Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Οι αγώνες του Κρητικού λαού για την Ένωση με την Ελλάδα, από την Επανάσταση του 1821 ως την ανακήρυξη της "Αυτόνομης Πολιτείας"


 Η Επανάσταση του 1821 βρίσκει την Κρήτη υπό την τουρκική κατοχή. Ο αγώνας των Κρητών συνεχίζεται χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού η ασυμφωνία των οπλαρχηγών αποτελεί τροχοπέδη για μια κοινή πολεμική δράση. Οι συνεχείς αντικαταστάσεις στη θέση του Αρμοστή της Κρήτης από το 1821 έως και το 1830 –Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλης, Εμμ. Τομπάζης, βαρώνος Rainek, άγγλος Hain, Ν.Ρενιέρης- αποδεικνύουν εμπράκτως την αποτυγχία της εύρεσης ενός ηγέτη αποδεκτού από το σύνολο του κρητικού λαού. Παρά την αδυναμία αυτή, το αίτημα για ελευθερία υπήρξε πάντοτε παρόν. Το Μάιο του 1822, η Γενική Συνέλευση των Κρητών εκδίδει την «Προκήρυξιν Ελευθερίας» και ψηφίζει σχέδιο συντάγματος με τον τίτλο «Προσωρινή Πολιτεία της νήσου Κρήτης», ενώ ένα χρόνο αργότερα, στις 22 Ιουνίου, ψηφίζεται ο «Οργανισμός της ενιαυσίου τοπικής διοικήσεως της Κρήτης»[i], οι βασικές διατάξεις, του οποίου στηρίζονταν στο Σύνταγμα Επιδαύρου. Οι δύο ενέργειες αυτές όμως δεν ήταν δυνατόν να τελεσφορήσουν στο ταραγμένο κλίμα, που επικρατούσε στην Κρήτη.
Ανήσυχος από τις νίκες των Κρητών, ο Σουλτάνος ζητά τη συνδρομή του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου, προκειμένου να καθυποτάξει το μεγαλύτερο μέρος του επαναστατημένου νησιού. Επικεφαλής των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων τίθεται ο Χασάν αγάς, ο οποίος με ισχυρές επικουρίες του Χουσείν μπέη, καταφέρνει να καταστείλει την επανάσταση. Όμως, από τον Ιούλιο του 1825, δυνάμεις ελληνικές από την Πελοπόννησο σε συνδυασμό με τους Κρητικούς, κυριεύουν τη Γραμβούσα το φρούριο της Κισσάμου και σταδιακά η επανάσταση εξαπλώνεται στην ανατολική Κρήτη χωρίς όμως τελική δικαίωση. Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ης Ιανουαρίου 1830 άφηνε την Κρήτη έξω από τα όρια του νεοπαγούς ελληνικού κράτους.
Μανώλης Τομπάζης
Ύστερα από τη συμφωνία της Κιουτάχειας το 1833, η Κρήτη παραχωρείται από τον Σουλτάνο στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή. Πολιτικός διοικητής της νήσου διορίσθηκε ο Μουσταφά Ναιλή πασάς, γνωστός και ως Γκιριτλής (Κρητικός), ο οποίος προσπάθησε ν’ αντιμετωπίσει αμερόληπτα, ισότιμα και ισόνομα μουσουλμάνους και χριστιανούς. Παρά όμως τις όποιες καλές προθέσεις του, οι βαρείς φόροι και οι αυθαιρεσίες της στρατιωτικής διοίκησης είχαν ως αποτέλεσμα την αντίδραση του κρητικού λαού, ο οποίος συγκεντρώθηκε στο χωριό Μουρνιές Κυδωνίας το Σεπτέμβριο εκφράζοντας την αντίθεσή του στο τουρκικό καθεστώς. Η αντίδραση του Μεχμέτ Αλή υπήρξε άμεση και βίαιη διαλύωντας τη συγκέντρωση και απαγχονίζοντας τους πρωτοαίτιους της. 
Η εμπλοκή του Μεχμέτ Αλή σε πόλεμο με την Τουρκία, η ήττα του στη Συρία καθώς και η στάση των ευρωπαικών δυνάμεων υπέρ της διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλόνισαν την αιγυπτιακή εξουσία στην Κρήτη. Συγκεκριμένα, η Αγγλία ήταν η πιο άμεσα ενδιαφερόμενη για τον έλεγχο της Κρήτης, εφόσον αποτελούσε κομβικό σημείο προς τις Ινδίες και διευκόλυνε την επιστασία της στο Σουέζ. Το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, μολονότι απέρριψε αίτηση Κρητών πληρεξούσιων να αναλάβει η Βρεταννία το νησί υπό την προστασία της -είτε ως αποικία είτε ως προτεκτοράτο- τους διαβεβαίωσε την ίδια στιγμή ότι θα μεσουλαβούσε υπέρ της Κρήτης στον πασά της Αιγύπτου, αλλά και στην Πύλη[ii]. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (3/7/1840), η Κρήτη αποσπάται από την αιγυπτιακή κατοχή και επανέρχεται στη σουλτανική κυριαρχία.
Η παντελής αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να συνδράμει στον κρητικό αγώνα και η πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων για ανακωχή υπήρξαν καταλυτικά στοιχεία, ώστε να επακολουθήσει μια περίοδος ειρήνης. Με τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου (1856), το κρητικό ζήτημα εισέρχεται σε μια νέα φάση. Με τη συνθήκη Παρισίων, ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και να εκδώσει το περίφημο Χατί Χουμαγιούν, με το οποίο παραχωρούσε σημαντικά προνόμια στους χριστιανούς υπηκόους του, όπως ανεξιθρησκία, προσωπική ελευθερία, εξασφάλιση τιμής και ιδιοκτησίας. Το Χατί Χουμαγιούν σε συνδυασμό με το ειδικό φιρμάνι, που εξεδόθη στις 7 Ιουλίου 1858, βελτίωσε τη ζωή του κρητικού λαού και είχε ως αποτέλεσμα την υπό ορισμένους όρους συμμετοχή των χριστιανών σε όργανα της Διοίκησης, αλλά και τη σύσταση Δημογεροντιών, ενός


θεσμού σημαντικού για την κοινωνική συνοχή του κρητικού λαού. Η καταδυνάστευση, όμως, του χριστιανικού στοιχείου κυρίως επί Βελή πασά και η μη εφαρμογή των όρων του Χατί Χουμαγιούν είχαν ως συνέπεια νέες επαναστατικές κινητοποίησεις.

 Η μεγάλη κρητική επανάσταση αρχίζει το 1866 ως πτυχή του ανατολικού ζητήματος υπό ευνοϊκές συγκυρίες. Ο απόηχος της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα, η ενοποίηση της Ιταλίας, η προπαγάνδα των Γαριβαλδινών, οι φιλελεύθερες διακηρύξεις του Ναπολέοντα του Γ΄ υπέρ της αρχής των εθνοτήτων δημιούργησαν νέο επαναστατικό κλίμα[iii]. Επιπλέον, η κατηγορηματική άρνηση της Υψηλής Πύλης να αποδεχθεί το αίτημα περί ενώσεως των επαναστατών είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη επαναστατική διακήρυξη στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Η συγκεκριμένη χρονική στιγμή όμως ήταν ακατάλληλη, αφού στο σύνολό τους οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν συνηγορούσαν σε μια τέτοια κίνηση. Μόνο η Ρωσία ευνοούσε την κρητική επανάσταση, προκειμένου να απαλλαγεί από τον αποκλεισμό της από τον Εύξεινο Πόντο, αλλά τα σχέδια της συγκρούονταν άμεσα με αυτά των Μεγάλων Δυνάμεων και για το λόγο αυτό στράφηκε προς τον πανσλαβισμό. Η Γαλλία επί Ναπολέοντα Γ΄, η οποία είχε κάνει αισθητή την παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο μετά την έναρξη της διάνοιξης της διώρυγας του Σουέζ (1856) και η Μεγάλη Βρετανία επεδίωκαν την αναχαίτιση της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο και υποστήριζαν την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπό το πρίσμα των γεωστρατηγικών τους προτεραιοτήτων.
Στα νέα αυτά δεδομένα, η ελληνική εξωτερική πολιτική μεταβάλλεται. Η στροφή της Ρωσίας προς τους Σλάβους έσπρωξε την ελληνική κυβέρνηση να ασχοληθεί πιο επισταμένα με τις βόρειες επαρχίες, οι οποίες απειλούνταν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις επεκτατικές βλέψεις των εκ βορρά όμορων κρατών[iv] εν συγκρίσει με την Κρήτη. Σ’ αυτή τη λογική, η νέα κυβέρνηση δεν επεχείρησε θεαματικές κινήσεις, αλλά αρκέστηκε να ενισχύσει τον κρητικό αγώνα με αποστολή εθελοντών.

Ηγετικές μορφές όπως ο Πάνος Κορωναίος, ο ταγματάρχης Ζυμβρακάκης, ο Πετροπουλάκης, ο Μ. Κόρακας οργάνωσαν εθελοντικά σώματα και πολέμησαν γενναία σε πολλές περιπτώσεις. Άξιον αναφοράς και μνήμης στάθηκε το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου (10/11/1866), το οποίο έστρεψε την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη υπέρ του κρητικού αγώνα εκφρασθείσα με συγκρότηση επιτροπών, διενέργεια εράνων και με συγκινητικά δημοσιεύματα[v]. Η επικράτηση του Μουσταφά πασά και αργότερα οι επιχειρήσεις του Ομέρ δεν ήταν ικανές να σταθεροποιήσουν την τουρκική υπεροχή, εφόσον ο ανταρτοπόλεμος συνεχίζετο και η Προσωρινή κυβέρνηση αρνείτο οποιαδήποτε άλλη λύση πέραν της ανεξαρτησίας.
Υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο Σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι, που περιείχε τον Οργανικό Νόμο (14/11/1868). Το μέτρο αυτό προέβλεπε την πρόσληψη χριστιανών στη διοίκηση, τη συμμετοχή αιρετών χριστιανών στα διοικητικά συμβούλια νομών και επαρχιών, την αναγόρευση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης, αλλά και τη συγκρότηση μικτών δικαστηρίων. Η προσπάθεια του Ααλή πασά να παραχωρήσει οποιοδήποτε είδος πολιτεύματος με τον όρο να αποκηρυχθεί το βασικό αίτημα της ένωσης βρήκε αρνητική απάντηση από την Επαναστατική Γενική Συνέλευση των Κρητών, η οποία αποφάσισε τη συνέχιση του αγώνα.


Στις αρχές του 1869, η επανάσταση άρχισε να καταρρέει, ύστερα από τη μεταστροφή της ευρωπαϊκής διπλωματίας υπέρ της Τουρκίας. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, συγκλήθηκε με ρωσοπρωσική πρωτοβουλία διάσκεψη για την επίλυση του ελληνοτουρκικού προβλήματος. Το πόρισμα καλούσε την Ελλάδα να απολογηθεί για την ενίσχυσή της προς τους Κρήτες επαναστάτες. Η αποδοχή του από τους επαναστάτες Κρήτες κατεδείκνυε εμμέσως ότι η επίλυση του κρητικού ζητήματος θα ερχόταν μόνο μέσω μιας γενικότερης βαλκανικής κρίσης.
Το 1877, η ήττα της Τούρκιας στο ρωσοτουρκικό πόλεμο είχε άμεσες επιπτώσεις. Το άρθρο 15 της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου προέβλεπε αυτοδιοίκηση στην Κρήτη και επαναλειτουργία των διατάξεων του Οργανικού Νόμου. Το 1878 οι πρόξενοι των Μεγάλων Δυνάμεων επέβαλαν ανακωχή με την υπόσχεση ότι το κρητικό ζήτημα θα απασχολούσε το Συνέδριο Βερολίνου, αν και η τελική απόφαση τους σε αυτό δεν διέφερε από εκείνη του Αγίου Στεφάνου. Η Κρήτη παρέμενε υπό την κυριαρχία του Σουλτάνου, ο οποίος αναγκάστηκε να υπογράψει τη Σύμβαση της Χαλέπας. Ο συνταγματικός αυτός χάρτης υποχρέωνε την Οθωμανική κυριαρχία να παραχωρήσει στους χριστιανούς ευρείες δικαιοδοσίες στη διοίκηση της νήσου τους. Κύρια σημεία του υπήρξαν, ο διορισμός χριστιανού συμβούλου στο μουσουλμάνο γενικό διοικητή της νήσου, η προτίμηση διορισμού χριστιανών σε δημόσιες θέσεις, η αναγνώριση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης στη Βουλή και τα δικαστήρια και η συγκρότηση αστυνομικής δύναμης από εντόπιους άνδρες.
Η Σύμβαση της Χαλέπας δεν διήρκεσε πολύ. Αφορμή στάθηκε η κίνηση των Καραβανάδων, που, μετά την ήττα τους στις εκλογές από τους Ξυπόλυτους, κήρυξαν νέα επανάσταση το 1888, την οποία η κυβέρνηση Τρικούπη αποκήρυξε. Η Τουρκία έστειλε τον Σακήρ Πασά ως στρατιωτικό διοικητή να
Μανούσος Κούνδουρος
εφαρμόσει το στρατιωτικό νόμο, ενώ ανακάλεσε τη Σύμβαση με φιρμάνι (17/12/1889). Συν τοις άλλοις, τα θρησκευτικά και πολιτικά προνόμια ανακλήθηκαν, ενώ επιβλήθηκαν βαρύτατοι φόροι. Η κατάσταση έως τα τέλη του 1895 παρέπεμπε στην τουρκοκρατία περασμένων δεκαετιών.

 Το 1895 εμφανίζεται ο Σφακιανός πολιτευτής Μανούσος Κούνδουρος και οργανώνει τη Μεταπολιτευτική Επιτροπή υποβάλλοντας υπόμνημα στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων, με το οποίο ζητούσε να ανακηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στο σουλτάνο έναντι 15000 οθωμανικών λιρών ετησίως, την άσκηση κυβερνήσεως από χριστιανό διοικητή με πενταετή θητεία και την επαναχορήγηση των προνομίων του Χατί Χουμαγιούν. Από την πλευρά τους, οι πρόξενοι των ευρωπαϊκών δυνάμεων υποβάλλουν στους χριστιανούς ένα νέο Οργανισμό, ο οποίος σε πολλά σημεία συνέπιπτε με το υπόμνημα Κούνδουρου, ενώ παρείχε πλήρη οικονομική και δικαστική ανεξαρτησία με εγγύηση των Δυνάμεων.

Η συστηματική υπονόμευση του νέου αυτού Οργανισμού από τη τουρκική ηγεσία προκάλεσε την αντίδραση των επαναστατών, μεταξύ αυτών και ο Ελ.Βενιζέλος, οι οποίοι αρχίζουν νέες εξεγέρσεις και επαναστατικές κινήσεις με αποκορύφωμα την έκδοση, στη θέση Κορακιές, στις 25 Ιανουαρίου 1897, του ιστορικού ψηφίσματος της «ένωσεως της νήσου Κρήτης μετά του ελευθέρου βασιλείου της
πρίγκιπας Γεώργιος, πρώτος υπ. Αρμοστής στην Κρήτη
Ελλάδος». Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση Δεληγιάννη αποφασίζει να επέμβει στέλνοντας πολεμικά πλοία υπό την αρχηγία πρίγκηπος Γεωργίου, για να εμποδίσουν μεταφορά τουρκικού στρατού. Βάσει των νέων δεδομένων, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφασίζουν να προβούν σε διεθνή κατοχή για την αποφυγή μιας γενικής ελληνοτουρκικής σύρραξης στις 3 Φεβρουαρίου 1897. Η ελληνική αντίδραση είναι άμεση. Τμήμα ελληνικού στρατού με επικεφαλής το συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο αποβιβάζεται στην Κρήτη με εντολή να καταλάβει τη νήσο «εν ονόματι» του βασιλιά της Ελλάδα. Όμως, τα γεωπολιτικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων μπορούσαν να διασφαλισθούν μόνο υπό το καθεστώς αυτονομίας της Κρήτης. 

Σ’ αυτό το πλαίσιο, με διακοινώσεις, προσταγές ακόμα και με βομβαρδισμό από τον όρμο των Χανίων στις 9 Φεβρουαρίου, κατάφεραν να σταθεροποιήσουν την κατάσταση. Στις 20 Μαρτίου 1897, κήρυξαν την Κρήτη αυτόνομη κάτω από την προστασία τους διαιρεμένη σε ζώνες κατοχής και με αυτόν τον τρόπο ολοκλήρωσαν τη στρατιωτική κατοχή τους. Ύστερα από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897), ανακηρύσσεται η αυτόνομη «Κρητική Πολιτεία», υπό την τυπική κυριαρχία του Σουλτάνου, αλλά με Αρμοστή τον Πρίγκηπα Γεώργιο, δευτερότοκο γιο του Βασιλιά των Ελλήνων. Με την απόφαση αυτή, η περίοδος της τουρκοκρατίας έφθανε στο τέλος της.

Σημειώσεις
[i] Θεοχάρης Δετοράκης , «Ιστορία της Κρήτης», Ηράκλειο Κρήτης, 1990, σελ. 337-338
[ii] Λένα Διβάνη, « Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας (1830-1947)- Απόπειρα πατριδογνωσίας »,
Καστανιώτης, Αθήνα, 2000, σελ.373
[iii] Λένα Διβάνη, ο.π., σελ.377-78
[iv] Λένα Διβάνη, ο.π., σελ.381
[v] Θεοχάρης Δετοράκης , ο.π., Ηράκλειο Κρήτης, 1990, σελ. 368-369