Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Ο επερχόμενος «Δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος»

Σε μεγάλης έκτασης μεταρρυθμίσεις στις ένοπλες δυνάμεις της προχωρά η Ρωσία, στοχεύοντας στην ανανέωση και μεγέθυνση της στρατιωτικής της ισχύος και στην αύξηση της επιρροής της στις ασταθείς αλλά πλούσιες σε ενεργειακά αποθέματα περιοχές στο νότο της.Είκοσι χρόνια μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, το διεθνές γεωπολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει πολύ, και η ρωσική ηγεσία αξιολογεί τις νέες απειλές εναντίον της χώρας.

Καύκασος
Ο «διάδρομος» ο οποίος ενώνει την Κασπία με την Ευρώπη αποτελεί λόγο μεγάλων ρωσικών ανησυχιών σε θέματα ασφαλείας. Η Ρωσία ενεπλάκη σε μία πενθήμερη πολεμική σύγκρουση το 2008 με τη Γεωργία, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέου στρατιωτικού τομέα στο νότο της. Επίσης, είναι έντονες οι ανησυχίες για τρομοκρατικά χτυπήματα στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς του 2014, που θα λάβουν χώρα στον βόρειο Καύκασο, καθώς ισλαμιστές εξτρεμιστές έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να προβούν σε πλήγματα.

Η ένταση με τη Γεωργία συνεχίζεται, με τη Ρωσία να κατηγορεί την γεωργιανή κυβέρνηση ότι υποστηρίζει αντάρτες στο βόρειο Καύκασο, την Τσετσενία και το Νταγκεστάν. Μετά τον πόλεμο του 2008, η Ρωσία διατηρεί ισχυρή στρατιωτική παρουσία στη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία.
  
Πιο Νότια από τη Γεωργία, το Ναγκόρνο Καραμπάχ αποτελεί πάντοτε πηγή έντασης στην περιοχή: δυνάμεις υποστηριζόμενες από την Αρμενία το κατέλαβαν αμέσως μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, πολεμώντας κατά του Αζερμπαϊτζάν σε μία σύγκρουση που κόστισε τις ζωές 30.000 ανθρώπων και τον εκτοπισμό ενός εκατομμυρίου ως την κατάπαυση πυρός το 1994. Ωστόσο, είκοσι χρόνια μετά δεν έχει υπάρξει πλήρης συνθήκη ειρήνης, με τις αντιπαλότητες να εξακολουθούν να υφίστανται στην περιοχή, δημιουργώντας κινδύνους ανάφλεξης, καθώς το Αζερμπαϊτζάν συνεχίζει να απειλεί με στρατιωτική ανακατάληψη της περιοχής. Πρόκειται για μία εξαιρετικά πολύπλοκη κατάσταση για τη Μόσχα, που διατηρεί δεσμούς και με τις δύο πλευρές.

  
Κεντρική Ασία
Στη Ρωσία υπάρχουν ανησυχίες για προβλήματα προερχόμενα από την Κεντρική Ασία, λόγω αποσταθεροποίησης μετά την απόσυρση του ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν το 2014. Αν και η Μόσχα βλέπει αναμφίβολα θετικά την απομάκρυνση των ΝΑΤΟϊκών στρατιωτικών μονάδων από μία περιοχή που θεωρούσε παραδοσιακά ως εντός της σφαίρας επιρροής της, η παρουσία των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν εγκυμονεί κινδύνους ανόδου του εξτρεμισμού στην περιοχή- σε μουσουλμανικές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.

«Η Μόσχα φοβάται ότι οι Ταλιμπάν μπορεί να καταλάβουν την εξουσία, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διείσδυσή τους στην κεντρική Ασία, κάτι που θα ήταν απειλή για τη Ρωσία» λέει ο Ντμίτρι Γκόρενμπουργκ, αναλυτής του think tank για θέματα στρατιωτικής και πολιτικής φύσης CNΑ. Πρόσφατα ρωσικές δυνάμεις διεξήγαγαν στρατιωτικές ασκήσεις μαζί με στρατούς κεντροασιατικών πρώην σοβιετικών δημοκρατιών (οι κυβερνήσεις των οποίων φοβούνται επίσης την άνοδο του Ισλάμ, αντιδρώντας σε φαινόμενα ενίσχυσής του- με την εξαίρεση του Κιργιστάν). Γενικότερα, η Μόσχα φαίνεται να προτίθεται να χρησιμοποιήσει την ανανεωμένη της στρατιωτική ισχύ ως μέσον προστασίας των φίλων και συμμάχων της σε μία περιοχή όπου τόσο η Κίνα όσο και οι ΗΠΑ προσπαθούν να αυξήσουν την επιρροή τους.
  
Δύση
Παρά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Δύση συνεχίζει να θεωρείται ως «παραδοσιακός» ανταγωνιστής της Ρωσίας, η οποία διατηρεί ισχυρές δυνάμεις υποβρυχίων σε δυτικά ύδατα. Παρά την υπογραφή συμφωνίας περιορισμού των πυρηνικών όπλων πέρυσι μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, η ρωσική ηγεσία διατηρεί τις επιφυλάξεις της σχετικά με τη βιωσιμότητά της εάν δεν επιτευχθεί κάποια συμφωνία σχετικά με την ευρωπαϊκή αντιπυραυλική «ασπίδα», η οποία, αν και υποτίθεται πως έχει στόχο την προστασία από επιθέσεις από το Ιράν, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και εναντίον ρωσικών πυραύλων. Ο πρόεδρος Μεντβέντεφ έχει προειδοποιήσει ότι υπάρχει ενδεχόμενο έναρξης νέας κούρσας εξοπλισμών εάν δεν υπάρξει συμφωνία.

Κίνα
Αν και στις ρωσικές στρατιωτικές ανακοινώσεις δεν γίνονται πολλές αναφορές στην Κίνα, στη Μόσχα αυξάνονται κατακόρυφα οι ανησυχίες σχετικά με την αύξηση της κινεζικής στρατιωτικής ισχύος, με το Κρεμλίνο να αποφασίζει να αποστείλει πυραυλικές και ναυτικές δυνάμεις ανατολικά. Στις δυνάμεις αυτές συμπεριλαμβάνονται τα δύο ελικοπτεροφόρα/ σκάφη αμφίβιας επίθεσης Mistral τα οποία αγοράστηκαν πρόσφατα από τη Γαλλία, καθώς και μονάδες πυραύλων S-400, ικανών για αντιμετώπιση αεροσκαφών και βαλλιστικών βλημάτων. Ειδικότερα, στη ρωσική κυβέρνηση υφίστανται φόβοι περί κινεζικών σχεδίων σχετικά με την αραιοκατοικημένη αλλά εξαιρετικά πλούσια σε φυσικούς πόρους Σιβηρία.

Τα νέα δόντια του «ασιατικού δράκου»
Σε γενικότερο πλαίσιο, η αύξηση της κινεζικής στρατιωτικής ισχύος έχει προκαλέσει ανησυχίες και στη Δύση: στις ΗΠΑ, το «χαρτί» της ενίσχυσης των κινεζικών ενόπλων δυνάμεων θεωρείται ότι θα χρησιμοποιηθεί από το Πεντάγωνο για να αποφευχθούν περικοπές στις αμυντικές δαπάνες.
Ωστόσο, ακόμα και αν η κινεζική πρόοδος στους εξοπλισμούς αποδείχθηκε ανώτερη των προβλέψεων, εκτιμάται πως ακόμα το επίπεδο είναι μάλλον χαμηλό. Το πρώτο αεροπλανοφόρο του κινεζικού ναυτικού ξεκίνησε δοκιμές θαλάσσης τον Ιούλιο- πρόκειται για το πρώην σοβιετικό «Βάριαγκ» το οποίο αγοράστηκε από την Ουκρανία. Επίσης, οι αναφορές περί άλλων δύο εξολοκλήρου κινεζικής προέλευσης αεροπλανοφόρων τα οποία βρίσκονται υπό κατασκευή θεωρούνται μάλλον ανακριβείς. «Το μόνο σκάφος που έχει θεαθεί και για το οποίο μπορεί να γίνει βάσιμη συζήτηση είναι το Βάριαγκ» σχολιάζει σχετικά ο ναύαρχος Ρόμπερτ Γουΐλαρντ, διοικητής των αμερικανικών δυνάμεων στον Ειρηνικό.

Θεωρείται ότι θα χρειαστούν χρόνια για να αποκτήσει το εκσυγχρονισμένο πρώην σοβιετικό αεροπλανοφόρο πλήρεις επιχειρησιακές δυνατότητες- αν και σύμφωνα με αναφορά που κατατέθηκε στο Κογκρέσο, το ναυτικό της Βραζιλίας (που διαθέτει ένα αεροπλανοφόρο, το «Sao Paulo» - πρόκειται για το πρώην γαλλικό «Clemenceau») προσφέρθηκε να παρέχει στο κινεζικό ναυτικό εκπαίδευση πάνω στις επιχειρήσεις αεροπλανοφόρων.

Ένα άλλο θέμα το οποίο απασχολεί το Πεντάγωνο είναι το J-20, το κινεζικό stealth μαχητικό, που έκανε την πρώτη του δοκιμαστική πτήση τον Ιανουάριο. Γενικά, θεωρείται πως οι ανησυχίες είναι μάλλον υπερβολικές: δεν πιστεύεται πως θα καταστεί επιχειρησιακό πριν το 2018, ενώ υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των stealth δυνατοτήτων του (τη στιγμή που οι ΗΠΑ έθεσαν το πρώτο τους πραγματικά stealth αεροσκάφος σε υπηρεσία, το F-117 Nighthawk, πριν από 30 χρόνια- αποσύρθηκε το 2007). Επίσης, εκτιμάται πως οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις έχουν ακόμα πολλά να μάθουν σχετικά με τις επιχειρήσεις συνδυασμένων όπλων ( combined arms), τις οποίες οι ΗΠΑ τελειοποιούν εδώ και μία δεκαετία.

Πέραν αυτών, η γενικότερη εντύπωση είναι πως ο στόχος της Κίνας είναι να διαθέτει μία σύγχρονη, προσαρμοσμένη στις συνθήκες της «γειτονιάς» της, πολεμική μηχανή μέχρι το 2020. Η Λαϊκή Δημοκρατία αύξησε τις αμυντικές της δαπάνες κατά 12.7% το 2011 (94 δισεκατομμύρια δολάρια- τη στιγμή που ο βασικός προϋπολογισμός του Πενταγώνου ξεπερνά το μισό τρισεκατομμύριο)- και αν και οι κινεζικές ένοπλες δυνάμεις πάσχουν από έλλειψη επιχειρησιακής εμπειρίας και μεγάλες ποσότητες απαρχαιωμένου εξοπλισμού, πιστεύεται πως βρίσκονται σε καλό δρόμο όσον αφορά την κάλυψη της «τεχνολογικής απόστασης». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κινεζικοί ASBM ( Anti Ship Ballistic Missiles) - βαλλιστικά βλήματα για χρήση εναντίον μεγάλων πλοίων επιφανείας (κυρίως αεροπλανοφόρων).

Ο κύριος λόγος ανησυχίας των παρατηρητών αυτή τη στιγμή είναι η επιθετική στάση της Κίνας στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας και απέναντι στην Ταϊβάν, καθώς και οι «επενδύσεις» της στον τομέα των πυρηνικών υποβρυχίων, που δείχνουν βλέψεις πέρα από την Ταϊβάν- με την οποία οι ΗΠΑ έχουν ισχυρούς στρατιωτικούς δεσμούς. Οι προβληματισμοί αυτοί έχουν βρει γόνιμο έδαφος στο Κογκρέσο, από όπου έχουν εκτοξευτεί κατηγορίες κατά της Κίνας για κυβερνοκατασκοπεία, καθώς και αντιρρήσεις σχετικά με την απόφαση μόνο της αναβάθμισης των F-16A/B της Ταϊβάν (κόστους 5,85 δισεκατομμυρίων) αντί αναβάθμισης των F-16A/B και πώλησης των νέων F-16C/D. «Η Κίνα προελαύνει στην Ασία και ο πρώτος στόχος της θα είναι η δημοκρατική Ταϊβάν» είπε η επικεφαλής της Επιτροπής Διεθνών Σχέσεων, Ιλεάνα Ρος Λέτινεν.

Καθώς οι κινεζικές στρατιωτικές φιλοδοξίες γίνονται αντιληπτές, τόσο εντείνονται οι συζητήσεις περί των γεωπολιτικών στόχων της χώρας. Ωστόσο, ο αντιναύαρχος Ντέηβιντ Ντόρσετ, κορυφαίο στέλεχος του τομέα των πληροφοριών του αμερικανικού πολεμικού ναυτικού θεωρεί πως οι βλέψεις είναι μάλλον μακροπρόθεσμες και έχουν να κάνουν με τα μέσα του αιώνα: «αυτό είναι το χρονικό τους πλαίσιο. Θα έπρεπε να αναμένουμε αισθητή ενίσχυσή τους μέσα σε δέκα χρόνια από σήμερα; Όσο παραμένει ισχυρή η οικονομία τους, σίγουρα».
 
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από Reuters