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς από τον κίνδυνο, την πήρε από τη μικρασιάτικη Προύσα, με τα ξακουστά μετάξια της, και την κουβάλησε κρυφά στην Ελλάδα. Στο πολύχρονο κι όλο περιπέτειες ταξίδι του, κοντά στην Καλλίπολη, έχασε την εικόνα, με μυστηριώδες τρόπο εξαφανίστηκε από πρόσωπο γης, γεγονός που στεναχώρεσε κι αναστάτωσε το αρχοντόπουλο. Επειδή είχε πάρει απόφαση και δεν ήθελε να ζει σε εικονομαχικό περιβάλλον δεν γύρισε πίσω, συνέχισε το ταξίδι του, κι ήρθε και στέριωσε στη Νέα Πάτρα τη σημερινή Υπάτη, όπου έχτισε εκκλησία Αγια-Σοφιά.
Μετά από λίγο χρόνο η εικόνα, με θαυματουργική δύναμη, ήρθε και θρονιάστηκε στη σπηλιά Προυσού, εκεί στο παρεκκλήσι του μοναστηριού. Μια νύχτα, ένα βοσκόπουλο, καθώς φύλαγε τα γιδοπρόβατά του, είδε

ξαφνικά να ξεπετιέται φωτεινός πυρσός, φεγγοβολιά ως τον ουρανό, από ξεμοναχιασμένο σπήλαιο. Τρομαγμένο πηγαίνει και το λέει στον πατέρα του, που δεν το πίστεψε. Την άλλη νύχτα, μαζί με άλλους βοσκούς, πηγαίνει κι ο πατέρας στη σπηλιά και κατάπληκτος, συγκλονισμένος αντίκρισε τη θεία οπτασία, το εικόνισμα της Παναγιάς από την Προύσα να λαμποκοπά, να στραφτοκοπά από δυνατό φως. Το προσκυνήσανε και τ' αποθέσανε σε πρόχειρο προσκυνητάρι.
Το τρανό θαύμα, το λαμπερό εικόνισμα της Παναγιάς στη σπηλιά, διαδόθηκε και μαθεύτηκε σε πολλές κατοικημένες περιοχές. Η φήμη έφτασε κι ως την Υπάτη, που βρισκότανε το αρχοντόπουλο από την Προύσα. Έφυγε, πήγε στην Ευρυτανία, ζήτησε, βρήκε τη σπηλιά, όπου κατάπληκτο, συγκινημένο αναγνώρισε την εικόνα από την Προύσα. Φιλοδώρησε τους βοσκούς και πήρε το εικόνισμα να το φέρει στην Υπάτη, με τον υπηρέτη του. Σαν φτάσανε στο Δερματόρεμα νύχτωσε και έμειναν εκεί να περάσουνε τη νύχτα. Το πρωί, που ξύπνησαν, η εικόνα είχε εξαφανιστεί. Ξαναγύρισε στη σπηλιά, καθώς πέρασε μέσα από βράχια, όπου το «Τύπωμα» της Παναγιάς και ψηλά στο βουνό μια τρύπα που σκιαγραφεί το ομοίωμά της. προς κάτω στην Ποταμιά, κοντά στο χωριό Καρύτσα. Όπως πέρασε πάνω από τ' άγρια βράχια, άφησε και τα «Πατήματά» της η Παναγιά.
Το αρχοντόπουλο με τον υπηρέτη του, μέσα από τα ευρυτανικά ελατοδάση άκουσε τη φωνή της Παναγιάς, που του έλεγε για να σωθεί να πορεύεται σε ειρήνη, να μην κοπιάζει γιατί αναπαύεται καλύτερα στην απόκρυμνη κι απόμερνη σπηλιά, πάνω από τον άγριο γκρεμό, κοντά στους και βοσκούς, παρά με πολιτικούς αιρεσιάρχες και αυτοκράτορες εικονομάχους. «Ει δε θέλεις να μείνεις μετ εμού, ελθέ εκεί όπου με ηύρες και τούτο σου είναι καλόν». Το αρχοντόπουλο άκουσε το κάλεσμα της Παναγιάς, δέχτηκε να μείνει εκεί και ν' αφιερωθεί στη χάρη της. Τη σπηλιά έφτιαξε εκκλησάκι, όπου απόθεσε το θαυματουργό εικόνισμα, κι ένα κελί για τον ίδιο και τον υπηρέτη του. Ο ιερομόναχος Ραφαήλ, από το κοντινό χωριό Άγιος Δημήτριος, τη σημερινή Καστανιά, τους έδωσε το χρίσμα του μοναχού, κι έτσι το αρχοντόπουλο ονομάστηκε Διονύσιος και ο υπηρέτης του Τιμόθεος. Αυτοί, με βαθιά ευλάβεια υπηρετήσανε και προστατέψανε την εικόνα ως το τέλος της ζωής τους. Το μοναστήρι, το λαμπρό αυτό ορθόδοξο μνημείο, πήρε τ' όνομά του από την εικόνα της Παναγιάς, από την Προύσα, όπως μαρτυρεί στα «Άνθη Νοητά», χειρόγραφο που βρίσκεται στη Μονή Ξηροποτάμου, στ' Αγιονόρος:
«Και εις την επαρχίαν δε,
Λιτσάς της Παναγίας,
άδεται μοναστήριον,
Προυσός ονομασίας.
Από την Προύσαν βέβαια,
εικόνα της, η θεία,
ήλθεν εδώ και έμεινεν,
πολλά δε θαυμασία».
Η Μονή Προυσιώτισσας έχει πολλά κι ενδιαφέρον τα θρησκευτικά κι ιστορικά μνημεία. Το παρεκκλήσι και το καθολικό, μεγάλο μέρος τους, είναι κάτω από το κοίλωμα του βράχου, κατάγραφα με τοιχογραφημένες αγιογραφίες. Η εικονογράφηση στο παρεκκλήσι έγινε στο 9ο με 12ο αιώνα και στο καθολικό τον 18ο αι. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο στο καθολικό είναι του 18ου αι. Παρουσιάζονται 68 εικόνες, στο δεύτερο μισό του 18ου αι., φιλοτεχνημένες από τοπικά εργαστήρια. Αργυρά σκεύη και ξυλόγλυπτοι σταυροί. Αφιερώματα αγωνιστών του 1821, όπως τα όπλα από τον στρατηγό Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Στη βιβλιοθήκη υπάρχουνε 59 χειρόγραφα, μερικά ολιγόφυλλα άδετα. Το 1980 το Ιστορικό - Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τράπεζας κατέγραψε άλλα 21, ανάμεσα τους περιλαμβάνονται λιθογραφημένες πανεπιστημιακές παραδόσεις, μικρά τεύχη με εκκλησιαστικές ακολουθίες, όλα από τον 16ο αι. κι εξής. Ο λόγιος ηγούμενος της μονής Κύριλλος Καστανοφύλλης, πλούτισε με πολλά βιβλία, χειρόγραφα τη βιβλιοθήκη, ίδρυσε το Σχολείο Ελληνικών Γραμμάτων (1820). Ο Κύριλλος γεννήθηκε το 1775 στην Καστανιά Ευρυτανίας κι έζησε ως το 1835(;). Υπήρξε ποιητής, υμνογράφος και μελοποιός κι έγραψε την «Ιερά Διήγησι της θαυματουργού εικόνος της Παναγίας Προυσιώτισσας». Αλληλούια!

Του ΒΑΣΙΛΗ ΠΛΑΤΑΝΟΥ
Πηγή: Η ΑΥΓΗ 

fourtounis