Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Μπῆκε στόν πειρασμό να ξαναγυρίση στήν παλιά του ζωή


Κάποιο βράδυ, γύρω στίς 3 π.μ., ὁ Διονύσης τελειώνοντας τή δουλειά του σέ βραδινό κέντρο, μπῆκε στόν πειρασμό νά ξαναγυρίση στήν παλιά του ζωή.
Καθώς ἔτρεχε μέ τή μηχανή του στούς ἄδειους δρόμους τῆς Ἀθήνας, ἄκουσε μία δυνατή ἀγωνιώδη φωνή νά τοῦ λέη ἐπιτακτικά:

—Διονύση, πού πᾶς;

Συγκλονίσθηκε. Κάθησε λίγη ὥρα νά συνέλθη ἀπό τήν ἔκπληξι. Ἐπέστρεψε στό σπίτι του κι ἔπεσε νά κοιμηθῆ. Πρωΐ-πρωΐ τόν ξύπνησε τό τηλέφωνο. Τό σήκωσε καί ἄκουσε τή φωνή τοῦ Γέροντά του π. Διονυσίου:

—Διονύση, παιδί μου, εἶσαι καλά;

—Κάλα, Γέροντα.

—Σέ πῆρα τηλέφωνο, γιατί χθές ἀργά τή νύκτα ἔνιωσα μία ταραχή, μία ἀγωνία γιά σένα καί σηκώθηκα νά προσευχηθῶ.

Ὁ Διονύσης τά ᾽χασε καί ρώτησε:

—Τί ὥρα ἦταν, Γέροντα;

—Γύρω στίς 3 μετά τά μεσάνυκτα.

Ὁ Διονύσης τότε κατάλαβε καί συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Θεός εἶναι κοντά του, πολύ πιό κοντά ἀπ᾽ ὅσο νόμιζε.

πηγή