Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2018

Η μάχη στα Κούναξα 401 π.Χ.: Η επική ελληνική νίκη έναντι του περσικού όχλου


Η μάχη στα Κούναξα της Βαβυλώνας το 401 π.Χ. αποτελεί μια από τις πλέον κοσμοϊστορικές συγκρούσεις της παγκοσμίου ιστορίας


Παραλλήλως όμως αποτελεί και μια από τις μεγαλύτερες νίκες των αρχαίων Ελλήνων, έναντι των Περσών.

  Κύρος ο Νεότερος, έχοντας αποφασίσει να διεκδικήσει τον περσικό θρόνο από τον αδερφό του Αρταξέρξη συγκέντρωσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με τις οποίες σκόπευε να κινηθεί εναντίον του. Ανάμεσα στους 100.000 άνδρες του Κύρου, που αναφέρει ο Ξενοφών, ξεχώριζαν οι 13.000 Έλληνες μισθοφόροι του, οι αποκαλούμενοι χάριν συντομίας «Μύριοι». Οι Μύριοι ήταν ένα εκλεκτό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από λίαν εμπειροπόλεμους άνδρες, βετεράνους του καταστροφικού Πελοποννησιακού Πολέμου.

Το σώμα συγκροτείτο από 11.500 οπλίτες, 1.000 πελταστές, 500 ψιλούς και ελάχιστους ιππείς. Οι άνδρες προέρχονταν από κάθε γωνιά της Ελλάδος. Οι οπλίτες ήσαν κυρίως Πελοποννήσιοι και Βοιωτοί, οι δε πελταστές Θράκες. Οι ψιλοί ήσαν Κρήτες, οπλισμένοι με τόξο, μικρή ασπίδα και εγχειρίδιο. Οι οπλίτες πολεμούσαν στον κλασικό σχηματισμό της φάλαγγας. Ο ηγέτης του σώματος των Μυρίων ήταν ο Σπαρτιάτης Κλέαρχος, ο οποίος είχε προσαρμόσει τις τακτικές τους στα σπαρτιατικά πολεμικά δόγματα.
Προς την συνάντηση με τη μοίρα

Η στρατιά του Κύρου αφού διέσχισε τη Μικρά Ασία κινήθηκε προς την Βαβυλώνα. Η στρατιά διέσχισε τα αρδευτικά κανάλια του Ευφράτη και μια βαθιά τάφρο που είχε κατασκευάσει ο στρατός του Αρταξέρξη και συνέχισε την προέλασή της. Καθώς η στρατιά βάδιζε, έβλεπαν παντού ίχνη από άνδρες και ίππους στο χώμα, σημάδι πως ο βασιλικός στρατός υποχωρούσε ενώπιόν τους.

Έτσι βάδισαν επί τρεις ημέρες, όταν ξαφνικά ένας από τους ανιχνευτές ιππείς του Κύρου έφτασε καλπάζοντας και φωνάζοντας ότι ο βασιλικός στρατός ερχόταν καταπάνω τους. Ήταν πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου του 401 π.Χ. Αμέσως μόλις δόθηκε το σύνθημα η στρατιά μετέπεσε από σχηματισμό πορείας σε σχηματισμό μάχης. Οι άνδρες οπλίστηκαν και άρχισαν να λαμβάνουν τις προκαθορισμένες τους θέσεις.

Οι Έλληνες τάχθηκαν στο δεξιό κέρας, καλυπτόμενοι από την κοίτη του Ευφράτη. Στο άκρο δεξιό τάχθηκαν οι Έλληνες πελταστές και 1.000 Παφλαγόνες ιππείς. Δίπλα τους τάχθηκε η φάλαγγα, με τον Κλέαρχο να διοικεί την δεξιά πτέρυγα, τον Πρόξενο το κέντρο και τον Μένωνα την αριστερή πτέρυγά της.

Το κέντρο και το αριστερό κέρας της στρατιάς του Κύρου σχηματίστηκε από περσικά τμήματα και τμήματα υποτελών. Στο κέντρο τάχθηκε και ο ίδιος ο Κύρος επικεφαλής 600 επίλεκτων ιππέων της σωματοφυλακής του. Όλοι οι ιππείς της σωματοφυλακής έφεραν θώρακες, κράνη και παραμερίδια (ειδικές θωρακίσεις που προστάτευαν τα πόδια του πολεμιστή και εφαρμόζονταν στη σέλα).

Ο Κύρος μόνο αρνήθηκε να φορέσει κράνος για να είναι εύκολα αναγνωρίσιμος από τους άνδρες του. Από τη διάταξη και μόνο των δυνάμεών του γίνεται φανερό και το σχέδιο μάχης του Κύρου. Προφανώς ο Πέρσης πρίγκηπας υπολόγιζε ότι οι Έλληνες θα επικρατήσουν έναντι του εχθρικού αριστερού.

Κατόπιν θα μπορούσαν να πλαγιοκοπήσουν το εχθρικό κέντρο, εκεί όπου θα πολεμούσε και ο αδερφός του Αρταξέρξης, και με παράλληλη πίεση από τους δικούς του άνδρες και ιδίως από την επίλεκτη σωματοφυλακή του να το διασπάσουν. Ο Κύρος για να στεφθεί νικητής δεν αρκούσε να τρέψει σε φυγή τον αντίπαλο στρατό. Έπρεπε να σκοτώσει και τον αδερφό του.
Η πρώτη ελληνική έφοδος

Αφού παρατάχθηκαν με τον τρόπο αυτό οι άνδρες του Κύρου ανέμεναν την άφιξη του εχθρού. Πράγματι γύρω στο απόγευμα εμφανίστηκε από τα νότια η τεράστια στρατιά του Αρταξέρξη. «Φάνηκε ένα λευκό σύννεφο σκόνης, το οποίο μετά από ώρα έγινε μαύρο επί της πεδιάδας και σε μεγάλη έκταση«, γράφει ο Ξενοφών, εντυπωσιασμένος από το θέαμα της προσέγγισης του τεράστιου στρατού.

Στο άκρο αριστερό, το οποίο διοικούσε ο Τισσαφέρνης, τάχθηκαν βαριά οπλισμένοι ιππείς που όλοι τους έφεραν λευκούς ελληνικούς λινοθώρακες. Δίπλα τους τάχθηκαν γεροφόροι (γέρας=είδος ασπίδας) Πέρσες και δίπλα σε αυτούς Αιγύπτιοι δορυφόροι, οπλισμένοι με μεγάλες ποδήρεις ασπίδες και δόρατα όπως τα ελληνικά.

Κατόπιν είχαν ταχθεί άλλοι ιππείς και τοξότες. Οι στρατιώτες κάθε έθνους πολεμούσαν σε δικούς τους σχηματισμούς και μπορούσες να δεις, σύμφωνα με την περιγραφή του αυτόπτη μάρτυρα Ξενοφώντα, τους τετράπλευρους σχηματισμούς τους. Μπροστά απ’ όλο το μέτωπο ήταν ταγμένα τα δρεπανηφόρα άρματα.

Ενώπιον του εχθρικού μετώπου, το οποίο υπερείχε συντριπτικά σε μήκος του δικού του, ο Κύρος άλλαξε γνώμη και διέταξε τον Κλέαρχο να κινηθεί κλιμακωτά και να προσβάλει το εχθρικό κέντρο. Ο Κλέαρχος όμως, έμπειρος στρατηγός ως ήταν, δε θεωρούσε σωστή ενέργεια να κινηθεί προς το κέντρο και να αφήσει τη σιγουριά που του εξασφάλιζε η κοίτη του Ευφράτη.

Αν τυχόν ξεμάκρυνε από τον ποταμό υπήρχε ο κίνδυνος να διασπαστεί η αναγκαστικώς αραιωμένη του παράταξη και να περικυκλωθεί ολόκληρη η φάλαγγα από το ιππικό του Τισσαφέρνη. Για το λόγο αυτό ο Κλέαρχος απάντησε στον Κύρο να μην ανησυχεί και πως ο ίδιος γνώριζε πώς πρέπει να πολεμήσει.

Τελικά τα ασιατικά τμήματα του Κύρου άρχισαν να βαδίζουν προς συνάντηση του εχθρού. Οι Έλληνες όμως δεν είχαν ακόμα αρχίσει να κινούνται. Ο Κλέαρχος μόλις είχε δώσει το σύνθημα «Ζεύς σωτήρ και νίκη», το οποίο πέρασε από στόμα σε στόμα και από τον τελευταίο άνδρα. Μόλις ξαναήρθε η σειρά του Κλεάρχου να αναφωνήσει το σύνθημα, δόθηκε η διαταγή και οι Έλληνες άρχισαν να βαδίζουν.

Η απόσταση που χώριζε τα δύο στρατεύματα δεν ήταν μεγαλύτερη των 600-800 μέτρων. Οι Έλληνες βάδιζαν με ταχύ βήμα και έψαλαν τον παιάνα. Μόλις πλησίασαν περισσότερο άρχισαν να αλαλάζουν και να κτυπούν τα δόρατα επί των ασπίδων τους, παράγοντας έναν δαιμονικό θόρυβο.

Ενώπιον του θεάματος τούτου και πριν οι Έλληνες πλησιάσουν σε απόσταση του ωφέλιμου βεληνεκούς των τόξων (150-200 μέτρα) οι απέναντί τους βάρβαροι έστρεψαν τα νώτα και τράπηκαν σε φυγή! Ακόμα και οι ηνίοχοι των δρεπανηφόρων αρμάτων τα εγκατέλειψαν και ακολούθησαν τους φεύγοντες συναδέλφους τους.

Τα δε δρεπανηφόρα άρματα, με τους ίππους τρομοκρατημένους άρχισαν να τρέχουν και να κατακόπτουν το περσικό πεζικό. Μερικά από αυτά στράφηκαν ανεξέλεγκτα και κατά των Ελλήνων. Αυτοί όμως άνοιγαν τους ζυγούς τους και τα άφηναν να περνούν ακίνδυνα ανάμεσά τους. Με τον τρόπο αυτό οι Έλληνες διέλυσαν την απέναντί τους εχθρική παράταξη με μοναδική απώλεια έναν τραυματία από βέλος!
Ο θάνατος του Κύρου

Την ώρα όμως που οι Έλληνες κατατρόπωναν κυριολεκτικά τους απέναντί τους εχθρούς, στο άλλο άκρο τα πράγματα δεν φαίνεται πως εξελίχθηκαν το ίδιο ευνοϊκά για τον Κύρο. Το αριστερό του Κύρου κάμφθηκε από την εχθρική υπεροχή και ο Κύρος φοβούμενος μην κατακοπεί το ελληνικό στράτευμα, πληττόμενο εκ των νώτων επέλασε με τους 600 επίλεκτους ιππείς του κατά των 6.000 ιππέων του Αρταξέρξη και τους διέσπασε.

Οι νικητές ιππείς του όμως άρχισαν να καταδιώκουν τους φεύγοντες εχθρούς και μόνο λίγοι, οι «ομοτράπεζοι» του έμειναν δίπλα στον Κύρο. Έξαφνα ο Κύρος αντελήφθη την παρουσία του αδερφού του. «Ιδού, τον βλέπω», είπε στους άνδρες του και όρμησε καταπάνω στον Αρταξέρξη. Κατόρθωσε μάλιστα να τον τραυματίσει στο στέρνο τρυπώντας του ακόμα και τον θώρακα. Την ίδια όμως στιγμή ο Κύρος δέχθηκε ένα ακόντιο κάτω από το μάτι. Με τον αρχηγό τους βαριά πληγωμένο, οι λιγοστοί άνδρες του Κύρου προσπάθησαν να τον καλύψουν.

Σε μια άγρια και συγκεχυμένη όμως συμπλοκή που ακολούθησε έπεσαν όλοι, μαζί με τον ηγέτη τους. Οι μεν νικητές έκοψαν το κεφάλι και το δεξί χέρι του Κύρου, οι δε στρατιώτες του νεκρού τράπηκαν σε φυγή και οι άνδρες του Αρταξέρξη κατέλαβαν το στρατόπεδο της στρατιάς του Κύρου. Οι επιζώντες βάρβαροι στρατιώτες του Κύρου, με επικεφαλής τον Αριαίο, κινήθηκαν προς τα πίσω και σταμάτησαν σε απόσταση 25 χλμ. από το πεδίο της μάχης.

Στο μεταξύ εντός του στρατοπέδου ξέσπασε μεγάλη μάχη μεταξύ των Ελλήνων φρουρών του στρατοπέδου και των ανδρών του Αρταξέρξη. Οι τελευταίοι αιχμαλώτισαν μάλιστα τη μία από τις δύο Ελληνίδες παλλακίδες του Κύρου. Η δεύτερη κατόρθωσε να ξεφύγει και γυμνή κατέφυγε στους Έλληνες φρουρούς και διεσώθη. Οι Έλληνες φρουροί άντεξαν για κάποια ώρα την εχθρική πίεση.

Καθώς όμως όλο και περισσότεροι βάρβαροι έρχονταν εναντίον τους στράφηκαν προς το κύριο σώμα των Ελλήνων του Κλεάρχου. Στο μεταξύ ο Αρταξέρξης είχε πληροφορηθεί από τον Τισσαφέρνη ότι οι Έλληνες είχαν διαλύσει τις απέναντί τους δυνάμεις και διέταξε την αναδιοργάνωση των δυνάμεών του, ώστε να επιτεθούν εκ νέου στους ως τότε νικητές Έλληνες.
Η δεύτερη ελληνική έφοδος

Ο Κλέαρχος, όμως, έστρεψε την φάλαγγα και ανέμενε την νέα εχθρική επίθεση. Την ίδια ώρα οι Έλληνες πελταστές, υπό τον Επισθένη από την Αμφίπολη, κατόρθωσαν να προκαλέσουν τεράστιες απώλειες στο επίλεκτο ελαφρύ ιππικό, χρησιμοποιώντας μια άκρως έξυπνη τακτική. Δεχόμενοι την έφοδο του εχθρικού ιππικού οι Έλληνες πελταστές είτε άνοιξαν τους ζυγούς τους, είτε έπεσαν πρηνείς στο έδαφος. Μόλις οι Πέρσες ιππείς περνούσαν οι Έλληνες άρχιζαν να τους κτυπούν από πολύ κοντά με ακόντια, ακόμα και με σπαθιά! Με τον τρόπο αυτό κανείς πελταστής δεν έπαθε το παραμικρό και οι ιππείς τράπηκαν σε φυγή.

Τελικά ο Τισσαφέρνης και οι άνδρες του σταμάτησαν τη φυγή όταν συνάντησαν τα λοιπά βασιλικά στρατεύματα. Έτσι, τώρα, όλοι μαζί κινήθηκαν κατά των Ελλήνων. Τώρα οι Έλληνες θα έδιναν τον υπέρ πάντων αγώνα, μόνοι τους 13.000 άνδρες, κατά των μυριάδων του Αρταξέρξη.

Ο εμπειροπόλεμος Κλέαρχος, στην κρίσιμη αυτή στιγμή, έδειξε όλη του την αξία. Διέταξε τους άνδρες του να λάβουν θέσεις όσο το δυνατό πλησιέστερα στον ποταμό, ώστε να έχουν καλυμμένα τα νώτα τους και να είναι σε θέση με απλή κλίση να καλύψει και τις πτέρυγες. Αντίθετα οι Πέρσες τάχθηκαν παραδοσιακά, όπως και πριν και άρχισαν να βαδίζουν κατά των ακατάβλητων Ελλήνων.

Οι Έλληνες, όμως, δεν τους περίμεναν. Έψαλαν τον παιάνα και εφόρμησαν κατά των εχθρών. Αυτή τη φορά οι βάρβαροι τράπηκαν σε φυγή ακόμα ενωρίτερα, καταδιωκόμενοι από τους Έλληνες. Ακόμα και το εχθρικό ιππικό, το επίλεκτο περσικό ιππικό, ετράπη επίσης σε φυγή και δεν στάθηκε να αντιμετωπίσει την έφοδο των Ελλήνων πεζών!

Οι νικητές Έλληνες στρατοπέδευσαν για τη νύκτα στους πρόποδες ενός γηλόφου, στην κορυφή του οποίου εγκατέστησαν προφυλακές. Λίγο πριν βραδιάσει ο Λύκιος ο Συρακούσιος, ο οποίος εστάλη από τον Κλέαρχο για αναγνώριση, επέστρεψε χαρούμενος και ανέφερε ότι «φεύγουσιν ανά κράτος»! Μια από τις μεγαλύτερες νίκες των αρχαίων Ελλήνων, η πλέον παρεξηγημένη, είχε μόλις επιτευχθεί.

Πηγή