Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

Η ιστορία του βυζαντινού δικέφαλου αετού


Ο δικέφαλος ἀετός, στίς διάφορες ἐκδοχές του, ἔχει, ὡς ἔμβλημα, συνδεθεῖ ἀναπόσπαστα μέ τήν ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ συγκεκριμένου συμβόλου στό χρόνο εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα καί ἀποκαλύπτει τίς πολυσύνθετες ὄψεις μετασχηματισμοῦ τοῦ βυζαντινοῦ κράτους.
Ἡ μορφή τοῦ ἀετοῦ, συνήθης ἀπεικόνιση τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἀποτελοῦσε ἔμβλημα καί στή Νέα Ρώμη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Σύμφωνα μέ ἕνα θρῦλο, ἀετοί πετοῦσαν πάνω ἀπό τήν περιοχή τοῦ Βυζαντίου, προκειμένου νά ὑποδείξουν στόν Κωνσταντῖνο τό χτίσιμο τῆς νέας πρωτεύουσας στό συγκεκριμένο σημεῖο. Ἐκτός ἀπό τήν ἀνάκληση τῆς ἔνδοξης ρωμαϊκῆς παράδοσης, ἡ μορφή τοῦ ἀετοῦ χρησιμοποιοῦνταν καί ἀπό τήν ἀνερχόμενη θρησκεία, τό χριστιανισμό, γιά νά ἐκφράσει τή θεία ἔμπνευση τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Ὅλα αὐτά συνέτειναν στή σταθερή παρουσία τοῦ ἀετοῦ στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ὡς κυρίαρχης παράστασης τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας. Ἡ ἐπίσημη σημαία τοῦ στρατοῦ - καί ὡς ἐκ τούτου τοῦ κράτους - ἦταν ἀπεικόνιση ἀετοῦ μέ τήν κεφαλή γερμένη πρός τά δεξιά, σέ χρῶμα κόκκινο.

Ἡ συγκεκριμένη σημαία διατηρήθηκε ἔτσι ὡς τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορα Ἰσαάκιου Κομνηνοῦ. Ὁ αὐτοκράτορας, πού εἶχε καταγωγή ἀπό τήν Παφλαγονία, θέλησε νά μεταβάλει τήν ἐπίσημη σημαία τοῦ κράτους, ἐπιβάλλοντας ὡς κυρίαρχη παράσταση μία μυθική ὀντότητα τῆς πατρίδας του, τό ἀετόμορφο δικέφαλο θηρίο μέ τήν ὀνομασία Χάγκα. Τό συγκεκριμένο ὄν θεωρεῖτο ἀπό τόν τοπικό πληθυσμό προικισμένο μέ ὑπερφυσικές ἱκανότητες καί ἡ παράστασή του κοσμοῦσε τό οἰκόσημο τῶν Κομνηνῶν. Ἡ ἀντικατάσταση τοῦ προηγούμενου συμβόλου κρίθηκε ἀπαραίτητη, καθώς ὁ νέος αὐτοκράτορας θεωροῦσε ὅτι ὁ δικέφαλος ἀετός συμβόλιζε τή διάδοχη κατάσταση καί ἐκπροσωποῦσε τήν πολεμική ἀνδρεία καί ἀποφασιστικότητα πού ἀπαιτοῦσαν οἴ καιροί.

Τό ἔμβλημα αὐτό καθιερώθηκε καί ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πού τό χρησιμοποιοῦσε ὡς σύμβολο τῆς θρησκευτικῆς ἐξουσίας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἡ Ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς σταυροφόρους, τό 1204, ἐπέφερε καί τή διάχυση τοῦ συμβόλου σέ πολυάριθμους διεκδικητές τῆς συνέχειας τῆς Αὐτοκρατορίας. Οἴ μεταμορφώσεις τοῦ συμβόλου εἶναι ἐνδεικτικές τῶν τοµῶν πού συνοδεύουν τήν περίοδο αὐτή, κατά τήν ὁποία οὐσιαστικά γεννᾶται ὁ νεότερος Ἑλληνισµός.

Ὁ Θεόδωρος Λάσκαρις, πρῶτος ἠγεµόνας τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας, παρέλαβε τό ἔµβληµα καί τό χρησιµοποίησε µέ µία τροποποίηση, στεφάνωσε τό διάµεσο τῶν κεφαλῶν, γιά νά ἐνισχύσει περαιτέρω τήν ἐγκυρότητα τοῦ νέου κράτους. Τό ἴδιο ἔµβληµα χρησιµοποίησε καί τό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου. Τά δύο κράτη ἐπρόκειτο νά συγκρουσθοῦν γιά τή διαδοχή τῆς Αὐτοκρατορίας. Τό γεγονός αὐτό ὁδήγησε σέ νέα τροποποίηση τοῦ συµβόλου ἀπό τόν Ἰωάννη Βατατζή. Ὁ δικέφαλος πλέον ἔφερε στό δεξί πόδι ροµφαία καί στό ἀριστερό τήν ὑδρόγειο µἐ σταυρό στήν κορυφή.

Ἡ τελική ἐπικράτηση τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Νίκαιας στόν ἀγῶνα διαδοχῆς, τό 1261, ἐπισφράγισε καί τήν ὁριστική ἀλλαγή τῆς ἐπίσηµης σηµαίας, µέχρι τήν Ἅλωση τῆς Πόλης, στίς 29 Μαΐου 1453. Ἡ τελευταία µορφή τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τόν Μιχαήλ Παλαιολόγο, ἱδρυτή τῆς τελευταίας δυναστείας, πού εἶχε τήν τιµή νά ἀνακαταλάβει τήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τούς Φράγκους. Συγκεκριµένα, στεφανώθηκαν καί οἴ δύο κεφαλές τοῦ ἀετοῦ, προκειµένου νά τιµηθοῦν οἴ δύο πρωτεύουσες τῆς δυναστείας: ἡ Νίκαια καί ἡ Κωνσταντινούπολη. Ἡ σηµαία µἐ τόν δικέφαλο ἀετό κυµάτιζε στή Βασιλεύουσα µέχρι τήν ἠµέρα τῆς Ἅλωσης.

Ἔκτοτε παρέμεινε ὡς σύμβολο τοῦ Πατριαρχείου, πού ἀνέλαβε οὐσιαστικά τή διαχείριση τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν στό ἐσωτερικό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ πολλαπλή διαχείριση τοῦ συμβόλου ἀuτου στούς κόλπους τοῦ τουρκοκρατούμενου ἑλληνισμοῦ ἐκφράζει τή συλλoγικῆ πεποίθηση περί ἀναβίωσης τοῦ Βυζαντίου καί τήν ἀπάντηση στό ἱστορικό γεγονός τῆς Ἅλωσης.

Ἐπίσης, μέσῳ τοῦ γάμου τῆς ἀνιψιᾶς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα, τῆς Σοφίας, καί τοῦ Ρώσου Τσάpoυ Ἰβᾶν Γ' Βασιλίεβιτς, τό ἔμβλημα τοῦ δικέφαλου ἀετοῦ πέρασε στό ρωσικό χῶρο, τροφοδοτώντας μία παράδοση κληρονομικῆς συνέχειας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Οἴ ἐπιπτώσεις τοῦ γεγονότος αὐτοῦ ἦταν ἐξαιρετικά σημαντικές καί ἀποτυπώνονται, μεταξύ ἄλλων, στόν περίφημο θρῦλο τοῦ «ξαvθοῦ γέvους», πού ἦταν εὐρύτατα διαδεδομένος ἀνάμεσα στούς ὑπόδουλους χριστιανούς.