Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Ο Θεός του δίνει χρόνια για να μην έχει δικαιολογία.

Αθανάσιος Ρακοβαλής - Ο πατήρ Παΐσιος μου είπε...
Ένας πρώην καπετάνιος, ο Θεός να σε φυλάει απ’ αυτόν, ήταν εγκληματική φύση… δεν ήταν όλοι έτσι, αλλά αυτός ειδικά ήταν αιμοβόρος. Είχε κάνει πολλά…
Μία φορά μπήκε με την ομάδα του σ’ ένα χωριό. Του φέραν μπροστά του έναν αντίθετο. «Σφάξτε τον» διατάζει. Είδε ότι δίσταζαν. Ορμάει, τον πιάνει από τα μαλλιά και τον σφάζει μπροστά τους σαν κριάρι.
-
Πα! πα! Αλήθεια γέροντα;
-Αλήθεια! Και να δεις μετά τι έκανε! Ζήτησε ψωμί, καθάρισε το μαχαίρι από τα αίματα πάνω στο ψωμί και… το έφαγε!!
-Μού’ ρθε αναγούλα. Πα! πα!
-Έ!… αυτός μετά έγινε «Δεξιός»… τώρα είναι με το ΠΑΣΟΚ… Πήρε μια επιδότηση και έκανε ένα εργοστάσιο στα Γιάννενα… Ακόμα ζει… και έχει και καλή υγεία!
Βλέπεις ο Θεός του δίνει χρόνια για να μην έχει δικαιολογία. Να μην έχει να πει «αν με άφηνες να ζήσω ακόμα λίγο θα… μετανοούσα» και ρίξει το βάρος στο Θεό… Έχει και τα μυαλά του τετρακόσια… ο Θεός να τον λυπηθεί, γιατί δεν είναι σε καθόλου καλή κατάσταση.
Λυχνάρι που τρεμοπαίζει, δε θα το σβήσω και τσακισμένο καλάμι δε θα το κόψω, λέει ο Θεός στην Αγία Γραφή!! (Βλπ. Ματθ. 12/ιβ: 20). Για να μην τους δώσει δικαιολογία. Γιατί θα γυρίσουν και θα πουν στο Θεό, εν ημέρα κρίσεως, «εσύ φταις πού έσβησα!! Εσύ φταις που μ’ έκοψες… εγώ θα ίσιωνα από μόνος μου». Βλέπεις, αλίμονο σ’ αυτούς που έχουν πολλή υπερηφάνεια και δεν πέφτουν καμιά φορά σ’ αυτή τη ζωή, για να ταπεινωθούν. Μετά πέφτουν μία και καλή από την άλλη μεριά του τοίχου… πέφτουν κατευθείαν στην κόλαση, όταν πεθάνουν… Όταν η ανθρώπινη υπερηφάνεια ξεπεράσει κάποια όρια, γίνεται μετά δαιμονική υπερηφάνεια. Αυτοί οι άνθρωποι μετά δεν πέφτουν σ’ αυτή τη ζωή, όλα τα βολεύουν, και έτσι δεν ταπεινώνονται… Πέφτουν στην κόλαση κατευθείαν!! Το κατάλαβες αυτό;
-Ναι, γέροντα, το κατάλαβα.
…Μια φορά είχαν έρθει έξω από το χωριό μας οι αντάρτες. Έξω στο κρύο… πεινασμένοι… τους λυπήθηκα. Πήρα ένα ψωμί και πήγα να τους το δώσω. Άσχετο, αν κυνηγούσαν στα βουνά τον αδερφό μου. Εγώ το καθήκον μου το έκανα. -Πώς σας δέχτηκαν γέροντα; -Παραλίγο να έβρισκα τον μπελά μου. Δεν πίστευαν ότι βγήκα να τους δώσω να φάνε! …Μία άλλη φορά κατέλαβαν το χωριό μας οι αντάρτες. Μας μάζεψαν σ’ ένα σπίτι, στριμωχτά, σαν σαρδέλες. Ξαπλώναμε πάνω στις πέτρες και τα πόδια του ενός στο κεφάλι του άλλου… για νάχουμε χώρο. Την άλλη μέρα μας περνάν από «Δικαστήριο». Εμένα θέλαν να μου κάνουν κακό, αλλά δεν εύρισκαν αιτία. Φωνές, φοβέρες… Στο τέλος ένας συγχωριανός μου, που έκανε το δικαστή, μου λέει άγρια: Γιατί ο αδελφός σου είναι με το Ζέρβα;
- Δε μου λες, του λέω, είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος μου ο αδελφός μου;
- Μεγαλύτερος, απαντάει.
- Έ! αφού είναι μεγαλύτερος θα δίνει λογαριασμό σε μένα τι κάνει;
Δεν έβρισκε τι να πει, έδωσε διαταγή να με κλείσουν σ’ ένα δωμάτιο μόνο μου. Τι τους έβαλε ο διάβολος να κάνουν. Επειδή αυτός ο συγχωριανός γνώριζε ότι εγώ είμαι της εκκλησίας, στέλνουν το βράδυ μέσα στο δωμάτιο δύο αντάρτισσες, σχεδόν γυμνές… Τάχασα.
- «Παναγιά μου βοήθα με» φώναξα. Αμέσως ένοιωσα τη βοήθεια τού Θεού.
- Δηλαδή γέροντα τι έγινε;
- Να, τις έβλεπα απαθώς. Σαν να μην ήταν γυμνές… με αγνότητα. Όπως, ας πούμε έβλεπε ο Αδάμ την Εύα στον Παράδεισο, πριν από την πτώση. Αθώα, φυσικά… χωρίς πονηρία σαρκική.
- Και μετά, τι έγινε; - Έ! μετά τις μίλησα με το καλό… «Κοπέλες, εσείς να κάνετε τέτοια πράγματα… δεν ντρέπεστε». Στο τέλος ντράπηκαν… ντύθηκαν και βγήκαν έξω κλαίγοντας!! Βοήθησε η Χάρις του Θεού!”